Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Δέν εἶναι συχνό τό φαινόμενο ἕνας πλούσιος νά ἔχει ὑπαρξιακές ἀνησυχίες. Νά θέλει νά ἔχει σχέση μέ τόν Θεό. Νά εἶναι βέβαιος ὅτι τά ἀγαθά του δέν ἐπαρκοῦν γιά νά δεῖ τή ζωή στήν προοπτική της αἰωνιότητας. Νά συνειδητοποιήσει τήν ματαιότητα τῶν κτημάτων καί τῶν χρημάτων, ἀπό τή στιγμή πού ἡ φθορά καί ὁ θάνατος θά ἀγγίξουν καί τόν ἴδιο. Νά μή νικηθεῖ ἀπό τήν εὐκολία τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριο γάρ ἀποθνήσκωμεν». Νά ἀγαπήσει, ἐκτός ἀπό τό νά χρησιμοποιήσει. Νά νοιαστεῖ γιά τούς ἄλλους ἀληθινά, ἀπό τήν καρδιά του, νά πιστέψει ὅτι ὁ πλοῦτος τοῦ ὑπάρχει γιά νά προσφέρει στούς μή ἔχοντας.
Ὁ διαφορετικός πλούσιος
Στό Εὐαγγέλιο συναντᾶμε, ἐκτός ἀπό τούς πλούσιους πρός ἀποφυγήν, καί ἕναν τέτοιον πλούσιο. Ζητᾶ νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Ἔχει τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἔχει δηλαδή ἐπιλέξει νά τηρεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μπορεῖ νά διεκδικεῖ τό δικαίωμα στήν κοινωνία μαζί του. Μέσα του διασώζεται ἡ αἴσθηση ὅτι μέ κάποιον τρόπο πρέπει νά συμφιλιώσει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό. Νά μή γίνει ὁ τρόπος ζωῆς του ἐμπόδιο στήν αἰωνιότητα. Ὅμως δέν εἶναι σίγουρος. Καί ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό τήν ἀλήθεια γιά τήν πνευματική του κατάσταση. Πῶς μπορεῖ νά κληρονομήσει, νά προσθέσει στά ἀγαθά του δηλαδή, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάντηση πού λαμβάνει ἀπό τόν Χριστό θά τόν λυπήσει. Ὁ Κύριος τοῦ ζητᾶ νά ἐγκαταλείψει ὅλα τά ἀγαθά του. Νά τά πουλήσει καί νά δώσει τά χρήματα στούς φτωχούς καί νά Τόν ἀκολουθήσει.Ὁ πλούσιος δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ τή ζωή του χωρίςτά ἀγαθά. Καί ὁ Χριστός θά πεῖ στούς μαθητές Του, γιά νά τά ἀκούσει καί ὁ πλούσιος: «Πόσο δύσκολα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα» (Λουκ. 18, 24).
Τά χαρακτηριστικά τοῦ ὑλιστῆ
Ὁ πλούσιος εἶναι ὁ ἐκφραστής τοῦ ὑλιστικοῦ πνεύματος κάθε ἐποχῆς. Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος αἰσθάνεται παντοδύναμος. Μέ γνώμονα τά χρήματα καί τά ἀγαθά του πορεύεται στή ζωή μέ μοναδικό φόβο του μήπως χάσει τά ἀγαθά του. Γι’ αὐτό ἡ κύρια φροντίδα του εἶναι ἡ διατήρηση καί ἡ αὔξησή τους. Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι στίς προτεραιότητές του. Δυσκολεύεται ἴσως νά κατανοήσει γιατί δέν τόν ἀγαποῦνε, ἀλλά δέν τόν νοιάζει. Ἀκόμη καί τήν σκέψη τοῦ θανάτου τήν μεταφέρει στό ἀπώτερο μέλλον. Ἡ ζωή τοῦ ὅλη εἶναι στό σήμερα, γιατί ἔχει ὅ,τι θέλει.
Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος δυσκολεύεται νά διακρίνει καί νά ἀποδεχτεῖ τήν ἀλήθεια γιά τό νόημα τῆς ζωῆς του. Ἀκόμη κι ὅταν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό αὐτόν, κατεβάζει τόν Θεό στά δικά του μέτρα. Θέλει ἀπό ἐκεῖνον νά τοῦ ἐπιβεβαιώσει ὅτι ἡ ζωή του εἶναι ἐντάξει. Καί γι’ αὐτό τηρεῖ τίς ἐντολές τῆς πίστης συνήθως ἐπιφανειακά. Δέν εἶναι ὅμως σέ θέση νά ἀποδεχτεῖ ὅτι πίστη σημαίνει ὁ Θεός νά εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς καί ὄχι τά ἀγαθά. Ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό πάνω ἀπό τίς δικές μας πεποιθήσεις. Ἀπό τόν τρόπο τοῦ πολιτισμοῦ. Καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ συνίσταται στό δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ μας σ’ ἐκεῖνον. Εἶναι σκληρή ἡ ἀλήθεια αὐτή γιά τόν ὑλιστή. Συνεπάγεται ἕνα νέο προσανατολισμό τῆς ζωῆς του. Τήν παραίτηση μέ τή θέλησή του ἀπό τήν παντοδυναμία του, τήν ἔξοδο ἀπό τό «ἐγώ» ὡς τό κέντρο τῆς ζωῆς του, τό μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν καί τήν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑλιστής ὅμως δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ αὐτόν τόν δρόμο. Καί λυπᾶται.
