Το θαύμα και η πράξη [Κυριακή ΙΒ’ Λουκά] (19.1.2020)
Συνεχίζοντας την σειρά της αναγνώσεως του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, έπειτα από την περίοδο που περικλείει το Άγιο Δωδεκαήμερο, διαβάζουμε σήμερα, αδελφοί χριστιανοί, την περικοπή των δέκα λεπρών. Καθώς έμπαινε, λέει, ο Χριστός σε κάποιο χωριό, τον προϋπάντησαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά και φώναξαν λέγοντας «Ιησού αρχηγέ, ελέησέ μας». Αφού τούς είδε, είπε «Πηγαίνετε και δείξτε τους εαυτούς σας στους ιερείς». Καθώς μεν αυτοί πορεύονταν, καθαρίστηκαν. Ένας δε από αυτούς, σαν είδε ότι θεραπεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό με μεγάλη φωνή, και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Χριστού, ευχαριστώντας τον. Κι αυτός μάλιστα ήταν Σαμαρείτης. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε «Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; οι δε εννέα πού είναι; δεν βρέθηκαν να επιστρέφουν δοξάζοντας τον Θεό, παρά μόνο τούτος ο αλλογενής;» και είπε σε αυτόν «Ανασηκώσου και πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε».
Πολλά είναι τα νοήματα με τα οποία μάς διδάσκει τούτη η παραβολή. Μάς λέει ότι ο Χριστός είναι ο σωτήρ του κόσμου, ο ιατρός ψυχών και σωμάτων. Γιατί, αν ο Θεός, ο οποίος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»1, με τόση αγάπη και προθυμία σπεύδει και θεραπεύει το φθαρτό σώμα, με την ίδια τουλάχιστον φροντίδα επιμελείται και την αθάνατη ψυχή μας, το δεύτερο συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Όπως καθάρισε την λέπρα του σώματος, το ιδιο γρήγορα καθαρίζει και την λέπρα της ψυχής, την αμαρτία. Κι όπως δεν ήταν αρκετή η πίστη των δέκα λεπρών για να καθαριστούν, αλλά το θαύμα πραγματοποιήθηκε όταν το είπε ο Χριστός, έτσι και η άφεση των αμαρτιών είναι θαύμα και γι αυτό μυστήριο, το οποίο επιτελεί η χάρις του Θεού όταν με γνήσια μετάνοια τόν επικαλούμαστε λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας». Και στην επίκληση αυτή την πυρωμένη από την φλόγα της πίστεως ανταποκρίνεται ο Χριστός στους άσημους τυφλούς, στον εκατόνταρχο, στον αρχισυνάγωγο, στον τελώνη, στην πόρνη και στον ληστή και επιτελεί το θαύμα.
Ένα άλλο που μάς διδάσκει η σημερινή περικοπή, είναι η ανάγκη ευχαριστίας για τα θαύματα που συμβαίνουν στην ζωή μας. Από τους δέκα που θεραπεύτηκαν, οι εννέα απλώς θαύμασαν και μόλις ο ένας επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό. Αυτός μάλιστα ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή όχι μόνο αλλογενής, από άλλη ράτσα, αλλά και αιρετικός σε σχέση με τους «ορθόδοξους» ιουδαίους. Κι όμως, ενώ και οι δέκα δέχτηκαν την ίδια ευεργεσία, στο τέλος οι εννέα κατακρίνονται για την αγνωμοσύνη τους και ο ένας ο πιο μηδαμινός δικαιώνεται, γιατί δεν έμεινε στο θαύμα αλλά πέρασε στην πράξη, δόξασε τον Θεό δημόσια και με τον τρόπο αυτό έγινε κήρυκας και ομολογητής της αληθινής πίστεως.
