ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ Β’ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Τά ψαλλόμενα τοῦ Ἑσπερινοῦ σέ κείμενο καί μετάφραση 28.03.2021
ΚΕΙΜΕΝΑ
Εἰς τό Κύριε ἐκέκραξα. Στίχ. Κατανυκτικά Ἦχος α΄
Ὅτι τὸ πέλαγος πολύ, τῶν παραπτωμάτων μου Σωτήρ, καὶ δεινῶς βεβύθισμαι ταῖς πλημμελείαις μου, δός μοι χεῖρα, σῶσόν με, ὣς τῷ Πέτρῳ, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.
Ὅτι ἐννοίαις πονηραῖς, καὶ ἔργοις καταδεδίκασμαι Σωτήρ, λογισμόν μοι δώρησαι, ἐπιστροφῆς ὁ Θεός, ἵνα κράζω, Σῶσόν με Εὐεργέτα ἀγαθέ, καὶ ἐλέησόν με.
Ἄλλος σε κόσμος ψυχὴ ἀναμένει, καὶ Κριτής, τὰ σὰ μέλλων δημοσιεύειν κρυπτὰ καὶ δεινά, μὴ οὖν ἐμμείνῃς τοῖς ὧδε, ἀλλὰ πρόφθασον βοῶσα τῷ Κριτῇ, ὁ Θεὸς Ἰλάσθητί μοι, καὶ σῶσόν με.
Μὴ ἀποδοκιμάσης με Σωτήρ μου, τῇ ῥᾳθυμίᾳ τῆς ἁμαρτίας συνεχόμενον, διεγεῖρόν μου τὸν λογισμὸν πρὸς μετάνοιαν, καὶ τοῦ σοῦ ἀμπελῶνος, ἐργάτην δόκιμον ἀνάδειξόν με, δωρούμενός μοι τῆς ἐνδεκάτης, ὥρας τὸν μισθόν, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ποίημα τοῦ κυρίου Ἰωσήφ Ἦχος πλ. δ΄. Ἀμέτρητος ὑπάρχει. Ἀμέτρητά σοι πταίσας, ἀμετρήτους κολάσεις ἐκδέχομαι, βρυγμὸν ὀδόντων, καὶ κλαυθμὸν ἀπαράκλητον, γέενναν πυρός, καὶ σκότος καὶ τάρταρον. Κριτὰ δικαιότατε, δάκρυα οὖν μοι δώρησαι, δι’ ὧν εὕρω τὴν ἄφεσιν, καὶ κακῶν μου τὴν λύσιν, νηστεύων καὶ κράζων σοι. Δέσποτα Χριστέ, οἰκτείρησόν με, διὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἐμὲ τὸν πλανηθέντα, ἐπὶ ὄρη δεινῶν παραβάσεων, ζήτησον Λόγε, καὶ πρός σε ἀνακάλεσαι, ἤθη πονηρὰ ἐκ τῆς διανοίας μου, μακρὰν ἀπωθούμενος, θνήξαντα πάλιν ζώωσον, καὶ νηστείᾳ καθάρισον, ἐν κλαυθμῷ διηνεκῆ, βοῶντα καὶ λέγοντα. Δέσποτα Χριστέ, οἰκτείρησόν με, διὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἕτερον ἦχος πλ. δ΄. Τὴν ἔνδοξον Νηστείας ἐναρξάμενοι, Ἑβδομάδος τῆς τρίτης, τὴν Τριάδα τὴν σεπτήν, εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, τὸ ἑξῆς περιχαρῶς διανύοντες, τῆς σαρκὸς δὲ τὰ πάθη ἀπομαράναντες, ἐκ ψυχῆς ἡμῶν, ἄνθη θεία δρεψόμεθα, στεφάνους πλεξάμενοι τῆς κυρίας τῶν ἡμερῶν, ἵνα πάντες τὸν Χριστόν, ὡς νικητήν, στεφανηφοροῦντες ἀνυμνήσωμεν.