Ὁ ὑλιστής ἄνθρωπος ἐπειδή ἐλπίζει στόν ἑαυτό του καί στά ἀγαθά του, δέν μπορεῖ νά ἐλπίσει στόν Θεό. Γι’ αὐτόν ἡ ζωή εἶναι ἄσπρο-μαῦρο. Ὁ Θεός ὅμως δίνει εὐκαιρίες στόν ἄνθρωπο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί θά συνεχίσει νά δίνει καί στόν ὑλιστή, γιά νά καταστήσει τό ἀδύνατο δυνατό. Ὁ ὑλιστής ὅμως προτιμᾶ νά συνεχίσει τή ζωή του ὅπως τήν ἔχει προσανατολίσει, ἀφήνοντας τόν Θεό στήν ἄκρη. Ἔτσι τό περιθώριο τῆς μετάνοιας μικραίνει. Τίποτε ὅμως δέν μπορεῖ νά προδικασθεῖ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν μειώνεται. Μόνο πού ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τοῦ ὑλιστῆ. Καί ἡ ἐξάρτηση ἀπό τά ἀγαθά, τόν τρόπο τοῦ κόσμου, τό ἐγώ στεροῦν τήν εὐκαιρία τόσο τῆς ἀλλαγῆς ὅσο καί τῆς χαρᾶς τῆς νέας ζωῆς. Τῆς στράτευσης στόν δρόμο πού ζητᾶ ὁ Χριστός. Αὐτόν τῆς ἀγάπης, τῆς διακήρυξης τῆς σωτηρίας πού ἔχει νά κάνει μέ τή σχέση μέ τόν Χριστό στήν Ἑκκλησία, τοῦ προσανατολισμοῦ στήν αἰωνιότητα.
Νά χαροῦμε τά ἁπλά
Αὐτός εἶναι ὁ πολιτισμός μας σήμερα. Ἔχει μεταφέρει τό αἴσθημα τῆς παντοδυναμίας ὄχι μόνο στούς πλούσιους, ἀλλά καί στόν κάθε ἄνθρωπο πού γοητεύεται ἀπό τά ὑλικά. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξημεροβραδιάζεται στά καταστήματα γιά νά ἀποκτήσει τά περιττά. Δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά κατανοήσει τήν μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο νοηματοδοτεῖ τή ζωή μας καί μᾶς κάνει νά νικοῦμε τόν θάνατο. Ὅτι ἡ ἐλπίδα μᾶς ἔχει ὄνομα: εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί ἡ ἐμπιστοσύνη στό θέλημά του. Εἶναι ὁ δικός του δρόμος μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί παρότι διαψευδόμαστε ἀπό τόν ὑλισμό, ἐπιμένουμε σ’ αὐτόν. Γιά νά μένουν τά ὑπαρξιακά «γιατί;» ἀναπάντητα.
Ἄς ἀγωνιστοῦμε γιά νά ἀντιστρέψουμε τήν ὁδό τοῦ ἀδύνατου. Νά βροῦμε τήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός καί νά πάψουμε νά λυπόμαστε γιά τά ὅσα ὑλικά δέν ἔχουμε. Καί γνωρίζοντας τά ὅριά μας νά βροῦμε τελικά τήν ἐλπίδα πού μέσα ἀπό τήν μετάνοια καί τό δόσιμο θά μᾶς κάνει ὄχι νά κληρονομήσουμε, ἀλλά νά δοθοῦμε στή χαρά τῆς Βασιλείας! Γιά νά ἐκτιμήσουμε ἔτσι τά ἁπλά ἐκεῖνα τῆς ζωῆς: τήν ὀμορφιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τή ζεστασιά τοῦ δοσίματος, τῆς παραίτησης ἀπό ὅ,τι μᾶς κάνει νά χρησιμοποιοῦμε τούς ἄλλους, ὄχι ὅμως καί νά δενόμαστε ἀληθινά μαζί τους. Ἀλλιῶς, νά κατανοήσουμε καί νάζήσουμε τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία!