Η εκκλησία της Κέρκυρας στην ιστορία και το παρόν
του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, ομοτ. Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ
Η Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων περιλαμβάνει γεωγραφικά το νησιωτικό σύμπλεγμα της βορειοδυτικής Ελλάδος, δηλαδή τα νησιά Κέρκυρα, Παξούς (με τους Αντιπάξους) και τα νησιά (βορειοδυτικά και βόρεια της Κέρκυρας) Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι. Ήδη ο Μέγας Πρωτοπαππάς Σπυρίδων Βούλγαρης ο Β΄ (1749-1760) υπέγραφε «θείω ελέει Μ. Πρωτόπαπάς πόλεως και νήσου Κερκύρας και των πέριξ νήσων». Ανεπιτυχής κίνηση των Παξών για εκκλησιαστική ανεξαρτητοποίηση έγινε το 1799, δημιουργήθηκε δε ανεξάρτητη Επισκοπή Παξών επί Αγγλικής προστασίας (1824-1966) προσετέθη στον τίτλο η φράση «και Διαποντίων Νήσων».
Η πολιτική διαχρονία: Με τη μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε χριστιανική (4ος αι.) η Κέρκυρα αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Ρωμανίας), έκτοτε ανήκει διοικητικά, αρχικά μεν στην επαρχία της Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα της Κεφαλληνίας. Στην εξέχουσα γεωγραφική της θέση οφείλει και τις αλλεπάλληλες ιστορικές περιπέτειές της, τις συνεχείς δηλαδή αλλαγές κατακτητών έως το 1864.
Το 1147 η Κέρκυρα κατελήφθη από τους Νορμανδούς (Ρογήρος Β΄), με τη βοήθεια όμως της Βενετίας –συμμάχου τότε του «Βυζαντίου»- επανήλθε στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (1149). Ο Νορμανδικός στόλος κατέλαβε και πάλι τη νήσο για μικρό χρονικό διάστημα το 1185, ενώ το 1199 περιήλθε στην εξουσία του γενοβέζου πειρατή Βετράννου. Με τη διανομή των βυζαντινών περιοχών (partitio Romaniae) μεταξύ των Φράγκων της Δ’ Σταυροφορίας (άλωση της Κωνσταντινουπόλεως 12 Απριλίου 1204), η Κέρκυρα περιήλθε στη Βενετία (α΄ Ενετοκρατία 1206-1214). Το 1207 όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα παραχωρήθηκε σε δέκα ενετούς ευγενείς ως τιμάριο, ενώ η Βενετία διατηρούσε ειδικά εμπορικά προνόμοια.
Από το 1204 έως το 1386 η Κέρκυρα γνωρίζει συνεχείς αλλαγές κατακτητών. Η πρώτη βενετική κατοχή διεκόπη το 1214 με την προσάρτηση της νήσου στο ελληνικό δεσποτάτο της Ηπείρου έως το 1259. Το έτος αυτό ο δεσπότης Μιχαήλ Β΄ ο Δούκας έδωσε την Κέρκυρα ως προίκα στο βασιλέα των Δύο Σικελιών Μανφρέδο. Στις 26 Φεβρουαρίου 1266 όμως ο Κάρολος Ανδεγαυός (D’ Anjou), με την υποστήριξη των παπικών δυνάμεων, νίκησε τον Μανφρέδο στο Benevento. Ο Μανφρέδος φονεύθηκε και ο Κάρολος δεν έγινε μόνο βασιλέας των Δυο Σικελιών αλλά, με την συνθήκη του Viterbo (27/5/1267), και κύριος της Κέρκυρας και όλων των κτήσεων του αντιπάλου του. Οι Φράγκοι ιππότες παραχώρησαν τη νήσο στον Κάρολο και μια νέα περίοδος, αληθινή «αρχή ωδινών» (Ματθ. 24,8) εγκαινιάστηκε γι’ αυτήν και την Εκκλησία της.
Όπως ελεύθερα είχαν δεχθεί τους Ρωμαίους οι Κερκυραίοι το 229 π.Χ. έτσι και το 1386, λόγω ανάλογων καταστάσεων στην Αδριατική, ύψωσαν εκούσια (20 Μαΐου 1386) τη βενετική σημαία (κατάληψη στις 9 Ιουνίου 1386). Η β΄ Ενετοκρατία θα διαρκέσει έως το 1797, αφήνοντας ευδιάκριτα τη σφραγίδα της σ’ όλο το φάσμα της Κερκυραϊκής κοινωνίας. Ο ενετός διοικητής του νησιού με την θέληση των Κερκυραίων συνέχισε να ονομάζεται Βάιλος (Bailus) (Bailus e Proveditor Generale). Από τις αρχές όμως του 17ου αι. εστάλη νέος ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής, ανώτερος του Βαΐλου με τον τίτλο: «Γενικός Προνοητής Θαλάσσης» (Proveditor Generale da mar), ένας από τους ανώτερους αξιωματούχους της Βενετίας, έως το τέλος της Κυριαρχίας της. Διοικητές Ενετοί ομότιτλοι υπήρχαν εκτός από την Κέρκυρα στο Ναύπλιο (Napoli da Romania), στο Μοριά (Regno di Morea) και στη Δαλματία. Ο Προνοητής όμως της Κέρκυρας είχε τη μεγαλύτερη εξουσία.
