Κάθε ἄνθρωπος στή ζωή του ἔχει ἕνα ὄνομα. Τό ὄνομα μαρτυρεῖ τό ὅτι εἶναι πρόσωπο, ξεχωριστή δηλαδή ὑπόσταση ὡς πρός τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά τόν ἀναγνωρίζουν καί νά ἔρχονται ἤ ὄχι σέ σχέση μαζί του. Ἡ ἀνωνυμία, στήν οὐσία, μαρτυρεῖ ἀνυπαρξία γιά τόν κόσμο καί τούς ἄλλους, ἰδίως στά μεγάλα οἰκονομικά καί πολιτικά συστήματα, στά ὁποῖα ἡ μέριμνα εἶναι οἱ ἀριθμοί.
Γιά τήν Ἐκκλησία τό ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου, πού δίνεται συνηθέστερα στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι κάλεσμα αἰωνιότητας. Ὁ Θεός γνωρίζει τόν ἄνθρωπο μέ τό ὄνομα πού τοῦ δόθηκε. Δέν εἶναι ἀνώνυμος καί ἀπρόσωπος ὁ ἄνθρωπος γιά τό Θεό, ἀλλά ἡ ὕπαρξη γιά τήν ὁποία σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Τό ὄνομα γίνεται τό σημεῖο τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ στό νέο ἄνθρωπο νά τόν συναντήσει ὡς πρόσωπο πρός Πρόσωπο καί νά μεταφέρει τήν κλήση στόν κάθε πλησίον.
Στήν συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν δαιμονισμένο τῆς χώρας τῶν Γαδαρηνῶν, ὁ Κύριος τόν ρωτᾶ ποιό εἶναι τό ὄνομά του. Κι αὐτός ἀπαντᾶ: «Λεγεών», γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια (Λουκ. 8, 30). Ἄνθρωπος καί δαίμονες πού τόν ἔχουν καταλάβει, δίνουν μαζί τήν ἀπάντηση. Γίνονται ἕνα, μέ νέα ταυτότητα καί νέο ὄνομα, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ὑφίσταται τρεῖς καταστάσεις.
Οἱ τρεῖς καταστάσεις
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀπουσία ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ἄλλαξε τό ὄνομά του ὄχι ἐπειδή ὁ ἴδιος τό ἐπέλεξε, ἀλλά γιατί κατελήφθη ἀπό τά πονηρά πνεύματα. Δέν εἶναι αὐτός πού ἀποφασίζει γιά τή ζωή του. Δέν μπορεῖ νά σκεφτεῖ, νά αἰσθανθεῖ, νά ἐπιλέξει, νά ἀγαπήσει. Ἡ δύναμη τῶν δαιμόνων τόν ἐλέγχει πλήρως. Γι’ αὐτό καί παραπονεῖται στό Χριστό, πού διέταξε τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό μέσα του, ὅτι πλέον ἡ ζωή χωρίς τήν λεγεώνα θά εἶναι βασανιστήριο. Ταυτίστηκε μέ τούς δαίμονες καί δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ὕπαρξή του χωρίς αὐτούς. Ἡ ἀπουσία ἐλευθερίας γίνεται ἀρρώστια καί μαρτύριο, ὅμως ὁ ἄνθρωπος εὐχαριστιέται!
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ γυμνότητα. Ἡ ἐνδυμασία εἶναι ἕνα σημεῖο ἀποδοχῆς τοῦ πολιτισμοῦ. Δείχνει τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά κοινωνεῖ μέ τούς ἄλλους. Τά ροῦχα ἀποτελοῦν ὑπέρβαση τῆς ζωώδους κατάστασης. Ἡ ἀποβολή τους δέν εἶναι σημεῖο ἐλευθερίας ἀπό τούς περιορισμούς καί διάθεσης ἐπιστροφῆς στή φύση, ὅπως κάποιοι χωρίς αἰδῶ ἰσχυρίζονται. Ἡ διατήρησή τους εἶναι τό σημεῖο ἐκεῖνο τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, μέ σωφροσύνη καί ἀγάπη, θέλει νά κοινωνήσει καί σέ ψυχικό ἐπίπεδο μέ τούς ἄλλους, χωρίς νά βάζει τήν φιληδονία τῆς σαρκικότητας ὡς προτεραιότητα. Μόνο στήν πληρότητα τῆς ἀγάπης ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τά ροῦχα του, γιατί ἐμπιστεύεται τό ἀγαπημένο του πρόσωπο. Οἱ δαίμονες, μέ τήν ἀπέκδυση τῶν ρούχων, καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἀποκρουστικό, τόν ὑποβιβάζουν σέ κτηνώδη κατάσταση καί τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀγάπη.
