Ιερά Μονή του Παντοκράτορος , Αγίου Αθανασίου
Ἀπό τήν κεντρική ὁδική ἀρτηρία πού ἑνώνει τή Χώρα μέ τό Σιδάρι, ΒΔ τοῦ νησιοῦ, μετά τό γραφικό χωριό Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ δρόμος κατηφορίζει δεξιά ὁδηγώντας στήν εἴσοδο τῆς Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἕνας μικρός βραχόλοφος εἶναι ὁ τόπος πού φιλοξενεῖ τά οἰκοδομήματα.
«Τό βλέπω τό μοναστήρι σας˙ εἶναι μέσα σέ ἐλαιώνα. Σᾶς βρίσκει τό ἀγιάζι τῆς θάλασσας. Ὁ τόπος εὐωδιάζει. Ἔχετε βράχους στήν περιοχή. Ἐκεῖ ἔζησαν παλαιά ἁγιασμένοι ἀσκητές». Μ’ αὐτά τά λόγια ἐκφράστηκε κάποτε γιά τό μοναστήρι ὁ γέροντας Πορφύριος, πού ποτέ δέν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό νησί, ἀλλά εἶχε τό χάρισμα νά βλέπει μέ πνευματικό τρόπο τά μακρινά καί ἀθέατα.
Παραμένει ἄγνωστο ὥς τώρα πότε ἀκριβῶς χτίστηκε ὁ πρῶτος Ἱ. Ναός τῆς Μεταμορφώσεως. Οἱ παλαιότερες μαρτυρίες ἀναφέρονται στόν 16ο αἰ. Τόν Ἱ. Ναό καί τό ἔχειν του κυβερνοῦσε ἀδελφᾶτο, τό ὁποῖο ἐμπιστευόταν τήν Ἱ. Μονή σέ ἱερομόναχο μέ εἰδική συμφωνία. Γύρω στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέ αἴτηση τοῦ ἱερομονάχου Ἱλαρίωνος Καρδακάρη οἱ μοναχοί ἔγιναν δύο.
Ἡ ἀρχική θέση τῆς Ἱ. Μονῆς ἦταν στό ἀνατολικό τμῆμα, πίσω ἀπό τά σημερινά κτίρια τῶν κελλιῶν καί τό Καθολικό. Τό κτίριο τῶν κελλιῶν λειτούργησε γιά μερικά χρόνια (1872-1886) ὡς σχολεῖο τῆς περιοχῆς. Νοτιότερα, τό λιοτρίβι ἦταν σέ λειτουργία ὥς τό 1950. Μετά χρησιμοποιήθηκε ὡς σταῦλος.
Ἀπό τούς ἱερομονάχους πού ἀσκήθηκαν ἐδῶ εἶναι γνωστοί οἱ: π. Ἀθανάσιος Χαλικιόπουλος (1764), π. Δωρόθεος, «κατά κόσμον Πιεροτάσης ἀπό τήν χώραν τῶν Κορυφῶν» (1803 καί ἑξῆς), π. Νικόδημος Χαλικιάς, π. Συμεών Ρούσσινος, π. Ἱλαρίων Καρδακάρης, π. Δωρόθεος Κορακιανίτης, π. Ἀμβρόσιος Κουτσούκης καί π. Δαμιανός Μουζακίτης, ὅλοι πνευματικοί καί ἐφημέριοι σέ γειτονικά χωριά καί τά Διαπόντια Νησιά.
Στά 1834-35 οἰκοδομήθηκε τό Καθολικό καί τό 1902 τό οἴκημα δυτικά τοῦ Ἱ. Ναοῦ. Ἐπίσης διαμορφώθηκε ἡ αὐλή, ἐπισκευάστηκε ὁ Ἱ. Ναός καί στολίστηκε μέ τό ὡραιότατο σκαλιστό γύψινο τέμπλο, ἔργο τοῦ Δημ. Πρέπη (1911). Οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου ἁγιογραφήθηκαν ἀπό τό ζωγράφο-προσωπογράφο Στέφανο Τριβόλη (1912-14). Τό 1923 ἔγιναν ὁ γυναικωνίτης καί τό δάπεδο μέ φροντίδα τῶν ἱερομονάχων Συμεών καί Ἱλαρίωνος. Ἐπί τῆς ἡγουμενίας τοῦ τελευταίου ἱερομονάχου Δαμιανοῦ Μουζακίτη (1955-1975) στήθηκε στήν εἴσοδο τό καμπαναριό καί μεγάλωσε τό κτίσμα πίσω ἀπό τό Ναό. Τό 1978 τό μοναστήρι μετατράπηκε σέ γυναικεῖο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκε ἀπό τήν Ἱ. Μ. Παναγίας Παλαιοκαστριτίσσης, τῆς ὁποίας ἦταν μετόχι ἀπό τό 1881. Ἐγκαταστάθηκαν τότε ἐδῶ οἱ τρεῖς πρῶτες ἀδελφές μέ φροντίδα καί πνευματική εὐθύνη τοῦ Μητροπολίτου Κερκύρας καί ἱδρυτοῦ τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος Πολυκάρπου (Βαγενᾶ). Ἡγουμένη τῆς ἀδελφότητος ἀπό τῆς συστάσεώς της εἶναι ἡ γερόντισσα Εὐφημία Κόκοβα. Οἱ θεοφόροι π. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης καί π. Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης συμπαραστάθηκαν πνευματικά καί στήριξαν τή νεοπαγῆ κοινότητα.