Η στρατηγική σημασία της Κέρκυρας δεν άφησε αδιάφορη την οθωμανική αυτοκρατορία. Επανειλημμένα προσπάθησε να την καταλάβει στη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Τρεις επιδρομές είναι οι σημαντικότερες: το 1537 (επί Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπούς), το 1571, λίγο πριν τη ναυμαχία της Ναυπάκτου και, τέλος, το 1716. Σφοδρή καταιγίδα προκάλεσε πανωλεθρία στον τουρκικό στόλο (11η Αυγούστου), που αποδόθηκε από τους κατοίκους στον προστάτη της νήσου άγιο και θαυματουργό Σπυρίδωνα.
Μετά την κατάληψη της Βενετίας από το στρατηγό Βοναπάρτη (1797, συνθήκη Campoformio), ο γάλλος στρατηγός Gentili ως εκπρόσωπος της δημοκρατικής Γαλλίας, κατέλαβε τα Ιόνια Νησιά (30 Ιουνίου 1797). Μετά τη ναυμαχία του Αμπουκίρ (1799), ρωσσοτουρκικός στόλος κατέλαβε τη νήσο (20 Φεβρουαρίου 1799) και ιδρύθηκε η ημιαυτόνομη «Επτάνησος Πολιτεία»,το πρώτο ελληνικό κράτος στη νεώτερη ιστορία. Με τη συνθήκη όμως του Τιλσίτ (1807) η Ρωσία παραχώρησε τα επί των Ιονίων Νήσων δικαιώματά της στην αυτοκρατορική Γαλλία. Η β΄ κατοχή των Γάλλων στη νήσο διήρκεσε από τις 8.8.1807 έως τις 26.6.1814, όταν οι Γάλλοι παρέδωσαν την Κέρκυρα στους Άγγλους. Τα Ιόνια Νησιά έγιναν βρετανικό προτεκτοράτο (με πρωτεύουσα την Κέρκυρα), υπαγόμενο στο Υπουργείο Αποικιών έως το 1864. Μετά από μακρούς και αιματηρούς αγώνες αποφασίστηκε (συνθήκη του Λονδίνου 1863) η ένωση των Ιονίων Νήσων με την ελληνική επικράτεια, που πραγματοποιήθηκε την 21 Μαΐου 1864. Η νήσος των Παξών και τα μικρότερα νησιά ακολούθησαν τις πολιτικές περιπέτειες της Κέρκυρας σ’ όλη τη μακρόσυρτη αυτή διαδικασία.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΘΕΣΜΟΙ
Από τις αρχές έως το 1267
Ίδρυση της Εκκλησίας: Ήδη η προχριστιανική Κέρκυρα διακρινόταν για την θεοσέβειά της. Ιδιαίτερα ο Απόλλων ως «απεριόριστα ισχυρός και θαυματουργός». «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) για την Κέρκυρα, ο μυθικός θεός του φωτός έσβησε μπροστά στον «Ήλιον της δικαιοσύνης», Κύριο Ιησού Χριστό. Ο χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Κέρκυρα σύμφωνα με αρχαία παράδοση, από τους μαθητές του αποστόλου Παύλου Ιάσωνα (επίσκοπο Ικονίου) και Σωσίπατρο (επίσκοπο Ταρσού) (βλ. Πράξ. 17, 5-9 και Ρωμ. 16,21). Κατά την παράδοση ο ηγεμόνας της νήσου Κερκυλίνος είχε θυγατέρα την Κερκύρα, που έγινε χριστιανή και οδηγήθηκε στο μαρτύριο από τον πατέρα της μαζί με άλλους πιστούς. Ο διάδοχος του Κερκυλίνου Δατιανός έγινε χριστιανός (βαπτίστηκε από τον Ιάσωνα) και έλαβε το όνομα Σεβαστιανός. Ο Σωσίπατρος μαρτύρησε στην πυρά, ενώ ο Ιάσωνας συνέχισε την ιεραποστολική του δράση και κοιμήθηκε ειρηνικά. Ο κοινός εορτασμός της μνήμης τους, ως και της μάρτυρος Κερκύρας, καθιερώθηκε ενωρίς στις 29 Απριλίου. Ο Ιάσων φέρεται ως ιδρυτής ναού προς τιμήν του αγίου Στεφάνου. Τα λείψανα των δυο φωτιστών της Κέρκυρας φυλάσσονται σήμερα στο φερώνυμο ναό τους. Η άποψη ότι η Κέρκυρα είναι η Μελίτη των Πράξεων (28,1), στην οποία έφθασε ναυαγός προερχόμενος από την Κρήτη ο απόστολος Παύλος δεν βρήκε υποστηρικτές. Τοπική παράδοση των Παξών δέχεται ως φωτιστές του νησιού τους αποστόλους (εκ των Ο΄) Κρίσπο και Γάιο. Ο δεύτερος φέρεται θαμμένος κάτω από το ιερό του ναού των αγίων Αποστόλων στην πρωτεύουσα του νησιού που φέρει το όνομά του (Γάϊ/Γάϊος).
