«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἱησούς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Αυτή η παραβολή που ακούσαμε σήμερα ονομάζεται του «Καλού Σαμαρείτου» αδελφοί μου.
Ενός καλού ανθρώπου που όμως δεν ανήκει στο θρησκευτικό και παραδεκτό Ιουδαϊκό περιβάλλον. Είναι ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό με διαφορετικό τρόπο από το Ιουδαϊκό κατεστημένο των Γραμματέων και Φαρισαίων. Προφανώς δεν ακολουθεί τα συνηθισμένα θρησκευτικά καθήκοντα των Ιουδαίων που καταντούν ρουτίνα και συνήθεια μιας εξωτερικής καθηκοντολογίας.
Δεν έχει σημασία αν έχει αλλοιώσει την Νομική αντίληψη περί του Θεού, με βάση τον Ιουδαϊκό Νόμο. Έχει όπως απεδείχθη καταλάβει ουσιαστικά το νόημα της αληθινής πίστεως περί του Θεού, με βάση την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, τον πάσχοντα, τον πονεμένο, αυτόν που τον έχει ανάγκη. Έχει καταλάβει ότι η γνωριμία με τον Θεό περνά μέσα από τον συνάνθρωπο ο οποίος είναι και αδελφός.
Κατάλαβε ο Σαμαρείτης αυτό που δεν κατάλαβαν ποτέ οι άλλοι, ο Ιουδαίος ιερέας και ο λευίτης, οι άνθρωποι που είχαν στενή σχέση με την πίστη. Κατάλαβε ότι για να γνωρίσει τον Θεό και να είναι του Θεού άνθρωπος, πρέπει ο συνάνθρωπος να γίνεται η σκάλα που θα ανέβει στον Θεό.
Πόσο αληθινή και πόσο βαθιά, αλλά και επαναστατική είναι η παραβολή αυτή.
Να κάνουμε μερικές σκέψεις και να εμβαθύνουμε όσο μπορούμε στο πνευματικό βάθος των λόγων της παραβολής και να καταλάβουμε το πραγματικό νόημα της. Πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι της Εκκλησίας θεωρούμε ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να είναι μαζί μας ακριβώς επειδή είμαστε της Εκκλησίας. Πιστεύουμε ότι εφ’ όσον ζούμε με την τήρηση των τυπικών θρησκευτικών καθηκόντων, δηλαδή νηστεύουμε, προσευχόμαστε, εκκλησιαζόμαστε, κοινωνάμε ακούμε κηρύγματα, και τα τηρούμε αυτά με μια σχολαστική διαδικασία χωρίς να ξεφεύγουμε από το τυπικό έτσι όπως το καθορίζει η Εκκλησία μας, θεωρούμε ότι είμαστε εντάξει έναντι του Θεού.
Κάπως έτσι νόμιζε και πίστευε ο Ιερέας και ο Λευίτης της παραβολής. Νόμιζαν επίσης ότι ο «πλησίον είναι ο ομοεθνής και ο ομόθρησκος». Είχαν εγκλωβιστεί σε μια στείρα, τυπική, χωρίς πραγματική ουσία θρησκευτικότητα, γι αυτό και δεν κατάλαβαν ποιος είναι ο πραγματικός πλησίον.
Έβλεπαν και πίστευαν τον αόρατο Θεό, και τον ορατό τραυματισμένο πλησίον αδελφό τον αγνοούσαν. Ο Άγιος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέγει «αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον βλέπει, τον Θεό που δεν τον βλέπει πως μπορεί να τον αγαπαει;».
Ζούμε αδελφοί μου στην εποχή κατ’ εξοχήν της επικοινωνίας. Είναι τόσο εύκολή και δυνατή η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων σήμερα, σε όλα τα πέρατα της οικουμένης. Να μιλάς, να βλέπεις, να μαθαίνεις και να ανταλλάσεις απόψεις. Τα ηλεκτρονικά μέσα, διαδίκτυο, τηλεοράσεις, κινητά τηλέφωνα· ο πλανήτης μια γειτονιά.
Όμως δυστυχώς μπορεί να υπάρχει επικοινωνία αλλά δεν υπάρχει κοινωνία. Σήμερα ζούμε οι άνθρωποι στην αποξένωση και την μοναξιά. Γνωρίζουμε τον Κινέζο, τον Ιάπωνα, τον Αμερικάνο αλλά τον γείτονα μας τον «πλησίον» μας έτσι όπως το εννοεί το Ιερό Ευαγγέλιο δεν τον γνωρίζουμε. Πόσοι συνάνθρωποί μας πεθαίνουν μόνοι, εγκαταλελειμμένοι στα σπίτια τους ή στους δρόμους χωρίς να υπάρχει ένας «καλός Σαμαρείτης που θα σκύψει θα ευσπλαχνισθεί τον πλησίον».
Αυτό μας καλεί με την σημερινή παραβολή ο Χριστός να πράξουμε και εμείς σήμερα αδελφοί μου. Δεν θέλει έναν Χριστιανό των θρησκευτικών καθηκόντων αλλά ένα Χριστιανό συμπάσχοντα με τον πάσχοντα αδελφό. Αμήν!