Μία ἀπό τίς μεγάλες ἁμαρτίες πού συνοδεύουν τόν πλοῦτο εἶναι καί ἡ θέαση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἰδίως τῶν φτωχότερων, ὡς ἀνώνυμων. Οἱ πλούσιοι εἶναι ἐπώνυμοι. Μιλᾶ ὁ κόσμος γι’ αὐτούς. Μποροῦν νά ξοδεύουν καί νά προκαλοῦν. Τούς ζηλεύουν διότι ἀπολαμβάνουν τήν ζωή τους. Καί μοιάζουν οἱ πλούσιοι σάν νά μήν πρόκειται νά πεθάνουν ποτέ.
Ὁ ἀνώνυμος πλούσιος
Σέ μία ἀπό τίς συγκλονιστικότερες σέ διδάγματα παραβολές ὁ Χριστός ἀντιστρέφει τά πράγματα. Ὁ πλούσιος δέν ἔχει ὄνομα. Ὁ φτωχός ὀνομάζεται Λάζαρος. Ὁ πλούσιος ἀπολαμβάνει τή ζωή του, χωρίς νά δίδει σημασία στόν φτωχό, ὁ ὁποῖος τρέφεται ἀπό τά σκουπίδια τοῦ πλουσίου καί ἡ παρέα του εἶναι τά σκυλάκια πού τοῦ γλείφουν τίς πληγές. Στήν αἰώνια ζωή ὅμως ὁ μοναχικός Λάζαρος μεταφέρεται ἀπό τούς ἀγγέλους καί πηγαίνει στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ὅπου «παρακαλεῖται», παρηγορεῖται καί χαίρεται, ἐνῶ ὁ πλούσιος πού ἀπολάμβανε τήν συντροφιά τῶν ἀνθρώπων καί στή ζωή καί στήν ταφή του, ἐντελῶς μόνος, χωρίς κάποιος νά τόν συνοδεύσει, βασανίζεται στόν Ἅδη, στήν κόλαση. Ἐκεῖ καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει ὄνομα, παρότι ὅσο ζοῦσε τόνγνώριζαν ὅλοι. Στήν πραγματικότητά ὅμως πρόσωπο μέ ὄνομα καί ταυτότητα γίνεται ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, ἀκόμη κι ἄν αὐτό δέν φαίνεται στόν χρόνο τῆς ζωῆς μας.
Ὁ πλούσιος ὅμως παραμένει ἀμετανόητος. Ζητᾶ ἀρχικά λίγη δροσιά. Θέλι τόν Λαζαρο ὑπηρέτη του καί στήν αἰωνιότητα. Καί ὅταν καταλαβαίνει ὅτι ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή ζωή του, ζητᾶ ἕνα θαῦμα γιά τά πέντε ἀνώνυμα ἀδέρφια του:ὁ ὑπηρέτης Λάζαρος νά ἀναστηθεῖ, γιά νά προειδοποιήσει ὅτι ἡ δύναμη καί ἡ ἀπόλαυστη τοῦ πλούτου σταματᾶ στόν θάνατο. Ὅμως ὁ Ἀβραάμ τοῦ δείχνει ὅτι ὁ Θεός δέν σώζει μέ θαύματα, ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη ὑπακοή στόν λόγο του, ὅπως αὐτός καταγράφεται στόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στό Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς.
Ἡ ἐλευθερία μᾶς συνοδεύει στήν αἰωνιότητα
Μέσα ἀπό τήν παραβολή ὁ Χριστός μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά προβληματιστοῦμε γιά τή δική μας ζωή. Μᾶς δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀλλάζει μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τόν παρόντα χρόνο καί κόσμο. Ἄν ἡ καρδιά του εἶναι κλειστή στήν ἀγάπη τόσο πρός τό Θεό ὅσο καί πρός τό συνάνθρωπο, θά παραμείνει μόνος του στήν αἰωνιότητα. Ὁ Θεός θά σεβαστεῖ ἀπόλυτα τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι μόνος του. Ὅπως δέν ἀγάπησε στή ζώ, δέ θά θέλει νά ἀγαπήσει καί μετά θάνατον καί θά συνεχίσει νά βλέπει τούς ἄλλους ἀδιάφορα ἤ ὡς ὑπηρέτες του. Τό βασανιστήριο στήν κόλαση θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά βιώνει τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὄχι ὡς ζωή, φωτισμό, χαρά καί θερμότητα πού ἁγιάζει τήν ὕπαρξη, ἀλλά ὡς ταλαιπρωία πού θά τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος παντοδύναμος, ὅτι δέν μπορεῖ νά χαρεῖ τά πάθη του, ὅτι ὁ πλησίον εἶναι ἐχθρός του.