Η αποστολικότητα της Εκκλησίας «Κερκύρας και Παξών» στηρίζεται στις τοπικές παραδόσεις. Ο χριστιανισμός βράδυνε να διαδοθεί στην ανθεκτικότερη σε κάθε είδους αλλαγή ύπαιθρο, όπου έως το τέλος του 3αι μ.Χ. υπήρχαν είδωλολατρικές εστίες. Μόλις τον 4ο αι. επικράτησε καθολικά η νέα πίστη (Μέγας Κωνσταντίνος).
Στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (-1204): Η Κέρκυρα πολιτικά και εκκλησιαστικά περιελήφθη στη διοίκηση του Ανατολικού Ιλλυρικού (Βαλκανική Χερσόνησος πλην της Θράκης) έως το 732, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη και εκκλησιαστικό κέντρο αναφοράς την Παλαιά Ρώμη. Η τοπική Εκκλησία υπαγόταν δικαιοδοσιακά στη Μητρόπολη Νικοπόλεως της Ηπείρου με έξαρχο τον Θεσσαλονίκης. Την υπαγωγή της Εκκλησίας του Ανατολικού Ιλλυρικού στη Νέα Ρώμη το 732 ακολούθησε και η Κέρκυρα, η Εκκλησία της οποίας προήχθη σε μητρόπολη το 10ο αιώνα (πρώτος μητροπολίτης μάλλον ο Αρσένιος). Κατά τα «Τακτικά» ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή η Κέρκυρα κατείχε περιοδικά την να΄ ή λή θέση και ως μητρόπολη την ογ΄, οε΄, και πθ΄ θέση. Η Εκκλησία της Κέρκυρας, διατηρώντας στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη δέχτηκε επανειλημμένα την εύνοια του κέντρου της αυτοκρατορίας. Οι δυναστείες των Κομνηνών και των Αγγέλων (1801-1204) με χρυσόβουλά τους της χορήγησαν διάφορα προνόμια και δωρεές.
Στη δίνη των πολιτειακών αλλαγών (120-1267): Η μεσολάβηση του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1214-1259) αποδείχτηκε για την Κέρκυρα ευεργετική. Χρυσόβουλο του δεσπότου Θεοδώρου (1214-1230), επικύρωσε τα παραχωρηθέντα από τους Κομνηνούς και Αγγέλους προνόμια. Με χρυσόβουλο του 1264 χορηγήθηκαν προνόμια στο «Ιερό Τάγμα». Καμία ουσιαστική μεταβολή δεν σημειώθηκε στην Εκκλησία της Κέρκυρας στην περίοδο αυτή, η οποία υπήρξε πραγματικά μεταβατική προς την επερχόμενη «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της.
Φραγκοκρατία – Λατινοκρατία (1267-1797)
Η παρουσία των Ανδεγαυών στην Κέρκυρα συνδέθηκε με μια σημαντικότατη μεταβολή στη ζωή της τοπικής Εκκλησίας. Ο Κάρολος μέσα στο φιλοπαπικό οίστρο του και ενεργώντας κατά τη βούληση του πάπα, κατήργησε τον ορθόδοξο επίσκοπο, αναγνωρίζοντας ως «επικρατούσα» θρησκεία τη λατινική. Για τη διαποίμανση του λαού, που ηρνείτο πεισματικά την υποταγή στη Ρώμη, χρησιμοποιήθηκε ο άγνωστος στην ιστορία του χριστιανισμού θεσμός του «Μεγάλου Πρωτοπαπά». Ορθά χαρακτηρίστηκε η απόφαση αυτή «μέγα γεγονός». Οι διαμαρτυρίες των Κερκυραίων που ζητούσαν, έστω, «χωρεπίσκοπο» και του τότε οικουμενικού πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ δεν εισακούστηκαν. Η κατάργηση του ορθοδόξου επισκόπου συνιστούσε οδυνηρή παρέμβαση στα sacra interna της τοπικής Εκκλησίας. Το επίθετο «μέγας» ήταν φιλολογικό εύρημα για τον εξευμενισμό της αντίδρασης του ορθόδοξου ποιμνίου. Σημασία έχει ότι ο θεσμός του Μεγάλου Πρωτοπαπά επεκτάθηκε σε όλες τις λατινοκρατούμενες περιοχές της τεμαχισμένης Ρωμανίας.
Οι Ενετοί από το 1386 δεν μετέβαλαν το νέο αυτό εκκλησιαστικό σύστημα, όχι μόνο επιδιώκοντας τη διατήρηση των καλών σχέσεων με τον Πάπα, αλλά και για δικό τους όφελος. Χρυσόβουλο του έτους 1387 ρύθμιζε τις σχέσεις ενετικής πολιτείας και των Κερκυραίων, δεν ελήφθη όμως μέριμνα για την Εκκλησία τους.
Η διαμόρφωση του θεσμού του Μεγάλου Πρωτοπαπά τεκμηριώνεται με το αρχειακό υλικό (τα έγγραφα αρχίζουν το 1604). Τον αρχηγό της κερκυραϊκής Εκκλησίας εξέλεγαν ομάδα λαϊκών εκλεκτόρων και οι πρεσβύτεροι του Ιερού Τάγματος, εκπροσωπούντες τον κλήρο. Τη μερίδα των λαϊκών εκλεκτόρων αποτελούσαν τα μέλη της ενετικής διοικήσεως (Clarissimo Regimento), ο Βάιλος και ο Γενικός Προνοητής, δυο σύμβουλοι και τρεις κριταί και τριάντα κερκυραίοι ευγενείς (nobili), εκλεγόμενοι για το σκοπό αυτό από το Συμβούλιο των «εκατόν πενήντα». Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα επανεκλογής. Τελικά ο θεσμός έγινε στην πράξη ισόβιος. Λόγω της πλειοψηφίας των ευγενών εκλεκτόρων οι Πρωτοπαπάδες ανήκαν κατά κανόνα στην τάξη των αριστοκρατών. Η πράξη εκλογής επικυρωνόταν από το Βάιλο και το Γενικό Προνοητή. Η συνήθης αυτοτιτλοφόρηση των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων ήταν: «Ημείς δια της Γαληνοτάτης Δουκικής Αυθεντίας των Βενετών (ή «ελέω Θεού και χάριτι της Γαληνοτάτης» κτλ.) Μέγας Πρωτοπαπάς της Πόλεως και νήσου Κερκύρας». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εξ΄ άλλου, προσαγόρευε τους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες κατά τον εξής τρόπο: «Παναιδεσιμώτατον και της των Κερκυραίων Μητροπόλεως Μέγα Πρωτοπαπάν και Πρόεδρον». Η προσπάθεια κερκυραϊκής πρεσβείας στη Βενετία (1582) να λάβει ο Μέγας Πρωτοπαπάς τον τίτλο του «χωρεπισκόπου» δεν τελεσφόρησε. Ήδη όμως το 1574 ο Μέγας Πρωτοπαπάς Αλέξιος Ραρτούρος υπογραφόταν: «Ο Θεοφιλεστατος χωρεπίσκοπος της Κερκύρας». Η Γαληνοτάτη θεώρησε το εγχείρημα «νεωτερισμόν επικίνδυνον».
Η εγκατάσταση του Μεγάλου Πρωτοπαπά γινόταν με μεγάλη επισημότητα, λαμβάνοντας το χαρακτήρα της περιβολής (Ιnvestitura), με την ανάμειξη της πολιτείας. Ο Γενικός Προβλεπτής υποδεχόταν τον νεοεκλεγέντα στο ανάκτορό του, τον ενέδυε ερυθρό μανδύα και του εγχείριζε την ποιμαντορική ράβδο και το σκιάδιο (πλατύγυρο πίλο). Ο Μέγας Πρωτοπαπάς έδινε τον καθορισμένο όρκο και ανέπεμπε δέηση υπέρ της Βενετίας, των αρχών, του κλήρου και του λαού, ο οποίος έψαλλε το «Εις πολλά έτη, Δέσποτα». Στο ανάκτορο εκλεγόταν ο Ιερογραμματεύς με μυστική ψηφοφορία, προερχόμενος από την αριστοκρατική τάξη. Ο Μέγας Πρωτοπαπάς μεταφερόταν στους ώμους τεσσάρων ανδρών στο μητροπολιτικό ναό, όπου τελούσε δοξολογία και εγκαθίστατο στο θρόνο του. Ήταν, πράγματι, (διοικητικά) επίσκοπος, χωρίς επισκοπική χειροτονία. Ήταν η πνευματική και εθναρχική κεφαλή του κερκυραϊκού λαού. Χορηγούσε άδειες χειροτονίας, εγκαινίαζε ναούς και ασκούσε δικαστική εξουσία.
