ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΓΕΙΑ
Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί μου,
Είναι μεγάλη χαρά για μένα να ευρίσκομαι σήμερα μαζί σας με αφορμή τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου Αποστόλου Λουκά. Και τούτο διότι έχω τη δυνατότητα να σας απευθύνω εγκάρδιες ευχές, και να σας εκδηλώσω τα αισθήματα τιμής, αγάπης και αναγνώρισης με τα οποία περιβάλλω το λειτούργημά σας, τόσο προσωπικά, όσο και ως εκπρόσωπος της τοπικής μας Εκκλησίας. Αισθάνομαι δε κάθε φορά τούτο ως χρέος τιμής απέναντί σας, όχι μόνο για όσα έχετε προσφέρει και προσφέρετε για την ανακούφιση του πόνου και για την θεραπεία των νόσων, αλλά και για όσα πρόκειται και στο μέλλον να προσφέρετε.
Η σημερινή εόρτια σύναξή μας προήλθε μετά από πρωτοβουλία της τοπικής μας Εκκλησίας, την οποία με ευχάριστη διάθεση υιοθέτησαν στο σύνολό τους οι σύλλογοι του νησιού μας που διακονούν στο χώρο της υγείας. Πρόκειται για μια σημαντική εκδήλωση που τα τελευταία χρόνια διοργανώνει η Ιερά Μητρόπολή μας για να τιμήσει την μνήμη του αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά. Είναι φυσικό ο Ευαγγελιστής Λουκάς να θεωρείται ο προστάτης του ιατρικού λειτουργήματος, δεδομένου ότι δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε και γιατρός που διατήρησε την ιδιότητά του αυτή. Μάλιστα ανεδείχθη συνοδός και θεράπων του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών Παύλου, συμπεριλαμβάνοντας στα κείμενά του και τις αφηγήσεις ιατρικής φύσεως, με πυκνή χρήση της ιατρικής ορολογίας, ιδίως στο ιερό κείμενο των Πράξεων.
Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της μικρής εόρτιας σύναξης η Εκκλησία μας, επιθυμεί να σας υπενθυμίσει ότι σας περιβάλλει με ιδιαίτερα αισθήματα αγάπης και εμπιστοσύνης, ότι προσεύχεται ώστε να προσφέρετε με ζήλο και αποστολική ανιδιοτέλεια τις πολύτιμες υπηρεσίες στην ανακούφιση του πόνου και την θεραπεία των νόσων που κατατυρανούν την ζωή μας.
Η παροχή της ιατρικής περίθαλψης, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έχει τις ιστορικές της ρίζες στη θεολογία (δηλ. τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο), στη φιλοσοφία (στη σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια), στην ηθική των αρετών και των πνευματικών αξιών και, τέλος, στην επιστημονική γνώση και τεχνολογία.
Παλαιότερα, η σχέση γιατρού – ασθενούς ήταν μια σχέση που ο γιατρός υποσχόταν συνέπεια, συμπαράσταση και όφειλε αφοσίωση στις ανάγκες και το πρόσωπο του ασθενούς. Η ηθική υποχρέωση να παρέχει βοήθεια αναδυόταν από την μοναδικότητα και την εσώτερη αξία που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη ζωή.
Οι καιροί όμως άλλαξαν. Η ιατρική γνώση αυξήθηκε εκρηκτικά. Οι πρόοδοι σε άλλους τομείς της επιστήμης, όπως στη φυσική, τη χημεία, τη βιολογία βρήκαν θαυμάσιο πεδίο εφαρμογής στο δικό της αντικείμενο και χώρο. Αυτές άνοιξαν το δρόμο στην (υψηλή) τεχνολογία, η οποία με τη σειρά της άρχισε να εισβάλει στα άδυτα του ανθρώπινου σώματος και σταδιακά να κυριαρχεί πάνω σ΄ ολόκληρο το φάσμα της ιατρικής έρευνας.
Η ιατρική όμως παραμένει η επιστήμη που έχει ηθικό χρέος να φροντίζει για την αποκατάσταση ή την βελτίωση της υγείας του ανθρώπου και κατ’ επέκταση για την παράταση της ζωής του. Ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη ήταν επιφορτισμένη να επιβραδύνει τον θάνατο και να καταπραΰνει τον πόνο. Κάθε φορά που ο γιατρός βρίσκεται αντιμέτωπος με την περίπτωση κάποιου αρρώστου κατατείνει με όσα μέσα και δυνάμεις διαθέτει να διακονήσει και ορισμένες φορές να συμβιβάσει τους δυο αυτούς στόχους.
Στην ιουδαϊκή παράδοση οι ραββίνοι είχαν σημαντικό ρόλο στην διαπίστωση και διάγνωση της ασθένειας, αλλά και στην εποπτεία της ιατρικής περιθάλψεως του αρρώστου. Στην Παλαιά Διαθήκη εκφράζεται ιδιαίτερος σεβασμός προς την ιατρική επιστήμη και το έργο που επιτελούν οι ιατροί. Ο σεβασμός αυτός προς την ιατρική που τονίζεται και υπαγορεύεται στην Π.Δ. έχει ως στόχο αλλά και αιτία μέσα από την επιστήμη: «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην» (Σοφ. Σειράχ. 38,6) τον σωστό τρόπο διερευνήσεως των θαυμασίων του Θεού.
Στην ορθόδοξη θεολογία και παράδοση η ιατρική θεωρείται ως δώρο Θεού, που έχει στόχο να παρηγορήσει τον άνθρωπο στην ασθενή πνευματικά και σωματικά κατάστασή του. Όπως ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει, εάν ο άνθρωπος βρισκόταν στην προπτωτική του κατάσταση, δεν θα είχε καμία ανάγκη από την παρηγοριά που προσφέρει η ιατρική και τα φάρμακα: «ει εν απαθεία ήμεν κατά το προ του παραπτώματος χάρισμα, ουδενός αν των εξ ιατρικής προς παραμυθίαν εχρήζομεν».
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και ο ίδιος ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων, ενώ η φανέρωση της βασιλείας Του συνδέεται και με τις θεραπείες αρρώστων. Κατά τον ίδιο τρόπο άλλωστε και οι θεραπείες που πραγματοποιούνται στον σύγχρονο κόσμο από τους αγίους μας, αναγνωρίζονται ως συνέπειες της ιδιαίτερης χάριτος του Θεού. Η ιατρική λοιπόν διακονώντας σωστά τον άνθρωπο στηριζόμενη σε ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες, ταυτόχρονα υπηρετεί το θέλημα του Θεού.
Για τους Πατέρες ο όρος της Εκκλησίας η ιατρική φροντίδα τοποθετείται σε πνευματικό και οντολογικό επίπεδο. Η ιατρική θεωρείται ως μίμηση του θείου έργου. Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη ότι ως κατεξοχήν φιλάνθρωπος θεωρείται μόνο ο Θεός, ενώ ο άνθρωπος γίνεται φιλάνθρωπος μιμούμενος τον Θεό κι έτσι το ανθρώπινο παραμένει συνδεδεμένο με το άκτιστο θείο με ένα συνεχή αγαπητικό διάλογο κατά τα πρότυπα της κοινωνίας και της αγαπητικής σχέσης των προσώπων του Τριαδικού Θεού.
Με τον τρόπο αυτό δίνεται στην ιατρική φροντίδα μία αυτόνομη δυναμική, που πηγάζει μέσα από την ίδια την ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο τρόπος του «ζην» είναι απόρροια του τρόπου του «είναι». Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι η προσφορά στον άλλον είναι ανώτερη και από θαύμα, ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει ότι πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου το ηθικό μας χρέος για τις πληγές που μας θεράπευσε ο Χριστός και γι αυτό κι εμείς πρέπει από ευγνωμοσύνη να δράττουμε κάθε ευκαιρία περίθαλψης ασθενών.