Στιχηρά Μηναίου τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μάρκου, Ἐπισκόπου Ἀρεθουσίων, Κυρίλλου Διακόνου καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς, ὡς καὶ Ἰωνᾶ, Βαραχησίου καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς. Ἦχος α’. Σταυρὸς κατεπάγη ἐν Κρανίῳ Ἐνστάσει γενναίᾳ Ἱεράρχα, κατέβαλες ἐχθροῦ τὰς παρατάξεις, καὶ λαοὺς ἐκ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων ἐρρύσω. Ἐκτάσει χειρῶν σου Ἱεράρχα, κρατύνας τοὺς συνάθλους σου ἐν πόνοις, ὡς ἀνίσχυρον ἐχθροῦ ἀνέδειξας τὸ κράτος. Ὡς Μύστης καὶ Μάρτυς τοῦ Δεσπότου, καὶ Διδάσκαλος σοφὸς τῆς Ἐκκλησίας, Ἱεράρχα δυσώπει ὑπὲρ ἡμῶν ἀπαύστως. Δόξα καί νῦν. Θεοτοκίον, Ἦχος α’. Ἁμαρτωλῶν τὰς δεήσεις προσδεχομένη, καὶ θλιβομένων στεναγμὸν μὴ παρορῶσα, πρέσβευε τῷ ἐξ ἁγνῶν λαγόνων σου, σωθῆναι ἡμᾶς παναγία Παρθένε. Φῶς ἱλαρόν… Προκείμενον
Ἦχος πλ. δ΄. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου, ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.
Στίχ. Ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.
Στίχ. Ἰδέτωσαν πτωχοί, καὶ εὐφρανθήτωσαν.
Ἐκτενής, Καταξίωσον Αἰτήσεις Ἱερέως…
Ἀ π ό σ τ ι χ α Ἦχος πλ. δ΄. Χαλινοὺς ἀποπτύσας τοὺς πατρικούς, ἀστάτῳ φρενί, τοῖς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας, λογισμοῖς συνέζησα, ὅλον μου τὸν βίον δαπανήσας ἀσώτως, ὁ τάλας ἐγώ, τροφῆς δὲ λειπόμενος, βεβαιούσης καρδίαν, πρὸς καιρὸν λιπαίνουσαν, ἡδονὴν ἐσιτούμην. Ἀλλὰ Πάτερ ἀγαθέ, μὴ κλείσῃς μοι τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα, ἀλλ’ ἀνοίξας δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, καὶ σῶσόν με.
Στίχ. Πρός σέ ἦρα τούς ὀφθαλμούς μου, τόν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδού, ὡς ὀφθαλμοί δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὑτῶν, ὡς ὀφθαλμοί παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὑτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοί ἡμῶν πρός Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρήσαι ἡμᾶς.
Καί πάλιν τό Ἰδιόμελον Στίχ. Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπί πολύ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως, ἐπί πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχή ἡμῶν. Τό ὄνειδος τοῖς εὐθυνοῦσι, καί ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.
Ἦχος πλ. δ΄. Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον ἁγιάζετε, καί πᾶσαν νόσον θεραπεύετε· καί νῦν πρεσβεύσατε, ῥυσθῆναι τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, τάς ψυχάς ἡμῶν δεόμεθα.
Δόξα, καί νῦν. Θεοτόκιον. Ἦχος ὁ αὐτός. Τά οὐράνια ὑμνεῖ σε κεχαριτωμένη, Μῆτερ ἀνύμφευτε· καί ἡμεῖς δοξολογοῦμεν, τήν ἀνεξιχνίαστόν σου γέννησιν· Θεοτόκε πρέσβευε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Νῦν ἀπολύεις. Τρισάγιον… Ἦχος πλ. α΄. Θεοτόκε Παρθένε, Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία∙ ὁ Κύριος μετά σοῦ∙ εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Βαπτιστά τοῦ Χριστοῦ, πάντων ἡμῶν μνή+σθητι, ἵνα ρυσθῶμεν τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν∙ σοί γάρ ἐδόθη χάρις πρεσβεύειν ὑπέρ ἡμῶν.
Δόξα. Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν, ἅγιοι Ἀπόστολοι, καί Ἅγιοι Πάντες, ἵνα ρυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων∙ ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας, πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα.
