Μέ μία ποιητική εἰκόνα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρεται στή δοκιμασία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου στή λίμνη Γεννησαρέτ, ἀμέσως μετά τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καί τῶν δύο ἰχθύων στόν ἐρημικό τόπο καί τόν χορτασμό χιλιάδων ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός ἄφησε τούς μαθητές του νά περάσουν στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης μέ τό πλοιάριό τους καί ὁ ἴδιος ἔμεινε στό βουνό μόνος του γιά νά προσευχηθεῖ. Τό πλοῖο ὅμως «ἦν βασανιζόμενον» (Ματθ. 14, 24) ἀπό τά κύματα, διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καί τότε ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε περπατώντας στά κύματα καί ἔκανε τόν ἄνεμο νά κοπάσει.
Ὁ φόβος τῆς μοναξιᾶς
«Βασανιζόμενον πλοῖον» ἦταν τό ταξίδι τῶν μαθητῶν χωρίς τόν Χριστό. Ἐνῶ γνώριζαν ἀπό φουρτοῦνες, καθώς τό πλοῖο ἦταν δικό τους καί οἱ ἴδιοι ἔμπειροι ναυτικοί, γέμισε ἡ καρδιά τους ἀπό φόβο καί ἀγωνία γιατί ἔνιωσαν μόνοι τους σ’ αὐτή τή δοκιμασία. Ἀντίστοιχη εἶναι καί ἡ δική μας ζωή. Δέν εἶναι μόνο οἱ ὑλικές δοκιμασίες, τίς ὁποῖες βιώνουμε στό ταξίδι τῆς ζωῆς. Εἶναι κυρίως ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία γιά τό τί μέλλει γενέσθαι ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι αἰσθανόμαστε πώς εἴμαστε μόνοι μας. Ὅταν δέν βλέπουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε βέβαιοι γιά τή γνώση μας, γιά τίς δικές μας δυνάμεις, γιά τήν ἱκανότητα νά χειριστοῦμε τό πλοῖο τῆς ζωῆς μας, μέρα καί νύχτα, ἀνεξαρτήτως ἀνέμων καί ὅταν ἔρχεται μία μεγάλη δοκιμασία, ἐνίοτε καί ἀναπάντεχα, βασανιζόμαστε. Καί τέτοιες δοκιμασίες φαίνονται ἀκατανόητες, ὅταν ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε ἄτρωτοι ἀπό τό κακό καί τό βλέπουμε νά θεριεύει.
Ἡ ποικιλομορφία τοῦ θανάτου
«Βασανιζόμενον πλοῖον» ἦταν τό ταξίδι τῶν μαθητῶν ἐξαιτίας τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Θά σκέφτηκαν πῶς ἦταν δυνατόν αὐτοί πού ζοῦσαν ὡς ναυτικοί στή θάλασσα καί τήν γνώριζαν καλά νά κινδυνεύουν νά χάσουν τή ζωή τους. Ἀντίστοιχο φόβο βιώνουμε καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι. Ἐνῶ ἔχουμε κάθε ἀγαθό τοῦ πολιτισμοῦ, τήν βοήθεια τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἰατρικῆς, τῆς τεχνολογίας, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ θάνατος καραδοκεῖ. Καί εἶναι ποικιλόμορφος ὁ θάνατος. Ἔγκειται στήν ἀδυναμία τῶν ἄλλων νά μᾶς καταλάβουν, νά συμμεριστοῦν τόν τρόπο σκέψης μας, νά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτά πού τούς προσφέρουμε, σ’ αὐτά πού θά μποροῦσαν νά τούς βοηθήσουν νά εἶναι εὐτυχισμένοι, ἀλλά καί νά δώσουν καί σέ μᾶς τή χαρά νά αἰσθανόμαστε πολύτιμοι γι’ αὐτούς. Ἔγκειται καί στή ἀδυναμία τοῦ σώματος, τοῦ μυαλοῦ, τῆς καρδιᾶς νά κρατήσει τή νεότητά του, τίς δυνάμεις του, τή δίψα γιά πορεία πού θά κρατήσει χρόνια, νά ὑπερβεῖ τή φθορά. Ἔγκειται καί στήν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς κάποτε νά ἐλπίσει στόν δωρεοδότη τῆς αἰωνιότητας Χριστό, νά ἀναζητήσει φῶς καί ἀγάπη.