Αξιόλογη, αλλά και πρωτότυπη, είναι η άποψη των Πατέρων για την σχέση γιατρού – νοσηλευτή και νοσηλευόμενου, την οποία θεωρούν ως μία δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης. Οι επιπτώσεις αυτής της σχέσης βοηθούν στην υπαρξιακή σφαίρα και τελείωση τόσο του ασθενή, όσο και του ίδιου του θεραπευτή. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι υπαρξιακά ο γιατρός έχει ανάγκη τον νοσηλευόμενο όσο και ο δεύτερος τον πρώτο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρεται στη Λαυσαϊκή ιστορία ότι ο παρέχων ιατρική φροντίδα αναπαύει την ψυχή τόσο των ασθενών, όσο και του ιδίου, ενώ ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι η παροχή ιατρικής φροντίδας είναι μία χρήσιμη ενέργεια για την «κρίση» της μέλλουσας ζωής. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται προφανής η αξία της αντίληψης αυτής για τη σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς κατά τη σύγχρονη εποχή.
Ως σκοπός ακόμη της φροντίδας του ασθενούς δεν τίθεται μόνο η ίαση, αλλά το όφελος σε υπαρξιακό επίπεδο που καλλιεργείται μέσω αμοιβαίων διαπροσωπικών σχέσεων και έρχεται ως αποτέλεσμα της βιωματικής εμπειρίας του τρόπου της υπάρξεως. Η θεραπεία ή ανακούφιση έρχεται ως επακόλουθο αυτής της σχέσης. Το αποτέλεσμα διαχωρίζεται από τον σκοπό και δίνει σε αυτόν έναν αυτόνομο οντολογικό χαρακτήρα.
Γι αυτό, ασφαλώς θα μας ξενίζει σήμερα το γεγονός ότι ο Διονύσιος ο Αλεξανδρέας και ο Γρηγόριος Νύσσης προτρέπουν στη φροντίδα ακόμη και των ασθενών που πάσχουν από κάποιο λοιμώδες νόσημα, έστω κι αν αυτό κρύβει κινδύνους. Επίσης, οι Πατέρες προτρέπουν με έμμεσο, αλλά σαφή, τρόπο την τήρηση της αρχής της μη δημοσιοποίησης, της εχεμύθειας και του απορρήτου γι αυτόν που παρέχει κάθε είδους θεραπεία. Παράλληλα, προβάλλεται από τους Πατέρες η υποχρεωτική, ως αρετή, περίθαλψη των ασθενών και των γερόντων, ενώ, μέσα στα πλαίσια της σκέψης που αναπτύχθηκε προηγουμένως, δεν δικαιολογείται η άρνηση ή η πρόφαση άγνοιας για την αποφυγή παροχής βοήθειας. Ακόμη, προτάσσεται η αρχή εξατομίκευσης της κάθε περίπτωσης και της εξειδίκευσης όταν ο Κλήμης Ρώμης προτρέπει τον καθένα να προσφέρει σύμφωνα με τις ικανότητες και τα χαρίσματά του. Οι Πατέρες υποδεικνύουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προσφοράς που διέπεται από αυθορμητισμό, χαρά και ανιδιοτέλεια. Δεν πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί ότι η προσφορά των Πατέρων επεκτείνεται ακόμη και στη διευθέτηση κάποιων πρακτικών ζητημάτων που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας, όπως είναι η σύσταση του να επισκέπτονται κατ΄ οίκον τους άνδρες ασθενείς διάκονοι και τις γυναίκες διακόνισσες, προκειμένου να προσφέρουν ιατρικές υπηρεσίες. Μία ακόμη ένδειξη του ενδιαφέροντος των Πατέρων για τη συστηματοποίηση της φροντίδας είναι η προτροπή για τον καθορισμό προτεραιοτήτων στα πλαίσια του προγραμματισμού των αναγκών και της ιατρικής διεργασίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επιδημιών.