Την Εκκλησία διοικούσε ο ίδιος ο Μέγας Πρωτοπαπάς και μέσω των αντιπροσώπων του, των «δευτερευόντων» πρωτοπαπάδων, στα εννέα «διαμερίσματα» της διοικήσεως. Πρωτοπαπάς προΐστατο και του διαμερίσματος των Παξών. Σημαντικές ήταν οι πρωτοπαπαδικές ποιμαντικές επισκέψεις (πρώτη μνεία: 1675-76) για τον έλεγχο της καταστάσεως των ναών και για επίλυση τοπικών προβλημάτων. Συνεργάτες του Μεγάλου Πρωτοπαπά ήταν οφφικιούχοι ιερείς, που αποτελούσαν ένα είδος αυλής γύρω του: α) Ο Σακελλάριος. Ένας και μοναδικός σε όλη την τοπική Εκκλησία, αντικαθιστούσε το Μεγάλο Πρωτοπαπά όταν απουσίαζε, μετέχοντας όλων των προνομίων του έχοντας την πρωτοκαθεδρία έναντι όλων των οφφικιούχων και πρωτοπαπάδων, β) ο εκκλησιάρχης με αρμοδιότητα το κήρυγμα, γ) ο χαρτοφύλακας με δικαστική αρμοδιότητα, δ) ο άρχων των μοναστηρίων, ε) ο αρχιμανδρίτης, αρμόδιος για την εξομολόγηση και την πνευματική φροντίδα, στ) ο ιερομνήμων, ζ) ο πρωτοψάλτης, υπεύθυνος για την συνέχεια της ψαλτικής μουσικής παραδόσεως.
Με τον πρωτοπαπαδικό θεσμό συνδέθηκε η ύπαρξη και λειτουργία του Ιερού Τάγματος. Πρόκειται για τους 32 ιερείς της πόλεως τους οποίους ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έδωσε το δικαίωμα της συμμετοχής στην εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά. Οι ρίζες του μάλλον βρισκόταν στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (Μανουήλ Κομνηνός 1143-1180). Ο επικεφαλής ονομαζόταν «πριόρης» κατά τα δυτικά πρότυπα υπήρχε δε και «γραμματικός». Τα μέλη του τάγματος από το 1535 περιορίστηκαν σε 20. Η ενετική διοίκηση έδωσε στο τάγμα νέα προνόμια και τιμητικές διακρίσεις. Προεξήρχαν σε όλες τις εν γένει τελετές. Ήταν ισόβιοι, με δικαίωμα όμως παραιτήσεως όταν συνέτρεχε σοβαρός λόγος.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό – σύνηθες όμως στα Επτάνησα- είναι ο μεγάλος αριθμός ναών στην Κέρκυρα. Τα Ιόνια Νησιά ήταν –και είναι- κατάσπαρτα από ναούς και παρεκκλήσια. Το 1675, μόνο στην πόλη της Κέρκυρας υπήρχαν 21 ναοί σε λειτουργία. Στην απογραφή του 1755 υπάρχουν 569 εγγραφές χωρίς τα παρεκκλήσια, των οποίων ο αριθμός ήταν μεγάλος. Στους Παξούς υπήρχαν 39 ναοί το 1686, 45 το 1739 και 51 το 1781. Οι ναοί διακρίνονταν σε συναδελφικούς (confraternita), κτητορικούς ιδιωτών (juspatronato privato), κτητορικούς του δημοσίου (juspatronato pubblico) και μοναστηριακούς. Ο μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών ναών οφείλεται στο γεγονός ότι η Βενετία από το 1504, μετά από έντονες διαμαρτυρίες εξαίρεσε τους ναούς από κάθε φορολογία. Κτηματίες έκτιζαν εκκλησίες και τις προίκιζαν με μεγάλη περιουσία, κληροδοτούμενη μαζί με το ναό στα παιδία τους. Οι ιδιόκτητοι ναοί χρησιμοποιούνταν εξάλλου ως ευκτήριοι οίκοι και οικογενειακά νεκροταφεία. Υπήρχε μεγάλη ευκολία στην ανέγερση νέων ναών ή την ανακαίνιση των παλαιών. Οι δημόσιοι ναοί και οι περιουσίες τους ανήκαν στο δημόσιο και προσφερόταν συχνά σε πολίτες ή κληρικούς ως ανταμοιβή για την υπηρεσία τους στην Πολιτεία. Οι συναδελφικοί – η σημαντικότερη ομάδα- ήταν εφημεριακοί και συνιστούσαν μικρή κοινότητα, τον πυρήνα της ενορίας. Λειτουργούσαν ως «εταιρείες» και είναι άγνωστο πότε εμφανίστηκαν. Ήταν το κυριότερο είδος ναού στην ενετοκρατία. Με διάταγμα της 9ης Μαΐου 1584 ανατίθεται στο Μεγάλο Πρωτοπαπά η επιτήρηση των ιδιόκτητων ναών και μονών. Ανάλογα διατάγματα εκδόθηκαν το 1622, το 1646 και το 1721. το σπουδαιότερο απ’ όλα υπήρξε το διάταγμα του προνοητού Α. Σαγρέδου (26 Ιουλίου 1754). Είναι ο γνωστός «σαγρέδειος νόμος», που θα επηρεάζει τα εκκλησιαστικά πράγματα έως τον 20ο αιώνα. Με το σαγρέδειο νόμο διευθετήθηκαν και τα προβλήματα των μοναστηριακών ναών. Υπήρχαν μοναστήρια ανδρώα και γυναικεία, όλα κοινόβια.
