Το βίωμα της Εκκλησίας είναι εσχατολογικό. Από τη στιγμή που ο Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς, η Εκκλησία δεν παύει να περιμένει την επάνοδό του στον κόσμο. Αυτή η εσχατολογική προσδοκία εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στους πιστούς κάθε εποχής.
Η προσδοκία του Χριστού
Άλλοι περιμένουν τον Χριστό ως εκείνον που θα τους ανταμείψει για τους κόπους που κατέβαλαν στον κόσμο αυτό, που θα τους δικαιώσει για την μαρτυρία που κατέθεσαν ενώπιον των ανθρώπων για την πίστη, που θα τους αξιώσει να ζήσουν αιώνια με χαρά και ευτυχία. Άλλοι περιμένουν τον Χριστό ως τον τιμωρό των αμαρτιών των ανθρώπων, ως Εκείνον που θα αποκαταστήσει την θεία δικαιοσύνη στον κόσμο και που θα κάνει να διαγραφεί από τον ορίζοντα κάθε έννοια αδικίας και κακίας. Άλλοι, τέλος, περιμένουν το Χριστό ως τον αγαπημένο, αυτόν που θα σβήσει από τον κόσμο την κατάσταση του χωρισμού των ανθρώπων από εκείνον και θα καταστήσει την οικουμένη μία διαρκή κοινωνία Θεού και ανθρώπων, χωρίς τον φραγμό της αμαρτίας να στέκεται ανάμεσα στον δημιουργό και την δημιουργία.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι οποίοι δεν τον περιμένουν, είτε γιατί δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, είτε γιατί δεν θέλουν να ξαναέρθει, επειδή διαβλέπουν ότι η ζωή τους δεν έχει καμία σχέση με τις εντολές του. Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι τον πολέμησαν και τον πολεμούν και που ο ερχομός του θα αποτελέσει την συντριβή τους. Όλες αυτές οι κατηγορίες των ανθρώπων επιλέγουν ή την αδιαφορία ή τον φόβο ή την απιστία έναντί του. Θα προτιμούσαν να μην υπάρχει ή να μην ξανάρθει.
Η απάντηση στον θάνατο
Αυτή η εσχατολογική προσδοκία, η οποία αποτυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως με την φράση «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», αποτελεί πρόκληση για όλους, είτε πιστεύουν είτε όχι. Κι αυτό διότι δίνει την οριστική απάντηση στο υπαρξιακό αίνιγμα του θανάτου. Χωρίς την ανάσταση των νεκρών, που η Εκκλησία μας την θεωρεί αδιάσπαστη με την Δευτέρα Παρουσία, ο άνθρωπος θα νικιέται συνεχώς από τον χρόνο και τον θάνατο. Επομένως, εάν πιστεύουμε στο Χριστό, τότε δεν μπορούμε παρά να προσδοκούμε τον Δεύτερο Ερχομό Του. Αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό, ο θάνατος είναι το τέρμα μας κι επομένως, ό,τι κι αν κάνουμε στην ουσία θα είναι μάταιο, αφού δεν θα έχει προοπτική αιωνιότητας. Θα είναι αρκετό ίσως για να μας κάνει να περάσουμε καλά στο «νυν», αλλά δεν θα έχει «αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Το κριτήριο της αγάπης
Η ανατροπή του Χριστού έγκειται στο ότι οι άνθρωποι θα κριθούμε με μοναδικό γνώμονα την αγάπη. Πόσο είδαμε στον αδελφό μας το πρόσωπο Του. Όλα όσα φαίνονται ως καθήκοντα του πιστού ανθρώπου, ο Χριστός, με επαναστατικό λόγο, τα αφήνει στην άκρη. Αν δεν αγαπούμε, όσο τυπικοί κι αν ήμασταν στη ζωή μας σε σχέση με τα όσα ορίζονται στην Εκκλησία, η πορεία μας είναι «εις κόλασιν αιώνιον».
Κι εδώ αξίζει να προβληματιστούμε. Όλα όσα ζητά η Εκκλησία να τηρούμε, στην πράξη αποτελούν τρόπους για να μάθουμε να αγαπούμε και να παλεύουμε με κάθε τι που μας χωρίζει από την αγάπη του Χριστού. Τα μυστήρια, η ελεημοσύνη, η άσκηση, η νηστεία, η μετάνοια, ο εκκλησιασμός, ο πόλεμος κατά των λογισμών είναι μέθοδοι που οδηγούν στην παιδεία της αγάπης. Είναι τρόποι με τους οποίους μαθαίνουμε να παραιτούμαστε από τον εγωκεντρισμό μας και να αφήνουμε τα μάτια μας να ανοίξουν για να συναντήσουν τον άλλο. Αν γίνουν αυτοσκοπός, θα πάθουμε ό,τι θα πάθουν εκείνοι που, όντας εξ ευωνύμων, διαμαρτύρονται ότι δεν γνώρισαν το Χριστό. Ίσως τήρησαν τα τυπικά. Όμως η καρδιά τους δεν οδηγήθηκε στην πορεία της αγάπης, γιατί τα τυπικά έγιναν αυτοσκοπός στην ζωή τους και τρόπος φαρισαϊκής δικαίωσης.
Η αγάπη προς το Χριστό δεν είναι θεωρία. Είναι αγώνας ζωής! Κι ας μην λησμονούμε ότι ζούμε μόνο μία φορά!