Πολλοί θεωρούν ότι η πνευματική στάση έναντι της υγείας συνίσταται στην ανάγκη εύρεσης νοήματος στη ζωή, την αρρώστια και τον θάνατο, στην ανάγκη του ασθενούς για θέληση στη ζωή, καθώς και στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον εαυτό του, στους άλλους και στον Θεό. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας δίδουν μία οντολογική και πνευματική διάσταση στην υγεία και την ασθένεια. Η πρώτη ουσιαστική παρέμβαση των Πατέρων εντοπίζεται στο γεγονός του «φύσει» καλού του ανθρώπου και στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής στην αιτία της υπάρξεώς της, στον Θεό. Η δεύτερη, ακόμη πιο θεολογική, εντοπίζεται στην κληροδότηση του θανάτου ως αποτελέσματος της πτώσης του ανθρώπου και στην απόδοση του νοήματος της αγάπης και της θεραπείας, και όχι της τιμωρίας, στον σωματικό θάνατο. Ο Θεός επιτρέπει το θάνατο ως μέσον λύσης της ανθρώπινης φύσης και «ανασκευής» της, για να επέλθει η ανάσταση. Ως αποτέλεσμα αυτών, ανακύπτει και η τρίτη και πλέον δυναμική στάση και θεώρηση των Πατέρων. Αυτή δίδει στην υγεία, τον πόνο και την αρρώστια οντολογικό περιεχόμενο. Η ασθένεια δεν θεωρείται άσχετη με τον προορισμό του ανθρώπου, αλλά ότι συμβάλλει κι αυτή στο είναι του κάθε ανθρώπου καθορίζοντας τη στάση του απέναντι στη ζωή.
Οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, θεωρώντας τον άνθρωπο ως ενιαίο σύνολο, πρωτοτυπούν προβάλλοντας την ασθένεια και τον πόνο ως άθληση των δικαίων, ως παιδαγωγικό μέσον και ως ευκαιρία αυτογνωσίας και επαναξιολόγησης των προτεραιοτήτων και του νοήματος της ζωής. Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η προσπάθεια αποφυγής της οδύνης με την ηδονή των αισθήσεων οδηγεί σε τραγικό αδιέξοδο και δεν διστάζει να συνδέει τον πόνο με την ελευθερία, γιατί δίνεται η ευκαιρία στον άνθρωπο να χρησιμοποιεί τον πόνο και την αρρώστια για την τελείωσή του. Επιπρόσθετα, ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, συνεπής στην ορθόδοξη ανθρωπολογία, συνδέει την αρετή με την ψυχική υγεία και θεωρεί την λιτότητα και την αποφυγή των καταχρήσεων ως εγγύηση της σωματικής και της ψυχικής υγείας, δίνοντας, έτσι, στην υγεία την ενότητα που χρειάζεται για να συνδεθεί με την οντολογική σφαίρα του ανθρώπου. Ως αποτέλεσμα αυτής της οντολογικής θεώρησης της υγείας και της ασθένειας, ο σωματικός θάνατος χάνει την τραγικότητά του μπροστά στον πνευματικό θάνατο. Κατανοούμε, λοιπόν, ότι οι άγιοι μας πέρα από κάθε βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική θεώρηση εισήγαγαν πρώτοι όχι μόνο την ολιστική, αλλά την οντολογική θεώρηση της υγείας και της ασθένειας, πράγμα που επηρεάζει και τις αντιλήψεις τους για την νοσηλευτική φροντίδα.