Ἡ ὀλιγοπιστία
«Βασανιζόμενον πλοῖον» ἦταν τό ταξίδι τῶν μαθητῶν διότι δέν εἶναι ἰσχυρή ἡ πίστη. Ἔχουν δεῖ τά θαύματα. Πρίν ἀπό λίγο ὁ διδάσκαλός τους προσέφερε τροφή σέ χιλιάδες. Ξέρουν ὅτι δέν εἶναι μόνοι τους. Ἔχουν ὡς βάση τῆς πορείας τους τίς θρησκευτικές τους παραδόσεις. Γνώρισαν τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, πού τούς συνάντησε, τούς κάλεσε, τούς διάλεξε, τούς ἔδωσε τόν ἑαυτό του, τούς ἔδειξε τή δύναμή του, καί ὅμως ἐκεῖνοι ἐπιμένουν νά αἰσθάνονται μόνοι τους. Δέν τολμοῦν νά τόν ἐπικαλεστοῦν, νά προσευχηθοῦν σ’ αὐτόν ἐκείνη τή δύσκολη ὥρα, διότι θεριεύει μέσα τούς ὁ ὀρθολογισμός καί λιγοστεύει ἤ ἐξαντλεῖται ἡ πίστη. Εἶναι τό ἀνθρώπινο «ἐγώ» πού μπαίνει μπροστά κάθε δύσκολη ὥρα. Εἶναι ἡ ἀδυναμία νά νιώσουν ὅτι αὐτός στόν ὁποῖο κλήθηκαν νά πιστεύουν εἶναι δίπλα τους καί τούς παρακολουθεῖ, ἀκόμη κι ἄν δέν τόν βλέπουν. Αὐτός εἶναι καί ὁ δικός μας δρόμος. Πρῶτα τό «ἐγώ» μας καί μετά ἡ πίστη. Πρῶτα ὁ τρόπος τῶν θρησκευτικῶν μας παραδόσεων καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ταυτόχρονα ὅμως ἀδυνατοῦμε ἀπό ὀλιγοπιστία νά ἐναποθέσουμε τά πάντα στά δικά του χέρια, παρότι γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει.
Ὁ Χριστός περπατᾶ στά κύματα γιά νά δείξει στούς μαθητές του καί στόν καθέναν μας ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας. Ὅτι ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά μᾶς νικήσει ἄν πιστεύουμε σ’ αὐτόν, ἀκόμη κι ἄν τό ξημέρωμα ἀργεῖ καί ὁ ἄνεμος εἶναι ἐναντίος. Ἀρκεῖ νά ἀφήνουμε κατά μέρος τό ἐγώ μας, τίς γνώσεις μας, τήν πεποίθηση στήν κοσμική βεβαιότητα καί στόν ἑαυτό μας καί νά ζητοῦμε μέ θάρρος ἐκεῖνος νά κοπάσει τόν ἄνεμο καί νά κατευθύνει τό πλοῖο τῆς ζωῆς μας στά ἤρεμα νερά τῆς Ἐκκλησίας. Στό φῶς, τήν ἀγάπη καί τή χαρά τῆς κοινωνίας μαζί του πού μᾶς ἀνασταίνει καί μᾶς κάνει νά μή νικιόμαστε ἀπό κάθε βάσανο. Κι ἐδῶ ἡ ἀπόφαση εἶναι προσωπική, ἀλλά καί συλλογική. Διότι στό πλοῖο τῆς ζωῆς ἐπιβαίνουμε ὅλοι καί ὁ καθένας μας μπορεῖ –ἐκτός ἀπό τούς δικούς του κόπους, τίς δικές του παραδόσεις, τόν τρόπο πού βλέπει τήν πορεία καί τίς δοκιμασίες– νά ἐμπνεύσει στόν ἄλλο τήν νίκη κατά τῆς ὀλιγοπιστίας. Τήν κοινωνία μέ τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Καί τότε θά περάσουμε στήν ἀπέναντι ὄχθη, τόσο τοῦ παρόντος βίου, ὅσο καί τῆς αἰωνιότητας.