Μία ἀπό τίς κυριότερες ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἡσυχία. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στό ἄγχος τῆς ζωῆς, στήν ταχύτητα καί τό βάρος πού προκαλοῦν οἱ βιοτικές μέριμνες, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ἔχει χρόνο γιά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἀναζητᾶ λοιπόν ἐπιλογές πού θά τόν ξεκουράσουν, ξοδεύει χρόνο καί χρῆμα γιά νά ἀλλάξει τόν ρυθμό τῆς ζωῆς του, υἱοθετεῖ καί μεθόδους ἀντίθετες στή χριστιανική πίστη καί παράδοση, ὅπως ὁ διαλογισμός καί ἡ γιόγκα.
Να ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτείνει ἕνα ξεχωριστό ὑπόδειγμα τοῦ τί πραγματικά σημαίνει ἡσυχία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρίν ξεκινήσει τόν ἀγώνα γιά τήν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναφέρει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «εὐθέως οὐ προσαναθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς τήν Ἀραβίαν» (Γαλ. 1, 16-17). «Δέν στηρίχτηκα σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις, οὔτε πῆγα στά Ἱεροσόλυμα γιά νά συναντήσω ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό ἐμένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία». Ἀραβία εἶναι ἡ ἔρημος. Ἐκεῖ πῆγε γιά νά ἡσυχάσει, νά σκεφθεῖ, νά προσευχηθεῖ, νά προετοιμάσει τόν ἑαυτό του γιά τό μεγάλο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, καί αὐτή ἡ περίοδος κράτησε τρία ὁλόκληρα χρόνια.
Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν δέν ἔκρινε σκόπιμο νά στηριχθεῖ μόνο στόν ἐνθουσιασμό γιά τήν κλήση του ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Ἔνιωθε ὅτι ἀναλαμβάνει ἔργο μεγάλο. Δέν μποροῦσε νά στηριχθεῖ σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις, οὔτε κἄν στά ὅσα ὁ ἴδιος γνώριζε. Ἐπέλεξε τήν ἡσυχία ὡς ἀποταγή ἀπό τόν πρότερο βίο του καί, τήν ἴδια στιγμή, πάλεψε νά μήν ζεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά μέσα του νά ζεῖ ὁ Χριστός. Καί ὅταν ὁλοκληρώθηκε τό στάδιο αὐτό τῆς κάθαρσής του, μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό ξεκίνησε γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ πάλη μέ τούς λογισμούς
Ὁ Παῦλος μᾶς διδάσκει ὅτι χρειαζόμαστε διαστήματα ἡσυχίας στήν καθημερινή μας πορεία καί ζωή. Χρόνο, στόν ὁποῖο θά δοῦμε τόν ἑαυτό μας, τά λάθη καί τά πάθη μας. Χρόνο προσευχῆς, αὐτογνωσίας καί σιωπῆς. Χρόνο ὄχι ἀπραξίας ἤ διακοπῶν ἤ φυγῆς ἀπό τό πρόγραμμα τῆς ζωῆς, ἀλλά χρόνο πνευματικῆς ἀνανέωσης. Μᾶς δείχνει ὅτι χρειάζεται να παλέψουμε με τούς λογισμούς μας. Ὁ πρῶτος λογισμός εἶναι ὅτι ἡ ἐξέλιξη τῆς ζωῆς μας ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς καί τίς ἀποφάσεις μας. Προφανῶς καλούμαστε νά ἀναλάβουμε τήν εὐθύνη γιά ὅποιο ἔργο θέλουμε νά κάνουμε. Ὅμως ὁ λογισμός ὅτι ἡ νίκη ἤ ἡ ἥττα στα ἔργα καί στίς σχέσεις μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν δικῶν μας δυνάμεων ἤ ἀδυναμιῶν, εἶναι ἐσφαλμένη ἀντίληψη. Χρειάζεται νά κατανοήσουμε καί νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι τόν τελευταῖο λόγο τόν ἔχει ὁ Θεός. Κι αὐτό προϋποθέτει ἐμπιστοσύνη στό θέλημά του, προσευχή, ταπεινότητα. Στήν ἡσυχία μποροῦμε να ἀφήσουμε κατά μέρος τούς λογισμούς ὑπερηφάνειας καί ἐξουσίας πού μᾶς κάνουν να χάνουμε τό μέτρο.