Στα πλαίσια της γενικότερης πατερικής ερμηνείας εντάσσεται και η σκέψη του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ο οποίος εξαίρει την ιδιαίτερη σημασία του θεϊκού δώρου της υγείας στον άνθρωπο αναφέροντας ότι: «ο ύψιστος Θεός θα του δώσει υγεία που θα είναι πάνω από όλους τους θησαυρούς της γης και η υγεία αυτή θα του δημιουργήσει ανέκφραστη χαρά μέσα στην καρδιά του. Η χαρά αυτή μέσα στην καρδιά του. Η χαρά αυτή μέσα στην καρδιά του θα είναι δεκαπλάσια από την προηγούμενη θλίψη του, και πάλι αυτή η χαρά θα διώξει κάθε εξωτερικό πόνο του σώματός του, και θα γνωρίζει εκείνος ο άνθρωπος ότι στο εξής τα τραύματα του σώματός του δεν θα έρχονται στην καρδιά του και η εξωτερική θλίψη δεν θα εγγίσει την χαρά που βρίσκεται στην καρδιά του κι αυτή η γνώση θα είναι πλεονασμός της χαράς μέσα στην καρδιά του. Το κάλλος της υγείας και η τερπνότητα της ωραιότητας που προκαλείται από την υγεία δεν έχει κορεσμό».
Η θεραπεία στο χώρο της Εκκλησίας είναι άμεσα και ουσιαστικά συνυφασμένη με τα Μυστήρια και την άσκηση. Να σημειωθεί ότι η άσκηση είναι εκείνη που προετοιμάζει για την μέθεξη των Μυστηρίων και μάλιστα αποτελεί τον τρόπο εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να ανήκει οργανικά και ενεργά στον χώρο της Εκκλησίας. Υπάρχει όμως και μια ιδιαίτερη μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί κανείς για να αποκτήσει την σωστή ενατένιση του ζητήματος της ασθένειας. Κάθε επιστήμη έχει την μέθοδό της, την οποία αν δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος δεν μπορεί να την μάθει και να την εξασκήσει. Η μέθοδος αυτή διδάσκεται. Ένας γιατρός – όπως πολύ καλά γνωρίζετε- πρέπει να σπουδάσει θεωρητικά και πρακτικά πάνω στις ασθένειες ή τις καταστάσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με την ορθόδοξη θεολογία που είναι μια θεωρητική και εμπειρική επιστήμη. Εκείνο λοιπόν που απομένει από όλους μας είναι να αναζητήσουμε και να εντρίψουμε με πίστη και συνέπεια στην ορθόδοξη θεολογική μας παράδοση, σε μια προσπάθεια υπέρβασης και απελευθέρωσης από την μεταπτωτική φθορά.
Η σύγχρονη εκκλησιαστική μας πραγματικότητα έχει πλουτιστεί με μια εξαιρετική προσωπικότητα ιατρού και αγίου. Μιλούμε για τον άγιο Λουκά, τον επίσκοπο Συμφερουπόλεως στην Κριμαία και φημισμένο ιατρό, ο οποίος αποτελεί πραγματικά ένα δώρο Θεού σε μια εποχή όπου η αγιότητα θεωρείται άπιαστο όνειρο. Η ιερατική του ζωή φανέρωσε μια υπεργήινη μορφή και ένα ανέκφραστο μεγαλείο. Έλαβε την θεία κλήση και εργάστηκε για την μεταμόρφωση και την σωτηρία του κόσμου χωρίς όμως να συσχηματισθεί μαζί του. Πλησίασε με περισσή αγάπη και συμπαραστάθηκε σε όλους ανεξαρτήτως, όχι μόνο μέσω της ιερατικής, αλλά και μέσα από την ιατρική του ιδιότητα χωρίς όμως ποτέ να συμμορφωθεί με το κοσμικό φρόνημα της εποχής του.