Ἡ τρίτη εἶναι ἡ νέκρωση. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μείνει σέ σπίτι, νά ἔχει δηλαδή σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀποκόπηκε ἀπό τήν μεγάλη κοινότητα τοῦ τόπου του ἀποβάλλοντας τά ροῦχα του. Ἀποκόπτεται καί ἀπό τήν μικρή κοινότητα τῶν οἰκείων του, κατοικώντας στά μνήματα. Οἱ δαίμονες θέλουν τόν ἄνθρωπο νά ὑπάρχει μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Νά ζεῖ στό μνῆμα τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ του. Νά μήν ἔχει οἰκείους. Τόν καθιστοῦν ἀνίκανο νά συνυπάρξει. Νά χαρεῖ, ἔστω καί στοιχειωδῶς. Ὅλα τοῦ εἶναι ξένα. Μόνο ἡ ἐπιβίωσή του ὑπάρχει ὡς κριτήριο. Καί γι’ αὐτό ὡς ἀκοινώνητος ἄνθρωπος καθίσταται ἄγριος. Πρέπει νά τόν δέσουν μέ ἁλυσίδες, γιά νά τόν κρατήσουν οἱ ἄλλοι κοντά του. Ὅμως, ἀκόμη καί τότε, σπάει τίς ἁλυσίδες του, δείχνοντας ὅτι ἡ σχέση του μέ τά δαιμονικά πνεύματα δέν ἀφήνει περιθώριο γιά καμιά κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπο.
Ὁ Χριστός ἐλευθερώνει
Ὁ Χριστός, διώχνοντας τά δαιμονικά πνεύματα ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ξαναδίνει τήν ἐλευθερία κι αὐτό φαίνεται ἀμέσως ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος φέρεται λογικά, κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ καί τόν παρακαλεῖ νά τόν πάρει μαζί του φεύγοντας. Τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά ἔχει σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τήν μεγάλη κοινότητα τοῦ τόπου του, καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι φορᾶ καί πάλι τά ροῦχα του. Καί τόν βοηθᾶ νά πάψει νά εἶναι νεκρός καί γιά τούς οἰκείους του καί γιά ὅλους. Τοῦ ζητᾶ νά παραμείνει στό σπίτι του καί νά μιλήσει γιά ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Ὁ Χριστός δέν ξαναδίνει ὅμως τό ὄνομα στόν πρώην δαιμονισμένο οὔτε τόν προσφωνεῖ μ’ αὐτό. Τόν ἀφήνει νά τό ξαναδώσει ὁ ἴδιος καί οἱ συνάνθρωποί του. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἐλευθερώνει, γιά νά στερήσει ἐκ νέου τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μέ γνώμονα «τό καλό». Ὁ πρώην δαιμονισμένος θά ἀποφασίσει ποιό ὄνομα θά θέλει νά ἔχει.
Θρῆνος ἤ ἀλλαγή;
Ζοῦμε σέ ἕνα κόσμο καί σέ ἕναν πολιτισμό πού θυμίζει ἰδιαίτερα τόν κόσμο τῶν Γαδαρηνῶν. Ἐκτρέφουμε χοίρους, δηλαδή ζοῦμε μέ τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά κερδίζουμε σύμφωνα μέ τά δεδομένα τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν ἀγορῶν. Παραθεωροῦμε τήν ἀπογύμνωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν νέκρωσή μας ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, προβάλλοντας ὡς αἰτία τῆς ἀπομόνωσής μας τήν ἀδυναμία τῶν ἄλλων νά μᾶς καταλάβουν. Καί ὅταν ἀκοῦμε καί βλέπουμε τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἰματίζει καί σωφρονεῖ, εὐκολότερα τοῦ ζητοῦμε νά φύγει ἀπό τή ζωή μας, παρά χαιρόμαστε γιά τήν παρουσία του. Γιατί προτιμοῦμε νά κρατοῦμε τό δικό μας ὄνομα καί ὄχι νά ζητοῦμε τήν κλήση στό δικό του. Αὐτό τῆς ἁγιότητας καί τῆς αἰωνιότητας. Στά ἀδιέξοδά μας ἄς προβληματιστοῦμε. Ἐκεῖνος σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Ἐμεῖς ὅμως θά θρηνοῦμε γιά τούς χαμένους χοίρους μας ἤ θά κάνουμε τό βῆμα νά ἀλλάξουμε ζωή;