«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ» (Ματθ. 1,1). Ἡ ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου ἔχει ὁριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία νά διαβάζεται τήν Κυριακή πρίν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιά νάμᾶς κατηχήσει στήν σπουδαιότητα τῆς γιορτῆς καί νά μᾶς δείξει τό περιεχόμενό της!
Ὁ Χριστός ἱστορικό πρόσωπο
Ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων μαρτυρεῖ τήν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο. Αὐτή τή βεβαιότητα συμπληρώνουν οἱ μαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν της ἐποχῆς καί μάλιστα τῶν μή χριστιανῶν (Τάκιτος, Ἰώσηπος). Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε ,μέ ἀρκετές ἀναφορές στήν Καινή Διαθήκη ὅτι ὁ Χριστός θεωρήθηκε ἀπό τούς συμπατριῶτες του γνήσιος Ἰουδαῖος. Ἀποροῦν αὐτοί πῶς γνώριζε νά ἑρμηνεύει τήν Γραφή, μολονότι δέν εἶχε σπουδάσει καί δέν εἶχε γίνει νομοδιδάσκαλος. Δέν δέχονται στήν Ναζαρέτ τό κήρυγμά του, διότι δέν ἀνέχονταν «ἀπό τόν υἱό τοῦ Ἰωσήφ», ὅπως πίστευαν ὅτι ἦταν, νά τούς διδάσκει. Τοῦ δίνουν τό προσωνύμιο «Ναζωραῖος», τό ὁποῖο τόν συνόδευσε μέχρι τό σταυρικό θάνατο. Αὐτά τά στοιχεῖα μαρτυροῦν πώς ὁ γενεαλογικός κατάλογος τόν ὁποῖο παραθέτει ὁ Ματθαῖος, γράφοντας ἕνα Εὐαγγέλιο πού ἀπευθυνόταν στούς χριστιανούς ἐξ Ἰουδαίων, δείχνει ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός ἦταν κατά πάντα ἄνθρωπος.
Συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου
Ὁ εὐαγγελιστής κάνει καί μία ἄλλη διάκριση. Χωρίς νά ἀρνεῖται τήν ἔνταξη τοῦ Χριστοῦ στήν ἰουδαϊκή κοινότητα, θά ἐπισημάνει ὅτι ἡ σύλληψη καί ἡ γέννησή του δέν ἦταν ὅμοια μέ αὐτές τῶν ὑπολοίπων ἀνθρώπων. Δέν μιλᾶ γιά ἕναν Θεό-φάντασμα, ὅπως οἱ μετέπειτα μεγάλες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ξεκινοῦν ἀπό τούς «γνωστικούς» καί συνεχίζουν μέ τούς ὀπαδούς τοῦ μονοφυσιτισμοῦ καί τῶν παραλλαγῶν του. Μιλᾶ γιά ἕναν Θεό πού λαμβάνει σάρκα καί ὀστᾶ, δέν ξεκινᾶ ὅμως ἡ κατά ἄνθρωπον ὕπαρξή του μέ τόν φυσικό τρόπο πού ξεκινᾶ ἡ ὕπαρξη κάθε ἀνθρώπου, δηλαδή μέ τήν ἕνωση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε ἕναν συνδυασμό τοῦ φυσικοῦ μέ τό θεϊκό (Ματθ. 1,18). Ὁ Χριστός κατέρχεται ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκώνεται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπίζει. Εἶναι μυστήριο ἡ ἐνανθρώπηση. Εἶναι «ὑπέρ τήν φύσιν» γεγονός ἡ Σάρκωση. Ὅμως δέν εἶναι καί «ἐκτός τῆς φύσεως». Ἀλλιῶς θά ἐπρόκειτο γιά μία μεταμόρφωση τοῦ Θεοῦ σέ ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ὅμως δέν θά ἄφηνε περιθώρια στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία νά λειτουργήσει. Ἄν ὁ Θεός δέ γινόταν ἄνθρωπος μέ τήν συνέργεια καί τοῦ ἀνθρώπου, τότε δέ θά εἴχαμε λόγο στή θέωσή μας καί ἡ ἐλευθερία μας θά παραβιαζόταν ἀπό τόν Θεό πού μᾶς τήν ἔδωσε. Ὅσους θέλει ὁ Θεός, αὐτοί καί θά σώζονταν. Ὅμως ἡ ἐνανθρώπιση γίνεται μέ τό «ναί» πού λέει ἡ ἀνθρωπότητα στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ σωτηρία προϋποθέτει καί τή δική μας συμμετοχή.
Ἕνα καινούργιο δέντρο
Ὁ εὐαγγελιστής ὅμως θά καταγράψει καί τό σημεῖο τῆς ἐκπλήρωσης τῶν προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής παραθέτει τόν λόγο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα ὅτι «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ματθ. 1, 23), γιά νά δείξει στούς ἀνθρώπους ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς μία συνέχεια γενεαλογική τῶν κατά σάρκα προγόνων του. Ἔρχεται γιά νά ἐκπληρώσει μία ἀποστολή: νά ὑλοποιήσει τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποστολή τοῦ Μεσσία στόν κόσμο. Τήν ἴδια στιγμή τερματίζει οὐσιαστικά τό δέντρο, γιατί καί ὁ ἴδιος καί τό ἔργο του ἀνήκουν σέ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἕνα νέο δέντρο ξεκινᾶ ἀπό τόν ἴδιο, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία, στό ὁποῖο πλέον συγγενεῖς του Χριστοῦ, φίλοι καί παιδιά του μποροῦν νά γίνουν ὅσοι ἀποδέχονται αὐτή τήν διπλή ἀποστολή, ὅπως ἐκφράζεται μέ τά ὀνόματά του: «Ἰησοῦς» σημαίνει ὅτι «ὁ Θεός σώζει τό λαό Του» δι’ αὐτοῦ καί «Ἐμμανουήλ» σημαίνει ὅτι «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας».
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ ἄς μᾶς προβληματίσει ὥστε νά ζήσουμε τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας ὡς μία νέα εὐκαιρία νά ἐνταχθοῦμε στό νέο δέντρο τῆς γεναλογίας τῆς πίστης, στό δέντρο τῆς Ἑκκλησίας καί ὁ Χριστός νά γεννηθεῖ στίς καρδιές μας!