Η μεγάλη αυτή μορφή αγίου και ιατρού έζησε σε μια τραγική περίοδο της Ρωσικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε το 1877 στην πόλη Κέρτς και το κοσμικό του όνομα ήταν Βαλεντίν Γιασενέτσκι. Το 1898 μετέβη στο Κίεβο για να σπουδάσει ιατρική ενώ με το πέρας των σπουδών του και παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να ακολουθήσει άμεσα μια λαμπρή επιστημονική σταδιοδρομία προτίμησε την ιδιότητα του δημογιατρού, ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους φτωχούς και πονεμένους συμπατριώτες του. Η αγάπη του για την ιατρική επιστήμη και την έρευνα συντέλεσε ώστε να συγγράψει σειρά πρωτότυπων εργασιών για την χειρουργική και ταυτόχρονα να εφαρμόσει νέες αποτελεσματικές μεθόδους. Ιδιαίτερα σημαντικές υπήρξαν και οι δημοσιεύσεις του κατά τα έτη 1908-9 για τις έρευνες τοπικής αναισθησίας, αφού η γενική αναισθησία, που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα, ήταν μέθοδος ακόμη ατελής. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι η γενική αναισθησία ήταν πιο επικίνδυνη από την ίδια την χειρουργική επέμβαση. Με την δική του μάλιστα μέθοδο αναισθησίας είχε κάνει 538 εγχειρίσεις στην Μόσχα και ήταν τότε μόνο 33 ετών. Ο τομέας όμως στον οποίο διακρίθηκε επιστημονικά ο Επίσκοπος Λουκάς ήταν η συγγραφή εξειδικευμένων δοκιμίων για την χειρουργική αντιμετώπιση των πυογόνων λοιμώξεων.
Κατά την διάρκεια της οκτωβριανής επανάστασης υπέστη σειρά από διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, εκτοπισμούς και ανακρίσεις. Γνώρισε και μάλιστα πολύ καλά την Σιβηρία ως τόπο εξορίας και υπέστη τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του πολλά δεινά και ταλαιπωρίες. Από πολύ νέος ανακάλυψε κι έζησε το πραγματικό περιεχόμενο της πνευματικής ζωής παρά τα τεράστια προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε με βασικότερο το θάνατο της συζύγου του μετά από σοβαρή ασθένεια, οπότε και βρέθηκε να μεγαλώνει μόνος τα τέσσερα παιδιά τους. Στα δύσκολα χρόνια των διώξεων και των εσωτερικών προβλημάτων της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας, με περισσή αυταπάρνηση και διάθεση θυσιαστικής διακονίας, χειροτονήθηκε ιερέας και επίσκοπος. Ταυτόχρονα όμως και πάντοτε με πνεύμα ανιδιοτέλειας συνέχισε να διακονεί τον ανθρώπινο πόνο ως χειρουργός, αλλά και ως διακεκριμένος ερευνητής επιστήμονας την ιατρική επιστήμη. Μέσα από την ιερατική και ιατρική του διακονία εκδαπανήθηκε ανακουφίζοντας και θεραπεύοντας τον πονεμένο λαό του Θεού, αλλά και διδάσκοντας, παρηγορώντας και καθοδηγώντας πλήθος πιστών χριστιανών. Η ενσυνείδητη συμμετοχή του στην τέλεση των Μυστηρίων φώτιζε την καρδιά του και αισθανόταν την προσωπική του προσφορά στον αμπελώνα του Κυρίου ως ταπεινή διακονία.