Σε μια υπέροχη ομιλία ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί την σχέση ανάμεσα στο θαύμα και στην πράξη2. Τα λόγια του είναι επίκαιρα και στις μέρες μας, που πληθαίνουν οι πληροφορίες για επισυμβαίνοντα θαύματα, προξενώντας ενίοτε την εντύπωση ότι το θαύμα είναι απόδειξη αγιότητας. Λέει λοιπόν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η μεν πράξη είναι κατόρθωμα της επιμέλειας του καθενός, το δε θαύμα έιναι χάρισμα της δωρεάς του Θεού… Η πράξη έχει την αρχή της στην δική μας προαίρεση, το θαύμα πηγάζει από την χάρη του Θεού και άλλοτε μεν από την φόρα που έρχεται από πάνω, αλλότε δε από την γνώμη που έρχεται από κάτω.
Η πράξη κι από τα δυο υφαίνεται, και από την δική μας επιμέλεια και από την θεία χάρη, όμως το θαύμα γυμνή επιδυκνύει την άνωθεν χάρη, μην έχοντας ανάγκη το παραμικρό από τους δικούς μας ιδρώτες. »Πράξη είναι να είναι (κανείς) επιεικής, σώφρων, μετρημένος, να συγκρατεί την οργή, να αγωνίζεται να νικά τις επιθυμίες, να κάνει ελεημοσύνες,να επιδυκνείει φιλανθρωπία, να ασκεί κάθε αρετή‧ αυτό είναι πράξη και πόνος και ιδρώτας δικός μας. Θαύμα είναι να διώχνει (η χάρις του Θεού) τους δαίμονες, να ανοιγει τυφλωμένα μάτια, να καθαρίζει σώματα λεπρών, να σφίγγει παραλυμένα μέλη, να ανασταίνει νεκρούς κι άλλα παρόμοια να θαυματουργεί. Είδες πόση είναι η απόσταση ανάμεσα στις πράξεις και στα θαύματα, στην πολιτεία και στα σημεία, στην δική μας σπουδή και στην χάρη του Θεού; »… Το μεν θαύμα είναι μεγαλύτερο και πιο φρικτό και υπερβαίνει την φύση μας‧ η δε πράξη και η πολιτεία είναι υποδεέστερη μεν από τα σημεία, αλλά επικερδέστερη και χρησιμώτερη. …
Προσέξτε πώς προηγούνται οι πράξεις σε ό,τι αφορά στην ανταμοιβή των κόπων: πώς τα μεν σημεία από μόνα τους δεν σώζουν αυτούς που τα ποιούν, ενώ η πράξη από μόνη της δεν έχει ανάγκη από κάτι άλλο για την σωτηρία αυτών που την έχουν. Πολλοί θα πουν εκείνη την ημέρα‧ Κύριε, Κύριε, δεν προφητέψαμε στο όνομά σου και βγάλαμε πολλά δαιμόνια και κάναμε πολλά θαύματα;3 Ας δούμε τι απαντά ο Θεός. Επειδή ήταν γυμνά τα θαύματα και πουθενά πολιτεία, Φύγετε, λέει, από εμένα, δεν σάς γνωρίζω, εργάτες της ανομίας… Άκου πάλι τον Χριστό να λέει: Ελάτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήστε την βασιλεία που ετοιμάστηκε για σάς από καταβολής κόσμου4. Γιατί; επειδή ανέστησαν νεκρούς; επειδή καθάρισαν λεπρούς; επειδή έδιωξαν δαίμονες; Όχι. Αλλά γιατί; Γιατί με είδατε πεινασμένο, λέει, και με θρέψατε‧ διψασμένο, και με ποτίσατε‧ γυμνό, και με ντύσατε‧ ξένο, και με βάλατε μέσα. Πουθενά θαύματα αλλά παντού πολιτεία. … Επειδή η άριστη πολιτεία έχει από μόνη της την δύναμη να σώσει εκείνους που την έχουν». Αυτή την άριστη πολιτεία των ταπεινών ανθρώπων ας αναζητούμε, αδελφοί χριστιανοί, και ας ευγνωμονούμε τον Θεό «καί υπέρ των φανερών καί των αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων». Αμήν.