Μεταβατική Ξενοκρατία (1797-1814)
Μολονότι οι Δημοκρατικοί Γάλλοι ήλθαν στην Κέρκυρα ως ανεξίθρησκοι και ελευθερωτές, δεν ανταποκρίθηκαν στο μόνιμο αίτημα των Κερκυραίων, την αποκατάσταση δηλ. του επισκοπικού τους θρόνου. Ήδη το 1780 είχαν ζητήσει την μεταφορά του μεγάλου κερκυραίου επισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη. Το αίτημά τους δικαιώθηκε το 1799 με πρωτοβουλία του ρώσου ναυάρχου Ουζακώφ. Η εκλογή ορίστηκε στις 7 Ιουνίου 1799, με συμμετοχή όλου του κλήρου. Νέες ενέργειες για μετάκληση του Νικηφόρου Θεοτόκη απέτυχαν. Κατά την τρίτη εκλογή εξελέγη ο Ιωάννης Βαπτιστής Βερβιτσιώτης – Κιγάλας, που έλαβε το όνομα Ιερόθεος και χειροτονήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1800. Η Κέρκυρα μετά από 532 χρόνια είχε και πάλι επίσκοπο.
Το 1803 ψηφίστηκε το Β’ Σύνταγμα της «Επτανήσου Πολιτείας», το δ΄ άρθρ. του οποίου ορίζει: «Η Γραικική Ορθόδοξος Πίστις εστίν η κυριεύουσα θρησκεία της Επικρατείας. Η Καθολικορωμάνα θρησκεία εστί προσέτι δεκτή και προστατευομένη. Άπασα άλλη λατρεία εστίν ανεκτή». Είναι το πρότυπο που θα ακολουθηθεί από όλα τα μεταγενέστερα ελληνικά συντάγματα. Ως απόρροια του άρθρ. 113 ψηφίστηκε (8.9.1803) εκκλησιαστικός Κανονισμός, «Διάταξις Εκκλησιαστική αφορώσα τον Ορθόδοξον Κλήρον της Επτανήσου Πολιτείας», έργο μάλλον του Ιωάννη Καποδίστρια, νεαρού τότε «εξ απορρήτων» (γραμματέως) της επικρατείας, ο οποίος και συνυπογράφει το κείμενο. Ρυθμίζεται η δικαστική δικαιοδοσία των μητροπολιτών, ορίζεται ο θεσμός των μεγάλων οικονόμων (ο μέγας οικονόμος –ένας για κάθε νησί- λαμβάνει τη θέση του σακελλαρίου της πρωτοπαδικής εποχής) και κωδικοποιείται η διαδικασία του Ιεροδικείου μαζί με ζητήματα λατρείας και εσωτερικής εκκλησιαστικής τάξεως. Πρώτος Μέγας Οικονόμος Κερκύρας διορίζεται ο κεφαλονίτης ιερομόναχος Χρύσανθος Κεφαλάς. Άλλες σημαντικές αποφάσεις είναι η έκδοση βιβλίου «Κατήχησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας» και βιβλιαρίου προσευχών για τις οικογένειες. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέθεσε τη σύνταξη της Κατηχήσεως στον κεφαλονίτη κληρικό Γερμανό Καρούσο.
Οι αυτοκρατορικοί Γάλλοι (1807) κατήργησαν το Σύνταγμα του 1803. Από τη νομοθεσία των Γάλλων για τα εκκλησιαστικά της Κέρκυρας και των άλλων νησιών σημαντικότερος είναι ο νέος Κανονισμός του 1811 «Διαταγή των Εκκλησιών και Κλήρου των Γραικών των Ιονίων Νήσων» (18.9.1811, σε 11 κεφάλαια και 14 άρθρα). Στηρίχθηκε στο σαγρέδειο νόμο και θέσπισε ειδική πολιτειακή αρχή για τα εκκλησιαστικά, το «Μαγιστράτο των Εκκλησιαστικών τόπων», («Αρχείον Θρησκείας»), ρυθμίζοντας συγχρόνως σύνολη την εσωτερική ζωή του εκκλησιαστικού οργανισμού και τη σχέση του με την πολιτική εξουσία. Οι πολιτειοκρατικές τάσεις είναι αισθητές.