Προς το τέλος μάλιστα του βίου του μια ακόμη σοβαρή και οδυνηρή δοκιμασία τον περίμενε. Το 1952 έχασε παντελώς την όρασή του. Το γεγονός αυτό όμως, παρά τη σοβαρότητά του, δεν τον εμπόδισε να ιερουργεί και να διακονεί μέχρι και την κοίμησή του το έτος 1961. Όλη του η ζωή, θαυμαστή και πολυκύμαντη, υπήρξε μια συγκλονιστική μαρτυρία αγιότητας και θυσίας. Εξαίρετος και διάσημος επιστήμονας, καθηγητής της χειρουργικής, στην κρίσιμη ώρα, όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα κι έπρεπε να διαλέξει το Χριστό με ή χωρίς σταυρό, προτίμησε το πρώτο. Σήκωσε το σταυρό της ομολογίας και τράβηξε το δρόμο του Γολγοθά. «Αγάπησα το μαρτύριο» έγραφε χαρακτηριστικά στο γιο του και πράγματι αναδείχθηκε μάρτυρας και ομολογητής. Οι διωγμοί, οι εξορίες, οι ανακρίσεις, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, οι εκτοπίσεις που με περισσό θάρρος και καρτερία υπέστη, μας προκαλούν έκπληξη ακόμη και σήμερα.
Η εκπληκτική μορφή του, η ιερή μεγαλοσύνη του προκαλεί τον ίλιγγο, τον θαυμασμό, αλλά και δίδει θεϊκή παρηγοριά. Η αγιασμένη μορφή του και η μαρτυρική ζωή του έχουν να προσφέρουν πάρα πολλά στο σύγχρονο χριστιανό και κυρίως στους ανθρώπους που αφιέρωσαν την ζωή τους στην υπηρεσία του πάσχοντος και πονεμένου ανθρώπου και τέτοια πρότυπα είναι σπουδαία τόσο για την Εκκλησία, όσο και για τον ιατρό.
Αγαπητοί μου,
Πρέπει πλέον να γίνει κοινή συνείδηση ότι ο πόνος και η αρρώστια δεν αποτελούν μόνο δεινά που καταδυναστεύουν και εξουθενώνουν τον άνθρωπο, αλλά και δυνατότητες που μπορούν να λειτουργήσουν θετικά για την ολοκλήρωση του κάθε πάσχοντος ανθρώπου ως προσώπου και ως μέλους της κοινωνίας.
Ας μην ξεχνούμε ότι η ιατρική, διακονώντας σωστά τον άνθρωπο, μπορεί να υπηρετεί το θέλημα του Θεού. Έτσι για παράδειγμα, εφόσον ο Θεός θέλει να καταπολεμούνται οι διάφορες ασθένειες, κάθε επιστημονική πρόοδος που κατατείνει προς τον στόχο αυτό, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εκφράζει την βούληση του Θεού. Στα πλαίσια αυτά και η Εκκλησία μας σέβεται την ιατρική επιστήμη και επικροτεί κάθε προσπάθεια για την θεραπεία των ασθενειών και την παράταση της ζωής που έχει καίρια σημασία και για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου.
Επομένως, το πώς πρέπει να ενεργούμε ώστε η αγάπη του Θεού να αποτελεί το πραγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομούνται όλες οι σχέσεις μας και ιδιαίτερα με εκείνους που υποφέρουν από την αρρώστια ή την αναπηρία, είναι βασικά ερωτήματα που απασχολούν το κάθε μέλος της Εκκλησίας μας και πολύ περισσότερο τον καθένα από εσάς που φέρει την ιατρική ιδιότητα. Γιατί, όπως υπογραμμίζει και συμβουλεύει η νηπτική μας παράδοση: «η ιατρική τέχνη ου κωλύει τινά θεοσεβείν, αλλ’ έχε αυτήν ως τα εργόχειρα των αδελφών. Μετά φόβου Θεού ποίει ο ποιείς και φυλάττει ευχαίς αγίων». Και όταν ο γιατρός εφαρμόζοντας τις γνώσεις του στην εξάσκηση του λειτουργήματός του βλέπει να θεραπεύονται οι ασθενείς του και να τον θεωρούν σωτήρα τους, ο ίδιος δεν πρέπει να οδηγείται στην κενοδοξία. Γιατί πρέπει πάντοτε να έχει υπόψη του, όπως άλλωστε και όλοι μας, ότι «ίασις ου γίνεταί τινι άνευ του Θεού».