Αρχή του ευαγγελίου Ιησού Χριστού [Κυριακή προ των Φώτων] (5.1.2020)
Η ευαγγελική περικοπή που διαβάζουμε στην Θεία Λειτουργία της Κυριακής πριν από τα Θεοφάνια είναι, αδελφοί χριστιανοί, οι πρώτοι οκτώ στίχοι του πρώτου κεφαλαίου του κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Σε απλά ελληνικά μάς λέει τα εξής: «Αρχή του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, υιού του Θεού. Καθώς είναι γραμμένο στα βιβλία των προφητών, ότι “ιδού, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από το πρόσωπό σου, ο οποίος θα στρώσει τον δρόμο μπροστά σου”1 και “φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο, ετοιμάστε την οδό του Κυρίου, ευθείες να χαράζετε τις πορείες αυτού”2, έτσι έγινε ο Ιωάννης βαπτίζοντας στην έρημο και κηρύσσοντας βάπτισμα μετανοίας για άφεση των αμαρτιών. Και εξέρχονταν προς αυτόν όλη η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίτες, και βαπτίζονταν όλοι από αυτόν στον Ιορδάνη ποταμό, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους.
Ο Ιωάννης ήταν ντυμένος χιτώνα από τρίχες καμήλας, είχε δεμένη τη μέση του με δερμάτινη ζώνη κι έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο. Και κήρυττε λέγοντας “έρχεται μετά από εμένα ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι ικανός να σκύψω και να λύσω τον ιμάντα των υποδημάτων του. Εγώ μεν σάς βάπτισα στο νερό, αυτός όμως θα σάς βαπτίσει στο Άγιο Πνεύμα”». Ευθύς εξ αρχής βλέπουμε ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος διαφοροποιείται από τον Ματθαίο που, όπως είδαμε, αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την γενεαλογία του Ιησού Χριστού, την γέννησή του και τα γεγονότα πριν και μετά από αυτήν. Αν παρατηρήσουμε και τα άλλα Ευαγγέλια, θα δούμε ότι ο μεν Λουκάς είναι ο πιο λεπτομερής από όλους, αφού αρχίζει με την γέννηση του Προδρόμου, μάς εξιστορεί τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και μετά την διήγηση της γέννησης του Χριστού μάς πληροφορεί για την Υπαπαντή και για την επίσκεψη του δωδεκαετούς Ιησού στον ναό.
Ο δε Ιωάννης αρχίζει με την φράση « ν ρχ ν Λόγος, καί Ἐ ἀ ῇ ἦ ὁ ὁ Λόγος ν πρός τόν Θεόν καί Θεός ν Λόγος», ο οποίος δημιούργησε τα πάντα και ἦ ἦ ὁ είναι η ζωή και το φως των ανθρώπων. Ποιά λοιπόν είναι η αρχή του Ευαγγελίου; Δεν πρόκειται, βεβαίως, για ασυμφωνία των ευαγγελιστών. Ο καθένας γράφει για διαφορετικούς αποδέκτες και για τον λόγο αυτό προτάσσει όσα θεωρεί απαράιτητα για τον σκοπό της συγγραφής. Έτσι, ο Ματθαίος που έγραψε το Ευαγγέλιό του για τους εξ ιουδαίων χριστιανούς της παλαιστίνης, ξεκινά από τον γενάρχη τους Αβραάμ για να δείξει ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαβίδ και το πλήρωμα των προφητών.
Ο Λουκάς ο ιατρός γράφει το Ευαγγέλιο για έναν ρωμαίο χριστιανό, τον Θεόφιλο, και σε συνδυασμό με την παιδεία του γίνεται πιο διεξοδικός στην περιγραφή των γεγονότων που σχετίζονται με την γέννηση και την εν γενει ζωή του Χριστού. Ο Μάρκος ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου και ακολούθησε τον Παύλο σε διάφορες περιοδείες, όπως στην Κύπρο και στην Ρώμη.
Θεμελίωσε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας και γράφει επομένως το Ευαγγέλιο για τους κάθε λογής ελληνόφωνους χριστιανούς. Αρκείται λοιπόν να αναφέρει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο υιός του Θεού. Ποιού Θεού; κείνου που ακόμα και το πολυθεϊστικό σύστημα της εποχής αποδέχονταν, του ενός και μοναδικού, του υπέρτατου και άγνωστου και απροσπέλαστου. Όταν λοιπόν γράφει «Αρχή του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, υιού του Θεού», εννοεί αρχή της διδασκαλίας του Χριστού. Τέλος, ο ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε το Ευαγγέλιό του στην Έφεσο και απευθύνεται όχι απλά σε ελληνιστές αλλά σε Έλληνες, οι οποίοι συνέλαβαν την ιδέα ενός υπέρτατου λογικού και απερινόητου όντος, του «αγνώστου θεού» των Αθηναίων.
Αλλά και οι διάφορες θεότητες που επινόησαν δεν ήταν άλλο παρά ο μυθοπλαστικός μανδύας των ιδεών που θεωρούσαν ως υπέρτατες πανανθρώπινες αξίες, όπως ο Κρόνος που σημαίνει κόρος (δηλαδή καθάριος) νους, η Αθηνά που σημαίνει την σοφία και λοιπά, άσχετα που στην πορεία απέδωσαν στις θεότητες αυτές και ανθρώπινα πάθη. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που ο Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιό του με μια φράση του μεγάλου αρχαίου φιλοσόφου Ηρακλείτου, το έργο του οποίου φυλάσσονταν κάποτε ως πολύτιμος θησαυρός στο ιερό της Εφέσου. Αρχή λοιπόν του ευαγγελίου, δηλαδή του κηρύγματος του Ιησού Χριστού, από τον Ιορδάνη ποταμό, όπου ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη, προετοιμάζοντας τους καλής πίστεως ανθρώπους να δεχτούν την διδασκαλία του θεανθρώπου.
Το βάπτισμα στο νερό ήταν προοίμιο του βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι, το οποίο μάς προσφέρει ο ίδιος ο Χριστός. Γι αυτό και ο καθένας που γίνεται χριστιανός, μικρός ή μεγάλος, βυθίζεται τρεις φορές στο νερό της κολυμβήθρας, που συμβολίζει την τριήμερο ταφή του Κυρίου μας και την Ανάστασή του, νεκρώνοντας τον παλαιό άνθρωπο και τις επιθυμίες αυτού και αναγεννώμενος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ας φροντίζουμε, αδελφοί χριστιανοί, τούτο το βάπτισμα να το τηρούμε με τα έργα και τα λόγια μας. Αλλά κι αν ως άνθρωποι πέφτουμε στην αμαρτία, δεύτερο και τρίτο και νέο βάπτισμα εν Αγίω Πνεύματι μάς χάρισε, αυτό του ιερού μυστηρίου της Εξομολογήσεως, ώστε αξίως, δηλαδή εν μετανοία και με συναίσθηση πνευματική να μεταλαμβάνουμε του αχράντου Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Αμήν.