Δύο μεγάλα μηνύματα δίνει ὁ Χριστός στούς ἀνθρώπους μέ τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ, μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν στήν Καπερναούμ. Τό πρῶτο εἶναι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ζωή καί δίνει τή ζωή, τόσο τή βιολογική ὅσο καί τήν κοινωνική, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι πώς ἡ πίστη εἶναι προϋπόθεση γιά τό θαῦμα καί ὄχι τό θαῦμα γιά τήν πίστη.
Δώδεκα χρόνια
Δώδεκα χρόνια μιά αἱμορροοῦσα γυναίκα ὑποφέρει. Πέρα ἀπό τόν σωματικό ρῦπο καί τήν ἐξάντληση ἀπό τήν αἱμορραγία, ἡ ἀσθένεια δέν τῆς ἐπιτρέπει νά κάνει παιδιά, δέν τῆς ἐπιτρέπει νά παντρευτεῖ, διότι τότε ἡ ὁ γάμος ἦταν ὁ μοναδικός σκοπός γιά νά ἔχει μιά γυναῖκα νόημα στή ζωή της. Ἡ γυναῖκα πλησιάζει τόν Χριστό μέ τήν συστολή ὅτι εἶναι γιά τόν νόμο καί τούς ἀνθρώπους ἀκάθαρτη. Καί τήν στιγμή πού ἀγγίζει τόν Χριστό, τό κράσπεδο τοῦ ἰματίου του, καί, μάλιστα, κρυφά, ἡ ζωή της ἀλλάζει. Μία στιγμή ἔπρακτης πίστης σβήνει δώδεκα χρόνια δοκιμασίας. Πλέον μπορεῖ νά συμμετέχει στήν κοινωνική ζωή κι αὐτός εἶναι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός τήν καλεῖ δημόσια νά φανερωθεῖ. Ἡ πίστη δέν μᾶς ἀφήνει κρυμμένους, ἀλλά μᾶς δίνει τό θᾶρρος νά φανερώνουμε τό πρόσωπό μας καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους καί νά ξεκινοῦμε ἀπό τήν ἀρχή.
Δώδεκα χρονῶν ἦταν καί τό κορίτσι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου. Πάνω πού θά ξεκινοῦσε ἡ δυνατότητά της, καθώς ἔμπαινε στήν ἐφηβεία, νά ζήσει στήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς της, νά μπορέσει νά κάνει οἰκογένεια, μία ἀσθένεια τήν ὁδηγεῖ στόν βιολογικό τώρα θάνατο. Καί ὁ Χριστός θά μετρήσει τήν πίστη τῶν γονέων της καί θά τῆς δώσει τήν εὐκαιρία νά ζήσει καί μαζί της κι ἐκεῖνοι νά χαροῦν. Θά δείξει ἔτσι στούς ἀνθρώπους ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτόν δέν νικιέται ἀπό τόν θάνατο. Καί ἡ πίστη στηρίζει καί ὅσους ἀγαπᾶ αὐτός πού πιστεύει.. Μέ τήν πίστη κάνουμε ἕνα μεγάλο δῶρο στούς συνανθρώπους μας: τόν Χριστό. Ἐναπόκεται σέ ἐκεῖνους ἄν θά τόν ἀποδεχθοῦν καί θά κάνουν μιά καινούργια ἀρχή στή ζωή τους.
Ἡ πίστη πραγματοποιεῖ τό ἀδύνατο
Ἀξίζει νά σταθοῦμε στήν φράση πού λέει ὁ Χριστός στούς γονεῖς καί στούς ἀνθρώπους πού περιτριγύριζαν τή νεκρή κοπέλα: «Μή κλαίετε . οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει» (Λουκ. 8, 52). Συχνά οἱ ἄνθρωποι κάνουμε τίς κρίσεις καί τίς ἐκτιμήσεις μας τόσο γιά τή ζωή μας ὅσο καί γιά τή σχέση μας μέ τόν Θεό μέ βάση τί βλέπουν οἱ αἰσθήσεις μας, μέ βάση τή λογική μας. Καί θεωρεῖται μεγάλο προτέρημα γιά κάποιον νά πατᾶ στά πόδια του καί νά εἶναι προσγειωμένος. Μάλιστα, σέ τομεῖς τῆς ζωῆς ὅπως ἡ πολιτική, ὅπως ἡ οἰκονομία, ὅπως ἡ παγκόσμια πορεία, τό νά βλέπει κανείς πρός τά ποῦ πηγαίνουν τά πράγματα, εἶναι ἀπαραίτητο προτέρημα.
Τά δύο θαύματα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός μᾶς δείχνουν ὅτι τά πράγματα δέν εἶναι πάντοτε ἔτσι. Ὅτι δέν ἀρκοῦν ὁ ρεαλισμός καί τό αὐτονόητο, ὁ συμβιβασμός μέ τήν πραγματικότητα. Ὅτι ἄν ὑπάρχει ἡ πίστη στό Χριστό καί ἡ βεβαιότητα τῆς δικῆς του παρουσίας, τότε μπορεῖ ἀκόμη καί αὐτό πού φαντάζει ἀνέφικτο νά πραγματοποιηθεῖ. Γελοῦσαν καί κορόιδευαν οἱ λάτρεις τοῦ αὐτονόητου τήν παρότρυνση τοῦ Χριστοῦ. Κατάπληκτοι θά διαπιστώσουν ὅτι στό Χριστό ὅλα εἶναι δυνατά. Τήν ἴδια εἰρωνεία ἀντιμετώπισε ὁ Χριστός ὅταν ζήτησε νά μάθει ποιός τόν ἄγγιξε καί ἐξῆλθε δύναμη ἀπό αὐτόν στή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας. Ἀκόμη καί ὁ Πέτρος καί οἱ μαθητές του, ἐπειδή ἔμεναν στό προφανές, στό λογικό, ἔσπευσαν νά τοῦ ποῦνε ὅτι τό ἐρώτημά του ἦταν ἀφελές. Ὁ Χριστός ὅμως γνώριζε καί γνωρίζει.
Τόσο στά μικρά ὅσο καί στά μεγάλα της ζωῆς μας, ἄς ἐπαναφέρουμε στήν προτεραιότητα τῆς πορείας μας ὄχι μόνο τό ρεαλιστικό, τό προφανές, τό αὐτονόητο, ἀλλά καί τήν πίστη στό Χριστό. Αὐτή θά μᾶς δώσει ἐλπίδα στήν ἀπελπισία μας. Θά μᾶς κάνει νά ἐπιμείνουμε καί νά παλεύουμε. Θά μᾶς βοηθήσει νά μήν ἐγκαταλείψουμε τήν προσπάθειά μας. Νά στηριχτοῦμε σ’ ἐκεῖνον, γιά νά ἔρθει στή ζωή μας αὐτό πού μοιάζει ἀδύνατο, ἀλλά ἄν εἶναι πρός ὄφελός μας, ὁ Χριστός θά μᾶς τό δώσει!