Τήν Κυριακή τῶν Προπατόρων τοῦ Χριστοῦ, λίγες ἡμέρες πρίν τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει νά διαβάζεται ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου. Μᾶς θυμίζει ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν στό Θεό καί στόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ του στόν κόσμο καί ἀποδέχτηκαν τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ γιά νά μετάσχουν στό Δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Μᾶς δείχνει καί ὅλους ἐκείνους πού, παρότι κλήθηκαν, δέ θέλησαν νά ἀνταποκριθοῦν στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά «ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι» (Λουκ. 14, 18), ἐπικαλούμενοι δικαιολογίες πού τούς κρατοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό. Μάλιστα, αὐτή ἡ ἄρνηση δέ γίνεται κατά πρόσωπον τοῦ οἰκοδεσπότη, ἀλλά διατυπώνεται μέσω ἐκείνου ἤ ἐκείνων πού ὁ Θεός ἀποστέλλει στόν κόσμο, γιά νά ὑπενθυμίσουν στούς καλεσμένους τήν πρόσκληση, εἶναι ἄρνηση δηλαδή στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνεχίζει νά καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά συμμετάσχουν στή ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας
Τό δεῖπνο μᾶς δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται στή Θεία Εὐχαριστία. Ὁ οἰκοδεσπότης Θεός καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά μετάσχει στή χαρά καί στή ζωή πού ὁ ἴδιος εἶναι καί προσφέρει. Νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση στόν παρόντα κόσμο καί χρόνο, στίς αἰσθήσεις καί στή γνώση πού αὐτές προσφέρουν, καθώς καί στίς μέριμνες καί τίς χαρές τοῦ βίου πού σκοτίζουν τό νοῦ καί τήν καρδιά, καί νά ἐπιλέξει νά γίνει συνδαιτυμόνας τοῦ Θεοῦ. Στήν τράπεζα ἡ τροφή εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία κοινωνία. Τόν ἄνθρωπο διακονοῦν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Τό δεῖπνο εἶναι ἀνοιχτό γιά ὅποιον θέλει νά συμμετάσχει. Καί ὅπως καί σέ κάθε ὑλικό τραπέζι, ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι ὥρα χαρᾶς, κοινωνίας καί ἀγάπης, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά νιώσει ὅτι ἀποτελεῖ μέλος τῆς κοινότητας πού παρέχει τήν τροφή καί τή χαρά καί νά βιώσει τήν ἀναψυχή καί τήν ἀνακαίνιση τῆς ὕπαρξής του. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα ἤ κοσμικός ὀργανισμός ἤ φιλανθρωπικό σωματεῖο ἤ φιλοσοφικός ὅμιλος. Τά πάντα σ’ αὐτή ξεκινοῦν ἀπό τό δεῖπνο καί καταλήγουν σ’ αὐτό. Γιατί τό δεῖπνο θά συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα, στόν οὐρανό καί θά μεταφερθεῖ καί πάλι στή γῆ ὅταν γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία.
