ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ ΜΑΣ;
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι και η διαφορετικότητα. Ο καθένας μας είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Για την Εκκλησία όμως η διαφορετικότητα, τα χαρίσματα, τα τάλαντα, δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ανθρώπινη πλευρά της υπόστασής μας. Έχουν να κάνουν και με την θεϊκή μας καταγωγή και προέλευση. Στην παραβολή των ταλάντων ο Χριστός αναφέρει ότι η Βασιλεία του Θεού μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο, ο οποίος φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύθηκε τα υπάρχοντά του. Σ’ άλλον έδωσε πέντε τάλαντα, σ’ άλλον δύο, σ’ άλλον ένα, «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν» (Ματθ. 25, 15), στον καθέναν ανάλογα με την ικανότητά του. Ο Θεός δηλαδή μετρά τα ανθρώπινα, την κληρονομικότητα, τον χαρακτήρα, τις συνθήκες στις οποίες καλείται να μεγαλώσει και να ζήσει ο καθένας και ανάλογα του προσφέρει. Κανέναν δεν αφήνει χωρίς δωρεές. Χωρίς ταλέντα. Χωρίς ευλογία. Και δεν είναι μόνο τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», τα οποία έχουν όλοι οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας τους. Την δυνατότητα να αγαπούν. Την δυνατότητα να είναι ελεύθεροι. Την δυνατότητα του νου και του λόγου και της δημιουργίας. Είναι και εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει ο καθένας. Κι αυτά τα έχουν λάβει από το Θεό. Γι’ αυτό και εξηγούνται οι διαφορές ανάμεσά μας. Πάντως «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν εδόθη». Δεν υπάρχει αδικημένος από το Θεό άνθρωπος.
Πώς καλείται ο άνθρωπος να δει τα τάλαντά του;
Πρώτα να αισθανθεί υπεύθυνος έναντι του Θεού για ό,τι του δίδεται. Και ευθύνη σημαίνει επίγνωση ότι δεν του ανήκει το τάλαντό του, αλλά του δόθηκε για να το ενεργοποιήσει ως διαχειριστής του, προκειμένου να το αντιπροσφέρει στο Θεό. Αυτό γίνεται όχι γιατί ο Θεός φτωχαίνει δίδοντας τα τάλαντα ή πλουτίζει αν ο άνθρωπος τα επιστρέψει πολλαπλασιασμένα. Όμως όταν μας δίδεται κάτι, δεν γίνεται αυτό επειδή το αξίζουμε ή επειδή κάποιος μας έχει υποχρέωση, αλλά επειδή εκείνος που προσφέρει μας αγαπά. Η αγάπη όμως δεν μπορεί να μη λειτουργήσει στην προοπτική της ευθύνης. Και η ευθύνη έχει να κάνει με την ενεργοποίηση του εαυτού μας ώστε να φανούμε αντάξιοι της δωρεάς του Θεού. Έχουμε ευθύνη έναντι των χαρισμάτων μας να μην πάνε χαμένα. Να μην κρυφτούν κάτω από το χώμα. Να δείξουμε ότι εκτιμήσαμε και χαρήκαμε τα όσα μας δόθηκαν. Χαρά και εκτίμηση δίχως ευθύνη δε νοούνται.
Στη συνέχεια με την εργασία και τον κόπο, για να καλλιεργήσει ό,τι του έχει δοθεί. Το τάλαντο δεν πρέπει να είναι αφορμή ούτε σύγκρισης ούτε παρασιτισμού. Ο καθένας οφείλει να κοιτά τα τάλαντα που του δόθηκαν, γιατί αυτά καλείται να αναπτύξει. Συνήθως οι άνθρωποι ζηλεύουν αυτά που δεν έχουν ή υπερτιμούν αυτά που έχουν συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τους άλλους. Η σύγκριση όμως αποτελεί παγίδα που μπορεί να οδηγήσει σε δρόμους είτε υπερηφάνειας, είτε απογοήτευσης είτε παρασιτισμού. Το παράσιτο τρέφεται από τον ξενιστή του. Αυτός που λαμβάνει το τάλαντο, αν το αφήσει ανεκμετάλλευτο, μπορεί να τραφεί από αυτό χρησιμοποιώντας το ως ξενιστή του, ωστόσο κάποια στιγμή θα το απομυζήσει, με αποτέλεσμα να εξαντληθεί. Αν φροντίσει ώστε να το αυξήσει, να του προσθέσει, να το ενισχύσει, τότε το τάλαντο δεν θα εξαντληθεί. Στην πνευματική ζωή το τάλαντο αυξάνεται όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να προσθέσει αρετή στην ύπαρξή του. Όταν το μοιράζεται με τους αδελφούς του. Αγαπά και βάζει ως σκοπό της ζωής του να τραφούν από το δικό του τάλαντο και οι συνάνθρωποί του. Με την καλοσύνη και τη συγχώρεση, με την ελεημοσύνη και την προσευχή, με το μοίρασμα της γνώσης και την αναγγελία της Θεογνωσίας, την μαρτυρία και την ελπίδα εν τη Εκκλησία αυτός που έχει το τάλαντο το «πολλαπλασιάζει» και λαμβάνει περισσότερη χάρη. Ο κόσμος γίνεται γι’ αυτόν που δεν λειτουργεί παρασιτικά Εκκλησία, στην οποία προσφέρει και προσφέρεται.
Τέλος, με την μνήμη ότι Αυτός που μας δώρισε τα χαρίσματα θα επιστρέψει. Και τότε, θέλοντας και μη, θα κληθούμε να αναφέρουμε σ’ Εκείνον τι έκανε το τάλαντό του. Και επειδή η ώρα της επιστροφής είναι άγνωστη, όποιος έχει το τάλαντο χρειάζεται να είναι σε εγρήγορση. Να μην αναβάλλει την εργασία του και την ετοιμότητά του να λογοδοτήσει. Η μνήμη του Θεού συνδέεται με την μνήμη του θανάτου. Γιατί στον θάνατο γίνεται η πρώτη λογοδοσία. Εκεί όπου ο άνθρωπος θα κληθεί να εισέλθει στη χαρά του Κυρίου του, ως δούλος αγαθός και πιστός, λαμβάνοντας εκατονταπλασίονα ή θα κατακριθεί γιατί, παρότι θυμόταν ότι ο Κύριός του θα επιστρέψει, προτίμησε να λειτουργήσει χωρίς ευθύνη, με σύγκριση και με παρασιτισμό έναντί του, χωρίς ευγνωμοσύνη και ευχαριστία. Η μνήμη της επιστροφής είναι η οδός της αγιότητας. Γιατί άγιος είναι αυτός που συνεχώς θυμάται τον προορισμό του να συναντήσει Αυτόν που του δώρισε κάθε τάλαντο και συνεχώς εργάζεται εν τη Εκκλησία για να είναι έτοιμος, όταν έρθει η ώρα να ακούσει την χαρά της φωνής: «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ! είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»!