Ἡ στάση τοῦ πλούσιου στήν παροῦσα ζωή ἑρμηνεύει τήν μοναξιά του στήν αἰώνια. Ὁ πλούσιος δέν αἰσθάνθηκε διαχειριστής τῶν ἀγαθῶν πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔχει, ἀλλά κάτοχός τους. Αὐτό γίνεται μέ κάθε ἀγαθό τό ὁποῖο μᾶς δίδει ὁ Κύριός μας, εἴτε ὑλικό, εἴτε σέ μορφή χαρίσματος. Ὅποιος ἀπό ἐμᾶς ἐπιμένει νά κρατᾶ τά χαρίσματά του μόνο γιά τόν ἑαυτό του, νά ἀδιαφορεῖ γιά τούς ἄλλους, νά κλείνει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του σ’ αὐτούς καί νά ἐντοπίζει τό νόημα τῆς ζωῆς του στά ροῦχα, τήν ἐμφάνισή του καί στήν ἀπόλαυση τῆς τράπεζας, καθιστῶντας τήν ὕπαρξή του σάρκα, στήν οὐσία διαλύει κάθε εὐκαιρία, ὄχι μόνο γιά καλές πράξεις ἤ προσφορά στούς ἄλλους, ἀλλά γιά νά συνειδητοποιήσει τή χαρά του νά μοιράζεται. Καί ὅποιος μοιράζεται, κάνει τό βῆμα νά συναντήσει τό Θεό, πού εἶναι ὁ Δωρεοδότης τῶν πάντων. Ὅποιος παραμένει «στά ἴδια», στήν οὐσία εἶναι μόνος στήν παροῦσα ζωή. Καί ἡ μοναξιά του θά συνεχίζεται αἰώνια, γιατί δέν θά ἔχει ἀφήσει τήν ὕπαρξή του νά ἀνοιχτεῖ. Καί ὅ,τι γνωρίζει κάποιος, αὐτό ἐξακολουθεῖ νά ἐφαρμόζει.
Ἡ σιωπή τοῦ ταπεινοῦ
Ἀξίζει, τέλος, νά σταθοῦμε στήν παρουσία τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνα εἶναι τό χαρακτηριστικό του. Ἡ σιωπή του. Δέν παραπονιέται. Δέν διαμαρτύρεται. Οὔτε στά σκυλιά. Ἀλλά οὔτε καί στήν αἰωνιότητα ἀκοῦμε τή φωνή του. Σιωπηλός καί ταπεινός παρηγορεῖται καί χαίρεται στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, χωρίς νά πανηγυρίζει γιά τόν πλούσιο καί τήν μοναξιά του. Ταπεινός στή γῆ, ταπεινός καί στόν οὐρανό. Αὐτό ἦταν τό χάρισμά του. Νά ὑπομένει σιωπηλά.. Καί αὐτό τό φαινομενικά ἀσήμαντο γιά τήν κοινωνία χάρισμα, τό ὁποῖο πιθανότατα σήμερα θά ἦταν ἡ μεγάλη ἀδυναμία του πού θά τόν καθιστοῦσε κοινωνικά ἀπόβλητο καί περιθωριοποιημένο, τόν ὁδηγεῖ στόν παράδεισο.
Ἡ παραβολή τοῦ πλούσιου καί τοῦ Λαζάρου δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀφορμή νά φιλοσοφήσουμε τή ζωή μας ἤ νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς θέλει ἐλεήμονες ἤ ὅτι ὑπάρχει μεταθανάτια πραγματικότητα. Εἶναι μία πρόσκληση ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας νά ξαναδοῦμε ποῦ βρισκόμαστε τόσο ἔναντι τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἔναντι τῶν ἀνθρώπων. Εἴμαστε στήν θύρα γιά νά εἰσέλθουμε στήν οἰκία τοῦ πλούτου τῶν παθῶν, τῆς αὐτάρκειας, τῆς φιληδονίας ἤ εἴμαστε στόν πυλώνα τοῦ κόσμου, ἀγωνιζόμενοι νά κρατήσουμε ταπείνωση, σιωπή καί ὑπομονή καί νά στρέψουμε τό βλέμμα μας στήν ἄλλη θύρα, ἐκείνη «τῆς Παράδεισος» (Δ. Σολωμός), πού ξεκινᾶ ἀπό τό παρόν καί ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς δίδει ὄνομα γιά τήν αἰωνιότητα καί ἀντοχή στά βάσανα τοῦ παρόντος κόσμου;