Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Μητροπολίτου κου Νεκταρίου

Ἕνα ἀπό τά βασικά συστατικά τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως εἶναι ἡ ἄσκηση. Ὁ χριστιανός καλεῖται δι’ αὐτῆς, δηλαδή διά τοῦ ἀγῶνα καί τῆς πνευματικῆς ἀθλήσεως, νά ἐκκόψει τό ἴδιον θέλημα, τό ὁποῖο ἐμπεριέχει τό στοιχεῖο τῆς πτώσεως, τοῦ χωρισμοῦ δηλαδή ἀπό τόν Θεό καί τῆς πορείας στή ζωή μέ γνώμονα τό ἀνθρώπινο «ἐγώ». Τό «ἴδιον θέλημα» παρασύρει τόν ἄνθρωπο στήν μεγίστη ἁμαρτία, τήν θεοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ποιά εἶναι ὅμως τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς ἐν ἀσκήσει;

Εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί τῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν στήν ὕπαρξή μας. Αὐτό προϋποθέτει τήν παραδοχή ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον ὑλική, ἀλλά καί πνευματική ὕπαρξη. Ἐφόσον κατανοοῦμε ὅτι δέν ἔχουμε μόνον σάρκα καί ὑλικότητα, ἀλλά ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό καί ψυχή καί πνευματικότητα, τότε διά τῆς ἀσκήσεως κάνουμε στάση στίς ἐπιθυμίες μας καί παλεύουμε ἐναντίον τοῦ πειρασμοῦ, βάζοντας τήν ὕπαρξη σέ πνευματικό συναγερμό.

Εἶναι ὁ συσχετισμός της μέ τά πνευματικά ὅπλα τῆς παραδόσεώς μας. Ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ ἀγώνας κατά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ συγχωρητικότητα δέν εἶναι ἁπλῶς ἰδέες ἤ συνταγές τίς ὁποῖες θεωρητικῶς διακηρύσσουμε. Ὑπάρχει τό βίωμα καί ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὠθεῖ στό νά ἀκολουθήσουμε αὐτή τήν ὁδό. Ἡ ἄσκηση εἶναι νέκρωση τῶν παθῶν, δηλαδή σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀφετηρία, ἀλλά χωρίς τήν σταύρωση τοῦ ἐγώ τά πάντα μένουν στά λόγια.

Εἶναι ἡ στόχευση στήν ἀγάπη. Ἀσκούμαστε γιατί ἀγαποῦμε τόν Θεό. Ἡ σχέση ὅμως μέ τόν Θεό εἶναι κένωση, παραίτηση ἀπό τόν ἑαυτό μας χάριν τῆς ἀγάπης. Ἀσκούμαστε γιά νά μποροῦμε, ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοί, νά προσφέρουμε τό περίσσευμα τῆς νηστείας μας στούς ἀδελφούς μας. Τό περίσσευμα τῆς καρδίας μας ὡς συγχώρεση σέ αὐτούς πού μᾶς δυσκολεύουν.

Ὅλα αὐτά σήμερα δέν φαίνονται εὔκολα, καθώς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει λησμονήσει τήν ἀξία τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γιά πολλούς δέν ὑφίσταται μέ τήν πνευματική της διάσταση. Ὁ πολιτισμός μας βεβαίως ἔχει ἐφεύρει ὑποκατάστατα εἴτε γιά νά δημιουργήσει τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἀσχολεῖται καί μέ τό πνεῦμα εἴτε γιά νά πωρώσει τήν συνείδηση μέ τέτοιον τρόπο ὥστε νά μήν αἰσθάνεται τήν παρουσία τῆς ψυχῆς. Τέτοια ὑποκατάστατα εἶναι ἀντί γιά τήν νηστεία ἡ δίαιτα. Ἀντί γιά τήν ἐγκράτεια ἡ θεοποίηση τῆς φιληδονίας. Ἀντί γιά τήν προσευχή ὁ διαλογισμός, ἡ γιόγκα καί ἡ αὐτοσυγκέντρωση. Ἀντί γιά τήν ἀγρυπνία ἡ διασκέδαση μέχρι πρωίας. Ἀντί γιά τόν ἀγώνα κατά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν ἡ ψυχανάλυση. Ἀντί γιά τήν έλεημοσύνη οἱ καλές πράξεις πού κάνουν τόν δότη νά αὐτοδικαιώνεται, χωρίς ὅμως νά βλέπει τόν ἄλλον ὡς τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντί γιά τήν συγχωρητικότητα ἡ δικαιοσύνη τῆς δῆθεν καλῆς βίας, τῆς ἐκδικήσεως καί τοῦ σωφρονισμοῦ. Ἀντί γιά τήν μετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ μετατροπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σέ ἔθιμο γιά τό καλό τοῦ χρόνου.

Αὐτή ἡ στρεβλή εἰκόνα τῆς ζωῆς θεραπεύεται διά τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας βιώνει ὡς στάση ζωῆς. Ἄς τήν ἀκολουθήσουμε, ἐν ὄψει καί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.