Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ
Η προσευχή αποτελεί για όποιον πιστεύει βαθιά ανάγκη της ύπαρξης. Δεν είναι μία τυπική διαδικασία, κυρίως πριν τον ύπνο, αλλά σημείο ζωής και ελπίδας. Όταν νιώθουμε ανασφάλεια, όταν βλέπουμε δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε τόσο εμείς όσο και οι δικοί μας. τότε σπεύδουμε να εναποθέσουμε τις προσδοκίες για βοήθεια στο Θεό, για τον Οποίο είμαστε βέβαιοι ότι και μας αγαπά και μπορεί να μας δώσει αυτό που επιθυμούμε. Τι Θεός θα ήταν άλλωστε αν δεν είχε τέτοια δυνατότητα;
Στη ευαγγελική περικοπή όμως, με την οποία ξεκινά η ωραία, κατανυκτική και άκρως διδακτική περίοδος του λειτουργικού έτους, το Τριώδιο, ο Χριστός κάνει αναφορά σε δύο ανθρώπους, τον Φαρισαίο και τον τελώνη, οι οποίοι δεν έχουν καμία πρόκληση ενώπιόν τους, ούτε περνούν δυσκολίες. Η προσευχή τους δεν είναι ούτε για τους άλλους. Μπροστά στο Θεό αποκαλύπτουν τον εαυτό τους Ο Χριστός μιλά για μία προσευχή που ξεπερνά φόβους, άγχη, ανασφάλειες και γίνεται προσευχή της καρδιάς.
Ο Φαρισαίος κοιτά τη ζωή του και αισθάνεται ότι δεν χρωστά τίποτε στον Θεό. Πρώτα συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους ανθρώπους και εκεί διαπιστώνει ότι δεν είναι αμαρτωλός όπως εκείνοι και ιδιαίτερα ο τελώνης, τον οποίο φαίνεται ότι ο Φαρισαίος τον γνώριζε. Κατόπιν συγκρίνει τον εαυτό του με τον Θεό και εκεί διαπιστώνει ότι τηρεί τις εντολές του νόμου. Διαπιστώνει έτσι ότι σε σχέση τόσο με τους ανθρώπους, όσο και με το Θεό, είναι άψογος. Ο Χριστός αναφέρει ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δικαιώσει έναν τέτοιο άνθρωπο, γιατί ο Φαρισαίος δεν χρειαζόταν κανέναν. Η προσευχή του δεν ήταν κίνηση αγάπης, αλλά δικαίωσης του εαυτού του. Έβλεπε έξω του, κοιτούσε μέσα του και δόξαζε το εγώ του.
Αντίθετα, ο Τελώνης δεν βλέπει τους άλλους, αλλά στέκεται μακριά τους. Δεν τολμά να κοιτάξει ούτε τον Θεό. Το μόνο που βλέπει είναι ο εαυτός του και εκεί διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν έχει τίποτε για να καυχηθεί, αλλά η ζωή του είναι γεμάτη αμαρτίες. Το εσωτερικό του κενό όμως τον οδηγεί στην δικαίωση. Γιατί, διαπιστώνοντας την αδυναμία του, την αποδέχτηκε με ταπείνωση και έκανε το μόνο που θα μπορούσε αληθινά να τον βοηθήσει. Επικαλέστηκε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού, ομολογώντας την αμαρτωλότητά του. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Ο Χριστός διαβεβαιώνει ότι τελικά ο τελώνης δικαιώθηκε και συγχωρέθηκε από το Θεό γιατί με τη θέλησή του αποδέχθηκε την αδυναμία του και ταπεινώθηκε. Έβλεπε μόνο εντός του και αφέθηκε στον Θεό.
Οι δύο αυτοί ανθρώπινοι τύποι απαντώνται τόσο στην ζωή της Εκκλησίας όσο και του κόσμου. Τον τύπο του Φαρισαίου τον βρίσκουμε στα πρόσωπα εκείνων που διεκδικούν για τους εαυτούς τους την αυθεντία και την αλήθεια. Ευχαριστούν τον θεό τους, ο οποίος δεν είναι άλλος από το εγώ τους, για το ότι ξεχωρίζουν από τους άλλους και διεκδικούν την δικαίωση τους, διότι μόνο αυτοί γνωρίζουν και εφαρμόζουν ό,τι είναι σωστό. Τον τύπο του τελώνη τον συναντούμε στα πρόσωπα εκείνων οι οποίοι λένε την αλήθεια και δεν θεωρούν ότι ο εαυτός τους είναι η αλήθεια. Είναι εκείνοι που εμπιστεύονται το Θεό και ζητούν την ευσπλαχνία Του, γιατί γνωρίζουν ότι από μόνοι τους δεν επαρκούν. Είναι τελικά, εκείνοι που για τον εαυτό τους λένε μία ωραία προσευχή ενός ασκητή της Αιγύπτου, του αββά Μακαρίου: «Κύριε, όπως ξέρεις και όπως θέλεις, ελέησέ με».
Καθώς εισερχόμαστε στο Τριώδιο, ας σπουδάσουμε σε ποιον ανθρώπινο τύπο μοιάζουμε. Το σχόλιο του Χριστού μάς δείχνει τι θέλει ο Θεός από εμάς. Και είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε η αλήθεια. Ας προσευχόμαστε λοιπόν, εκτός από το για ό,τι έχουμε ανάγκη, να μας δίνει ο Θεός αγάπη και συγκατάβαση έναντι των άλλων, να στρεφόμαστε εντός μας και να καταλαβαίνουμε ότι, ακόμη κι αν προοδεύουμε πνευματικά και κοσμικά, έναντι του Θεού και όσων τον αγάπησαν, δηλαδή των αγίων, αμαρτωλοί είμαστε. Έτσι, η προσευχή θα γίνει δρόμος προς την ανάσταση της καρδιάς μας!