Οἱ λόγοι τῆς παραίτησης
Τό «ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες» τῆς παραβολῆς γεννᾶ προβληματισμούς. Συνήθως οἱ ἄνθρωποι παραιτούμαστε ἀπό ὅ,τι μᾶς κουράζει, ἀπό ὅ,τι δέν μποροῦμε νά κατορθώσουμε, ἀπό ὅ,τι μᾶς κάνει νά συγκρουόμαστε μέ τούς συνανθρώπους μας καί δέν ἀντέχουμε νά συνεχίσουμε νά τό παλεύουμε. Στήν περίπτωση τοῦ δείπνου δέν ἰσχύει τίποτε ἀπό αὐτά. Οἱ καλεσμένοι δέν ἔχουν κουραστεῖ ἀπό τή συμμετοχή τους στό δεῖπνο τοῦ οἰκοδεσπότη. Δέν ἀπαιτοῦνταν ἰδιαίτερος κόπος γιά νά συμμετάσχουν σ’ αὐτό. Δέ θά ἦταν ἀφορμή γιά σύγκρουση μέ τόν πλησίον ἡ ἀποδοχή τῆς πρόσκλησης καί ἡ μετοχή στό δεῖπνο. Οὔτε κἄν οἱ προτεραιότητές τους ἦταν ἀρκετές γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἄρνησή τους. Θά μποροῦσαν νά ἀφήσουν γιά λίγο τά ἔργα τους καί νά ἀποδεχτοῦν τήν πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη. Ἡ στάση τους νά μήν ἐμφανιστοῦν οἱ ἴδιοι ἐνώπιόν του καί νά τόν ἐνημερώσουν γιά τήν ἐπιθυμία τους νά μή συμμετάσχουν στό δεῖπνο μαρτυρεῖ κάτι ἄλλο. Τήν ἔλλειψη διάθεσης νά ἔχουν κοινωνία μαζί του. Δέ θέλουν νά μετάσχουν στό τραπέζι του. Δέν τόν θεωροῦν σημαντικό πρόσωπο γιά τή ζωή τους. Γιατί νά θυσιάσουν τίς δικές τους προτεραιότητες, τό πρόγραμμά τους, τίς δικές τους σχέσεις γιά νά συμμετάσχουν σ’ ἕνα δεῖπνο πού τό παρέχει ἕνας οἰκοδεσπότης, ὁ ὁποῖος δέν λέει τίποτε τελικά στήν ψυχή τους;
Τί εἶναι ὁ Θεός καί τί ὁ ἄνθρωπος;
Στή ζωή μας ἔρχονται στιγμές πού καλούμαστε νά λάβουμε ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες δείχνουν τή διάθεση τῆς καρδιᾶς μᾶς τόσο ἔναντι τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας. Ἡ κούραση, οἱ μέριμνες, οἱ ἐγκόσμιες χαρές, ἡ δύναμη τῶν αἰσθήσεων εἶναι στοιχεῖα τοῦ ἑαυτοῦ μας πού δείχνουν ποιά θέση παίρνουμε στό ἐρώτημα τί εἶναι γιά μᾶς ὁ Θεός. Ἄν εἶναι γιά μᾶς ἡ ζωή μας καί ζητοῦμε τήν χαρά κοντά του, τότε δέν ὑπάρχει δίλημμα γιά τήν συμμετοχή μας στό δεῖπνο. Ἄν εἶναι ὅμως κάποιος πού γνωρίζουμε, ἀλλά δέν νιώθουμε ὅτι ἔχει τόση ἀξία γιά τή ζωή μας ἡ πρόσκλησή του καί ἡ παρουσία μας κοντά του, ἀλλά πρυτανεύουν ἄλλες προτεραιότητες καί ἐμεῖς «ἀπό μιᾶς» παραιτούμαστε. Καί ἡ ἴδια κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας φαίνεται ἀπό τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουμε τούς συνανθρώπους μας. Ἄν εἶναι γιά μᾶς ἀδιάφορη ἡ παρουσία τους, θά βροῦμε δικαιολογία γιά νά ἀρνηθοῦμε τή σχέση μας μαζί τους. Θά προσπεράσουμε τήν δική τους δίψα γιά κοινωνία καί ἀγάπη μαζί μας καί θά κάνουμε τίς ἐπιλογές μας.
Ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπενθυμίζει μέ τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν κόσμο πού δείχνει μέ πολλούς τρόπους τήν ἄρνησή του νά θεωρήσει τό Θεό σημαντικό γιά τή ζωή του, αὐτό πού ἡ ἴδια εἶναι. Τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας. Καί γνωρίζει ὅτι τό τραπέζι οὐδέποτε θά εἶναι ἄδειο. Γιατί ὁ Θεός θά φροντίζει νά γεμίζει μέ ὅλους ἐκείνους πού θά μποροῦν νά ἐκτιμήσουν τελικά τήν πρόσκληση καί τήν ἀγάπη του. Ἄς κρίνουμε ἄν ἀξίζει ἡ παραίτησή μας ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη. Ἄν ἡ υἱοθέτηση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ ὡς στάσης ζωῆς τόσο σέ προσωπικό ὅσο καί σέ συλλογικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο ἀξίζει νά στερηθοῦμε τήν χαρά καί τήν ὄντως ζωή πού εἶναι καί δίνει ὁ Χριστός!