Μία από τις πιο δυνατές ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι και αυτή που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Β’ Βασιλειών. Ο Δαβίδ, μετά τον θάνατο του βασιλιά Σαούλ και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ανακηρύσσεται βασιλιάς και κάνει την πορεία προς την Ιερουσαλήμ για να εγκατασταθεί εκεί. Μαζί του φέρνει την κιβωτό της Διαθήκης, στην οποία έχουν τοποθετηθεί οι πλάκες των Δέκα εντολών, η ράβδος του Ααρών και η χρυσή στάμνα με το μάνα από την σαραντάχρονη πορεία των Εβραίων στην έρημο. Η εντολή του Θεού ήταν ξεκάθαρη. Απαγορευόταν να αγγίξει άλλος την κιβωτό εκτός από τους ιερείς από την φυλή του Λευί. ΟΙ ιερείς που έπρεπε να σηκώσουν την κιβωτό, προτίμησαν να την βάλουν σε μία άμαξα που έσερναν βόδια. Κάποια στιγμή η άμαξα ταρακουνήθηκε πολύ με αποτέλεσμα η κιβωτός να κινδυνεύσει να πέσει. Ο οδηγός της άμαξας ο Οζά, κατέβηκε κάτω και πρόλαβε να μην πέσει η κιβωτός. Όμως παραβίασε την εντολή του Θεού και έμεινε νεκρός επί τόπου. Ο Δαβίδ δεν θέλησε να συνεχίσει την πορεία προς τα Ιεροσόλυμα, αλλά άφησε επί τρεις μήνες την κιβωτό στο σπίτι του Αβεδδαρά του Γεθθαίου, ο οποίος ευλογήθηκε από τον Θεό. Μετά από αυτό το διάστημα ο Δαβίδ τήρησε τον κανόνα και μετέφερε, όπως ήθελε ο Θεός, την κιβωτό (Βασιλειών Β’ , 6, 1-23).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνθέτει για την εορτή του Ευαγγελισμού τον κανόνα και στην ένατη ωδή ξεκινά με τον εξής ύμνο: “Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῶ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων. Χείλη δέ πιστῶν τῆ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ Ἀγγέλου άναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω, χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ” (άπιστο χέρι να μην αγγίξει την κιβωτό του Θεού. Μόνο χείλη πιστών σιωπηλά ανυμνώντας την Θεοτόκο με αγαλλίαση, ας αναφωνούν όπως ο άγγελος, Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου).
Ο άγιος χωρίζει τώρα τον κόσμο σε δύο κατηγορίες: στους αμύητους και στους πιστούς. Ζητά από τους αμύητους να μην προσπαθήσουν να ψηλαφήσουν το μυστήριο της Θεοτόκου, το μυστήριο του Ευαγγελισμού. Υπονοεί ότι η όποια απόπειρα του αμύητου οδηγεί σε έναν άλλον θάνατο: τον πνευματικό. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος που θεοποιεί τον εαυτό του, την σκέψη του και τον ορθολογισμό του, αυτός που δεν έχει σχέση με την πίστη διότι είτε την αποδέχεται ως κάτι καλό ή ως κάτι που δεν πειράζει να υπάρχει ή την απορρίπτει γιατί δεν ταιριάζει με τα δικά του μέτρα, το δικό του εγώ, στην ουσία ζει μακριά από τον Θεό και προσπαθώντας να αγγίξει, να ψαύσει το άψαυστον του μυστηρίου, απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από τον Θεό. Και η απομάκρυνση είναι σημείο του πνευματικού θανάτου. Όση γνώση κι αν έχει ο αμύητος, δεν του φτάνει να εισέλθει στην χάρη και να ζήσει τον Θεό. Γιατί έχει αντικαταστήσει την ταπείνωση που απαιτεί η υπακοή στον Θεό, με τις δικές του απαιτήσεις για αλήθεια.