Ὑπό τήν σήν εὐσπλαγχνίαν καταφεύγομεν, Θεοτόκε∙ τάς ἡμῶν ἱκεσίας, μή παρίδῃς ἐν περιστάσει∙ ἀλλ’ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, μόνη Ἁγνή, μόνη εὐλογημένη. Κύριε ἐλέησον, μ΄. Ὁ Ἱερεύς. Ὁ ὤν εὐλογητός Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, τήν Πίστιν στήριξον∙ τά ἔθνη πράυνον∙ τόν κόσμον εἰρήνευσον∙ τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, πόλιν, νήσον καί Ἱεράν Μητρόπολιν ταύτην καλῶς διαφύλαξον∙ τούς προαπελθόντας πατέρας καί ἀδελφούς ἡμῶν ἐν σκηναῖς Δικαίων τάξον∙ καί ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παράλαβε, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας, μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς, καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾷν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου∙ ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν
Πάντων, προστατεύεις Ἀγαθή, τῶν καταφευγόντων ἐν πίστει, τῇ κραταιᾷ σου χειρί∙ ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν, ἁμαρτωλοί πρός Θεόν, ἐν κινδύνοις καί θλίψεσιν, ἀεί μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι, ὑπό πταισμάτων πολλῶν. Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου∙ ὅθεν σοι προσπίπτομεν∙ Ῥῦσαι, πάσης περιστάσεως τούς δούλους σου. |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επειδή το πέλαγος των παραπτωμάτων μου, Σωτήρα, είναι μεγάλο και (επειδή) βυθίζομαι κατά φοβερό τρόπο μέσα στα σφάλματά μου (αμαρτήματα, πταίσματα), για το λόγο αυτό δώσε μου το χέρι σου (βοήθησέ με), σώσε με, όπως τον Πέτρο, Θεέ, και ελέησέ με.
Επειδή εξ αιτίας των πονηρών σκέψεων (πονηρών) είμαι καταδικασμένος, Σωτήρα μου, δώρησέ μου σκέψη (μυαλό) να επιστρέψω, Θεέ μου, για να κράζω σώσε με Ευεργέτη αγαθέ και ελέησέ με.
Ψυχή μου, άλλος κόσμος σε περιμένει και Κριτής, ο οποίος πρόκειται να γνωστοποιεί τα κρυφά και τα φοβερά μη μένεις λοιπόν, προσκολλημένη στα εδώ (στα επίγεια), αλλά πρόφθασε κραυγάζοντας στον Κριτή Θεέ, λυπήσου με και σώσε με.
Μη με αποδοκιμάσεις, Σωτήρα μου, που καταπιέζομαι (στεναχωρούμαι, ενοχλούμαι) από την αμέλεια (αδιαφορία, οκνηρία) της αμαρτίας ξεσήκωσέ μου (αφύπνισε, ξύπνησέ μου) το λογισμό (τη σκέψη) για μετάνοια και ανάδειξέ με δοκιμασμένο (άμεμπτο) εργάτη του αμπελώνα σου, δίνοντας μου ως δώρο το μισθό της ενδεκάτης ώρας και το μέγα έλεος.
Επειδή έφταιξα σε σένα πάρα πολύ (άπειρα, αναρίθμητα), δέχομαι και πάρα πολλές (άπειρες, αναρίθμητες) τιμωρίες, δηλαδή τρίξιμο (τριγμό) δοντιών και απαρηγόρητο κλάμα (θρήνο), γέενα πυρός (φωτιάς) και σκοτάδι και τάρταρο (σκοτεινή άβυσσο). Κριτή πάρα πολύ δέκαιε (δικαιότατε) χάρισέ μου, λοιπόν δάκρυα, με τα οποία θα πετύχω τη συγχώρηση και τη λύπη των κακών μου νηστεύοντας και κράζοντας σε σένα· Δέσποτα Χριστέ, λυπήσου με (συμπόνεσέ με) με ο μεγάλο και πλούσιο έλεός σου.