Μᾶς διδάσκει ἀκόμη ὅτι αὐτός ὁ χρόνος δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἄν δέν ἀλλάξουμε τίς παραστάσεις τῆς ζωῆς μας. Ἡ συμμετοχή μας στή θεία λειτουργία καί στίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ἀλλαγή τόπου καί τρόπου. Ὁ ἐρχομός μας στόν ναό μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά φύγουμε ἀπό τόν ρυθμό τῆς ζωῆς μας, νά ἡσυχάσουμε, νά ἀποθέσουμε κάθε βιοτική μέριμνα κατά μέρος καί νά στρέψουμε νοῦ καί καρδιά στόν Θεό. Μία ἐπίσκεψη ἀκόμη σέ ἕνα μοναστήρι βοηθᾶ πολύ. Χωρίς τόν Θεό, ἄλλωστε, τίποτα δέν μποροῦμε νά πράξουμε γνήσια.
Ἡ ἡσυχία τῆς λειτουργίας
Ὁ ἀντίθεος ἤ ἀδιάφορος γιά τήν πίστη πολιτισμός μας ἔχει βρεῖ πάμπολλους τρόπους νά παγιδεύει τόσο τήν ἀνάγκη μας γιά ἡσυχία, ὅσο καί τόν φόβο μας γι’ αὐτήν. Ἡ βιομηχανία τοῦ ἐλεύθερου χρόνου, πού ἔχει μετατραπεῖ σέ καταναλωτικό προϊόν, ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου στό αἴτημα τῆς ἡσυχίας. Ἡ εἰκόνα τῆς τηλεόρασης, τοῦ κινητοῦ τηλεφώνου καί τοῦ ὑπολογιστῆ. Ἡ ἀγορά. Τά ταξίδια καί οἱ διακοπές. Ὅλα εἶναι ἐπιλογές τά ὁποῖα μᾶς κάνουν νά νομίζουμε ὅτι ἡ ξεκούραση καί ἡ διασκέδαση σβήνουν τήν ἀνάγκη μας γιά ἀληθινή ἡσυχία. Κι ἐπειδή θέλει κόπο γιά νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἐπιλέγουμε νά «ξεσκάσουμε», γιά νά ξεχαστοῦμε. Ἔτσι, ὁ χρόνος ξοδεύεται στήν ἐπανάληψη, τήν τυποποίηση καί τήν ματαιότητα καί τήν ὑποταγή στόν ἐκκοσμικευμένο προσανατολισμό.
Ἀκόμη κι ἄν ἡ ἀληθινή ἡσυχία βρίσκεται στήν κοινωνία τῆς ἐρήμου, στή μοναχική ζωή, ἐντούτοις ἔχουμε τή δυνατότητα στή θεία λειτουργία νά πορευθοῦμε κι ἐμεῖς, μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, «εἰς Ἀραβίαν». Στή γωνιά τοῦ ναοῦ, εἴτε τῆς ἐνορίας εἴτε τῆς μονῆς, μποροῦμε να παρηγορηθοῦμε ἀκούγοντας τό εὐαγγέλιο, ζώντας τή χάρη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί κοινωνώντας τόν Θεό στό ποτήριο τῆς ζωῆς. Ἔτσι παίρνουμε δύναμη νά ἀντέξουμε καί, ὅπου χρειάζεται, νά ἀλλάξουμε. Δέν εἴμαστε μόνοι διότι ὁ Θεός εἶναι μαζί μας καί μᾶς ἐνισχύει. Βρίσκουμε τότε τό ἀληθινό μας πρόσωπο καί κάθε ἔργο μας ἁγιάζεται καί ὀμορφαίνει.