Αγγλοκρατία (1814-1864)
Το Σύνταγμα του 1817 (επί αρμοστού Maitland) είχε σημασία για σύνολη την ιόνιο Εκκλησία. Θεσμικό χαρακτήρα είχε η απόφαση για επτά επισκόπους, ένα για κάθε νησί. Ο επίσκοπος Κερκύρας, όπως κι εκείνοι των μεγαλυτέρων νησιών (Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Ζακύνθου και Κυθήρων) ονομάστηκαν μητροπολίτες, ενώ της Ιθάκης και των Παξών επίσκοποι. Επικεφαλής της ιονίου Εκκλησίας οριζόταν ένας από τους Μητροπολίτες, με θητεία ενός έτους και τον τίτλο του Εξάρχου. Οι θρόνοι πληρώθηκαν κανονικά το 1824. Σημαντική υπήρξε η Πράξη του Β΄ Κοινοβουλίου (3.5.1825), που ενέκρινε «Εκκλησιαστική Διάταξη» (Κανονισμό αναφερόμενο στο σύνολο του εκκλησιαστικού οργανισμού) και ίσχυσε- με κάποιες αναγκαίες συμπληρώσεις- σε ολόκληρη την περίοδο της αγγλικής προστασίας. Δεν έπαυσε όμως η ισχύς του σαγρέδειου νόμου και , κυρίως του Κανονισμού του 1811. Νόμος του Δ’ Κοινοβουλίου (31.5.1833) όριζε τα της εκλογής των επισκόπων και κάλυπτε το κενό.
Κατάλογος του από Ρωγών και Τοποτηρητού (τότε) Κερκύρας Μακαρίου το 1820 δίνει 844 ναούς (41 στην πόλη, 800 στα χωριά και 3 κατεδαφισμένους), ενώ λίγα χρόνια μετά το 1826 ο Εμ. Θεοτόκης κάνει επίσης λόγο για 800 ναούς. Οι Παξοί είχαν το 1825 61 ναούς.
Στο Ελληνικό Κράτος
Μετά την Ένωση (1864) τέθηκε το θέμα (Β΄ Εθνοσυνέλευση , 17.11.1864) της «αφομοιώσεως» της Εκκλησίας της Επτανήσου, υπαγομένης έως τότε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι υποστηρικτές της οικουμενικής – ρωμαίικης ιδέας (π.χ. Γ. Τυπάλδος – Ιακωβάτος) θεωρούσαν την αφομοίωση αντιβαίνουσα στο άρθρ. 3 της συνθήκης του Λονδίνου (29.3.1864), που αναγνώριζε την υπάρχουσα ιόνια νομοθεσία. Οι οπαδοί της στενής εθνικής ιδέας, όπως ο Κερκύρας Αθανάσιος, τάχθηκαν υπέρ της αφομοιώσεως. Υπερίσχυσαν οι δεύτεροι.
Ζήτημα σοβαρό μετά την εκκλησιαστική αφομοίωση αποτέλεσε η εφαρμογή των «περί ναών» διατάξεων. Οι Κερκυραίοι αντιστάθηκαν αρχικά στη νομοθεσιακή αφομοίωση και στη μεταβολή του καθεστώτος των ναών. Η ελληνική Πολιτεία κατενόησε τη διαφορετική περί ενορίας αντίληψη των Κερκυραίων (άρνηση στην παρέμβαση του δημοτικού συμβουλίου, δηλαδή μη «ενοριτών», στην εκλογή των εκκλησιαστικών συμβούλων). Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε μόλις με τον Αν. Ν. 2200/1940 «Περί ιερών ναών και εφημερίων της Επτανήσου», στον οποίο γίνεται δεκτή η ιδιαιτερότητα της Επτανήσου. Στην Κέρκυρα έχουν απομείνει σήμερα τρεις συναδελφικοί ναοί.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ο διάλογος με τη δυτική πρόκληση
Μετά τη Δ’ Σταυροφορία (1204) και κυρίως με την έλευση των Ανδεγαυών, η Εκκλησία της Κέρκυρας αναλαμβάνει εθναρχικό ρόλο, αγωνιζόμενη για την ύπαρξη του ορθοδόξου πληρώματος και την ιστορική συνέχειά του. Και ναι μεν διεκόπη η πολιτική σχέση με το εθναρχικό κέντρο (την Κωνσταντινούπολη), όχι όμως και η πνευματική και πολιτιστική σχέση μαζί του, όπως και με το λοιπό γένος.
Η Δύση, με την εκκλησιαστική – πολιτική εκπροσώπησή της στο νησί, θα ενεργεί με αφετηρία κάποιες δεδομένες ιστορικές σταθερές: α) την καθολική (θεολογική, πολιτική, πολιτιστική) διαφοροποίησή της από την Ορθόδοξη Ανατολή, β) την έντονη προκατάληψή της για τον ορθόδοξο κόσμο, θεμελιωμένη στην πολιτική του Καρλομάγνου (8ος-9ος αι.) και των διαδόχων του, γ) τον άσβεστο πόθο για υποταγή και απορρόφηση της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας (οριακά σημεία αυτής της πολιτικής το 1204, το 1439- Φλωρεντία- και η λατινοκρατία στην Ανατολή). Αυτή είναι η ιστορική προοπτική για την ερμηνεία των εξελίξεων και στο χώρο της Κέρκυρας.