Εμέ, που πλανήθηκε σε όρη φοβερών παραβάσεων, ζήτησέ με Λόγε και ανακάλεσέ με κοντά σου, διώχνοντας μακρυά από τη σκέψη μου (το νου μου) πονηρές συνήθειες· αφού πέθανα ξαναδώσε μου ζωή καθάρισέ με, με νηστεία, με συνεχές κλάμα (συνεχή θρήνο) κραυγάζοντα και λέγοντα· Δέσποτα Χριστέ, λυπήσου με (συμπόνεσέ με) με το μεγάλο και πλούσιο έλεός σου.
Αφού κάναμε αρχή της τρίτης εβδομάδας της νηστείας ας ευφημήσουμε (ας τιμήσουμε θριαμ-βευτικά) οι πιστοί τη σεπτή (σεβαστή) Τριάδα, διανύοντες με χαρά το υπόλοιπο διάστημα (της νηστείας) · αφού δε απομαράναμε τα πάθη της σάρκας ας κόψουμε θεία άνθη για να πλέξουμε στεφάνια για την κυρία των ημερών (δηλαδή το Άγιο Πάσχα) · ώστε όλοι φορούντες στεφάνια να ανυμνήσουμε το Χριστό ως νικητή.
Με γενναία αντίστασή, Ιεράρχη, νίκησες τις παρατάξεις του εχθρού και λύτρωσες τους λαούς από την πλάνη των ειδώλων. Με το άνοιγμα των χεριών σου, Ιεράρχη, ενίσχυσες τους συναθλητές σου που πονούσαν και απέδειξες ότι η δύναμη του εχθρού είναι ανίσχυρη. Ως μύστης και μάρτυρας του Δεσπότη Χριστού και σοφός δάσκαλος της Εκκλησίας, Ιεράρχη, να παρακαλείς ασταμάτητα για εμάς. Επειδή δέχεσαι τις παρακλήσεις των πιστών και δεν απορρίπτεις τον στεναγμό όσων θλίβονται, πρέσβευε, Παναγία Παρθένε, σ’ Εκείνον που γεννήθηκε από την αγνή κοιλία σου ώστε να σωθούμε.
Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από το παιδί σου, διότι στενοχωρούμαι (λυπούμαι ή βασανίζομαι)∙ αμέσως άκουσέ με (πρόσεξέ με)∙ δώσε προσοχή στην ψυχή μου (πρόσεξε την ψυχή μου) και λύτρωσέ την (ελευθέρωσέ την).
Η σωτηρία σου, Θεέ, είθε να με προστατεύσει ( να με βοηθήσει).
Ας δουν οι φτωχοί και ας χαρούν (ευχαριστηθούν).
Αφού απέρριψα τους πατρικούς χαλινούς (τα πατρικά χαλινάρια) εξ αιτίας του άστατου μυαλού μου, έζησα μαζί με τους κτηνώδεις λογισμούς της αμαρτίας, αφού σπατάλησα όλο μου τον πλούτο σε ασωτίες, εγώ ο ταλαίπωρος∙ επειδή δε στερούμουν τροφή τέτοια που στερεώνει (ενισχύει, δυναμώνει) την καρδιά, τρεφόμουν προσωρινά με λιπαρή (παχιά, πλούσια) ηδονή. Αλλά, Πατέρα Αγαθέ, μη κλείσεις σε μένα τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα, αλλά αφού ανοίξεις δέξου με, όπως τον άσωτο γιο και σώσε με. Σε σένα που κατοικείς στον ουρανό σήκωσα τα μάτια μου, όπως τα μάτια των δούλων στα χέρια των κυρίων τους, όπως μάτια της υπηρέτριας (δούλης) στα χέρια της κυρίας της, έτσι τα μάτια μας (στρέφονται) προς τον Κύριο το Θεό μας μέχρις ότου μας λυπηθεί (ευσπλαχνιστεί).
Ελέησέ μας, Κύριε, ελέησέ μας, γιατί πάρα πολύ εξουδενωθήκαμε (εξευτελιστήκαμε), πάρα πολύ χόρτασε η ψυχή μας τον εξευτελισμό (την κοροϊδία) των αλαζόνων και την καταφρόνια (περιφρόνηση) των εγωιστών (υπεροπτικών).