Δεν είναι τόσο η ηθική κατάσταση του αμυήτου που ενδιαφέρει. Για τον Οζά δεν έχουμε πληροφορίες ότι ήταν ανήθικος και κακός χαρακτήρας. Μάλιστα η σκηνή του θανάτου του είναι συγκλονιστική. Ο αμύητος νομίζει ότι μπορεί να σώσει την κιβωτό από την πτώση. Και το κάνει εκείνη την στιγμή, καθώς θεώρησε ότι ο Θεός θα την άφηνε να πέσει κάτω. Υποκατέστησε τον Θεό με τον εαυτό του. Δεν είχε επίγνωση του μέτρου και της θέσης του. Και ανέλαβε έργο που δεν του αναλογούσε. Έτσι η ασήμαντη για μας πράξη, που μαρτυρούσε όμως ένα είδος ύβρεως έναντι του Θεού και των εντολών Του, τον οδήγησε και στον σωματικό θάνατο.
Για να προσεγγίσουμε λοιπόν το μυστήριο της Θεοτόκου, χρειάζεται επίγνωση Ποιος είναι ο Θεός και τι έγινε για μας. Και η επίγνωση έρχεται “ασιγήτως”. Η πίστη είναι σιωπηλή. Δεν κάνει θόρυβο. Ακούει πολλά, αλλά μένει σταθερή εντός της ύπαρξης. Είναι εμπιστοσύνη στον Θεό που έχει τον τελευταίο λόγο. Είναι επίγνωση των ορίων και των μέτρων μας. Είναι άκουσμα του λόγου του Θεού, όπως αυτός αναφωνήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Είναι αυτή η ανύμνηση προς την Παναγία: “Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου”.
“Χαίρε”. Να στρεφόμαστε αν θέλουμε να είμαστε πιστοί προς την Θεοτόκο και να της λέμε κι εμείς “χαίρε”. Σε χαιρετάμε, Παναγία μας, σου λέμε να έχεις χαρά και να την μεταδίδεις και σε μας. Να έχεις χαρά, ναι, γιατί είσαι κεχαριτωμένη! Σε χαιρετάμε, Παναγία μας, και σε παρακαλούμε στους καιρούς που όλα του ανθρώπου μαρτυρούν φόβο, απιστία, απουσία δίψας για αλήθεια, για αρετή, για αγάπη, για πίστη, στην εποχή που κυριαρχούν οι αμύητοι, να είσαι η μάνα μας, να μεσιτεύεις, να απλώνεις τα χέρια και την αγκαλιά σου και να μας δείχνεις πώς να λέμε κι εμείς με την σειρά μας το ΝΑΙ στον Υιό και Θεό σου. Πώς να Τον εμπιστευόμαστε και να νιώθουμε την ελπίδα σ᾽ Αυτόν να νικά κάθε φόβο. Πώς να αισθανόμαστε, υπερβαίνοντας τα μέτρα του ορθολογισμού, ότι Εκείνος έχει τον τελευταίο λόγο. Πώς να μην απαιτούμε να Τον διορθώσουμε, αλλά να κρατήσουμε τα χείλη μας “ασίγητα” μπροστά στο θέλημά Του και να προσευχόμαστε με χαρά, γιατί γνωρίζουμε ότι ούτε εσύ ούτε Εκείνος θα μας εγκαταλείψετε, ακόμη και όταν μοιάζουν μια πορεία προς ένα τέλος.
“Χαίρε”. “Ασιγήτως”. “Ταπείνωση”. “Ελπίδα”. “Πίστη”. Δεν μπορούμε να ψαύσουμε. Δεν πρέπει να ψαύσουμε. Ας κρατήσουμε τις πέντε αυτές λέξεις και ας εμπιστευθούμε την έμψυχο Κιβωτό. Και θα μας συμπεριλάβει εντός της. Μαζί με την νέα εντολή της αγάπης, αντί για τις πέτρινες πλάκες. Με το θαύμα της ανάστασης από κάθε θάνατο, το ορθολογιστικά αδύνατο αντί για το ραβδί που άνθισε. Με την τροφή της θείας ευχαριστίας, ως άρτο ζωής αιωνίου, αντί για την μανναδόχο στάμνα. Στην κιβωτό της Εκκλησίας που μας διασώζει όλους!
Χρόνια πολλά κι ευλογημένα!