Καθώς αὐξανόταν ὁ ἀριθμός τῶν μοναζουσῶν, ἐπισκευάστηκαν τά παλαιά κτίσματα καί οἰκοδομήθηκαν νέα, γιά νά καλύψουν τίς ἀνάγκες αὐτῶν καί τῶν προσκυνητῶν. Τό 1991 κατασκευάστηκε ἡ νότια πτέρυγα τῶν κελλιῶν, ὅπου καί τό σταυρόσχημο μέ τροῦλο παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ριζική ἀνακαίνιση ἔγινε στόν Ἱ. Ναό, ὥστε νά συντηρηθεῖ, νά ἁγιογραφηθεῖ βυζαντινότροπα ἀπό τίς ἀδελφές, ἀλλά καί νά ἀποβεῖ καταλληλότερος γιά τή θεία λατρεία. Τότε προστέθηκαν τά πλάγια δύο ψευδοκλίτη σέ ἀπαράμιλλη ἀρχιτεκτονική συμφωνία μέ τό παλαιό.
Ἡ ἁγιογράφηση βυζαντινῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο ἐργόχειρο τῶν μοναχῶν σήμερα, πέρα ἀπό τή φροντίδα τῶν κηπευτικῶν, τοῦ μικροῦ ἐλαιῶνα, τῶν ὀπωροφόρων δένδρων καί τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν. Ἰδιαίτερη φροντίδα καταβάλλεται γιά τήν παραμυθία καί τήν πνευματική στήριξη τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Ἀπό τό 1986 ἡ ἀδελφότης ἐκδίδει τά κηρύγματα τοῦ ἱδρυτοῦ της, Μητροπολίτου Κερκύρας Πολυκάρπου, (Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, τ. 3), τόν βίο καί την πολιτεία του (Πνευματική πατρότης καί ὁλοκαύτωσις), τά τῆς συμβολῆς του στό Μοναχισμό τῆς Κερκύρας (Πολύκαρπος Βαγενᾶς, ἐπίσκοπος καί καλόγερος), μεταφράσεις τοῦ Βίου καί Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος (ἑλληνικά, ρωσικά, ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), τόν βίο καί τήν πολιτεία τῆς γερόντισσας Μακαρίας (Γερόντισσσα Μακαρία, ἡ λαοφιλής μοναχή τῆς Ἁγίας Μαρίνας Βόνης), κυρίως ὅμως ἀπό τό 2002 καί ἑξῆς ἐπανεκδίδει πολύτομο, μέ προσθήκη μετάφρασης καί σχολιασμῶν, τό ἀνθολόγιο τοῦ μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου Ἀνατολικός Ὀρθόδοξος Μοναχισμός κατά τά πατερικά κείμενα. Σέ ἰδιαίτερο τόμο ἐξέδωσε τό κεφάλαιο Γυναικεῖος Ὀρθόδοξος Μοναχισμός (2008), μέ προσθήκη ἀνθολόγησης «προτροπῶν συγχρόνων Γερόντων πρός Μονάζουσες» καί Συνοπτική ἱστορία τοῦ Γυναικείου Μοναχισμοῦ στή Βυζαντινή ἐπικράτεια καί ἐν μέρει στά Βαλκάνια καί στή Ρωσία. Ἀπό τίς ἐκδόσεις Τέρτιος ἐκδόθηκε, ἐπίσης, δική της μετάφραση τοῦ Βίου τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καί τοῦ θαύματος τοῦ σχετικοῦ μέ τόν τόμο (11 Ἰουλίου). Στή μονή φυλάσσονται μικρά τεμάχια Ἱερῶν Λειψάνων, μεταξύ τῶν ὁποίων τῶν Ἁγίων: Ἄννης, Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη, Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, Ἀρσενίου Κερκύρας, Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως, τῶν Ἀποστόλων Ἰάσονος καί Σωσιπάτρου, Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Φιλοθέης, Γερασίμου τοῦ Νέου, Μεθοδίας τῆς ἐν Κιμώλῳ, Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, Χαραλάμπους καί Βαρβάρας.