Μάρτυρες του Κυρίου κάθε τόπο αγιάζεται και κάθε αρρώστια θεραπεύετε∙ και τώρα πρεσβεύσατε να σωθούν (λυτρωθούν) οι ψυχές μας από τις παγίδες του εχθρού, σας παρακαλούμε.
Τα ουράνια σε υμνούν, κεχαριτωμένη Μητέρα ανύμφευτη∙ κι εμείς δοξολογούμε την ανεξιχνίαστή σου γέννηση∙ Θεοτόκε, πρέσβευε να σωθούν οι ψυχές μας.
Θεοτόκε Παρθένε, Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία∙ ο Κύριος είναι μαζί σου∙ ευλογημένη είσαι συ μεταξύ των γυναικών και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, διότι γέννησες τον Σωτήρα των ψυχών μας.
Βαπτιστή του Χριστού, θυμήσου όλους εμάς, ώστε να λυτρωθούμε (να σωθούμε ή να θεραπευτούμε) από τις ανομίες μας (παρανομίες μας) διότι σε σένα δόθηκε η χάρη να πρεσβεύεις για μας.
Παρακαλέσατε για μας, Άγιοι Απόστολοι και Άγιοι Πάντες, ώστε να λυτρωθούμε (να σωθούμε) από κινδύνους και θλίψεις∙ διότι εσάς θερμούς προστάτες προς τον Κύριο έχουμε αποκτήσει.
Κάτω από τη δική σου ευσπλαχνία καταφεύγουμε, Θεοτόκε∙ τις ικεσίες μας (τις παρακλήσεις μας) μην παραβλέψεις (μη σε δύσκολη θέση) καταστήσεις∙ αλλά λύτρωσέ μας (ελευθέρωσέ μας) από τους κινδύνους, συ που είσαι η μόνη Αγνή, η μόνη ευλογημένη
Αυτός που είναι ευλογημένος ο Χριστός ο Θεός μας, πάντοτε, τώρα και αιωνίως και στους απεράντους αιώνες.
Επουράνιε βασιλιά∙ την πίστη στήριξε∙ τα έθνη καταπράυνε (μαλάκωσε)∙ τον κόσμο ειρήνευσε∙ την Αγία Εκκλησία, την πόλη, τη νήσο, την Ιερή Μητρόπολη αυτή διαφύλαξέ τη καλά∙ τους πατέρες και αδελφούς μας που έχουν απέλθει (κοιμηθεί) προ καιρού (που απήλθαν ή αναχώρησαν πρώτοι), κατάταξε στις σκηνές των δικαίων και εμάς παράλαβε σε μετάνοια και εξομολόγηση ως αγαθός και φιλάνθρωπος.
Κύριε και αρχηγέ της ζωής μου, μη μου δώσεις πνεύμα (διάθεση) οκνηρίας, περιεργείας και αργολογίας.
Αλλά χάρισε σε μένα το δούλο σου πνεύμα (διάθεση) σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης.
Ναι, Κύριε βασιλιά, χάρισέ μου τη διάθεση να βλέπω τα δικά μου πταίσματα και να μη κατακρίνω τον αδελφό μου. (Και τα ζητώ από Σένα) διότι είσαι ευλογημένος στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο (είθε).
Ώ Αγαθή (Θεοτόκε) προστατεύεις όλους εκεί-νους που με πίστη καταφεύγουν στη (βοήθεια που προσφέρει) η πανίσχυρη χείρα Σου∙ (διότι) άλλη δυνατότητα συνεχούς διαμεσολαβήσεως στον Θεό σε ώρες κινδύνων και θλίψεων δεν έχουμε (εκτός από Σένα) εμείς οι αμαρτωλοί που λυγίζουμε υπό το βάρος των αμαρτιών μας∙ γι’ αυτό προσπίπτουμε στα πόδια σου (ικετευτικά και Σε παρακαλούμε) ώ Μητέρα του Υψίστου Θεού∙ Λύτρωσε από κάθε ανάγκη (εμάς) του δούλους σου. |