Οι πολιτειακές παρεμβάσεις: Με τους Ανδεγαυούς αποκαλύπτεται η δυτική πρόθεση για το ορθόδοξο – ελληνικό στοιχείο. Η Κέρκυρα θα γνωρίσει στο εξής την τραχύτερη λατινοκρατία από όλες τις περιοχές της υπόδουλης Ρωμανίας. Ο Κάρολος D’ Anjou ενεργούσε ως εκτελεστικό όργανο της Ρώμης (του Πάπα). Η βάναυση επέμβαση στη δομή του εκκλησιαστικού οργανισμού των ορθοδόξων στόχευε στη βαθμιαία αποσύνθεση και διάλυσή του. Η Κέρκυρα υπήρξε από τα πρώτα θύματα της παπικής μισαλοδοξίας, η οποία, μέσω της πολιτικής εξουσίας, διέπραξε εις βάρος των ορθοδόξων ό,τι δεν αποτόλμησαν ούτε οι βάρβαροι Οθωμανοί: από το 1264 έως το 1779 μόνος επίσκοπος της νήσου θα είναι ο Λατίνος με τον τίτλο (από την αρχή) Archiepiscopus Corphiensis». Ο κρυφός πόθος της Ρώμης ήταν ο εκλατινισμός με κάθε με΄σο. Η δικαιοδοσία του ορθοδόξου κλήρου περιορίστηκε τα καθαρώς πνευματικά θέματα (βάπτισμα, γάμος, διαζύγιο, λατρεία). Κυρίως όμως επιδιώχθηκε ο έλεγχός του για την αποδυνάμωσή του και τον περιορισμό του εθναρχικού του ρόλου.
Οι Ενετοί ακολούθησαν την ίδια πολιτική, όπως mutatis mutandis και όλοι οι επόμενοι ξένοι κυρίαρχοι. Με άξονα το «πολιτικόν της Δημοκρατίας συμφέρον» εξισορροπήθηκαν τα δυο σκέλη της ενετικής πολτικής , προς την παπική εξουσία και το ορθόδοξο στοιχείο. Προς τη Ρώμη ίσχυε η γνωστή ενετική αρχή «siamo Veneziani e poi christiani» (εθνικισμός). Προς τους ορθοδόξους, και κυρίως το εθναρχικό τους κέντρο, εφαρμόστηκε η αποφυγή άκαιρων προκλήσεων. Έτσι εξηγούνται οι κατά καιρούς αρνήσεις στις παπικές αξιώσεις, αλλά και η επιλεκτική αποδοχή ορθοδόξων αιτημάτων. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι οι λατίνοι επίσκοποι Κερκύρας ήταν κατά κανόνα Ενετοί. Η κοινή καταγωγή εξασφάλιζε την νομιμοφροσύνη. Μόνο ο διορισμός τους ανήκε στον Πάπα, που μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη διατηρούνταν μόνιμα σε απόσταση ασφαλείας για τα ενετικά συμφέροντα. Η Βενετία καλούσε στα έγγραφά της τους Κερκυραίους «αγαπητά τέκνα», αλλά παράλληλα συνιστούσε σεβασμό των λατινικών προνομίων. Οι παρεμβάσεις, εξ άλλου στην ορθόδοξη κοινότητα γινόταν με κάθε λεπτότητα, κάθε ορθόδοξη δράση όμως βρισκόταν μόνιμα υπό τον πληρη έλεγχο της διοικήσεως. Και αυτά τα sacra interna δεν έμεναν απαραβίαστα, αφού τυπικώς όλα επιτρέπονταν, εφόσον όμως δεν έθιγαν στο ελάχιστο την πολιτική εξουσία. Είναι γεγονός ότι από το 17ο αιώνα η Βενετία τήρησε φιλικότερη πολιτική προς το ορθόδοξο στοιχείο, για να εξασφαλίσει το τελευταίο προπύργιό της στη Μεσόγειο. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις στις οποίες αδρανούσε η ενετική ανοχή, όπως λ.χ. η μη απονομή στο Μεγάλο Πρωτοπαπά του τίτλου του «χωρεπισκόπου», για να αποφευχθεί η αύξηση του κύρους και της δυνάμεώς του. Συγχρόνως όμως δεν επετράπη (1463) ο έλεγχος του Ιερού Τάγματος από τον παπικό Έξαρχο. Η παρακώλυση των χειροτονιών οφειλόταν σε πρακτικότερους λόγους (περιορισμό των προνομίων και αύξηση των εργατικών χεριών). Η αναγκαστική, τέλος, συμμετοχή του ορθοδόξου κλήρου στις ενετικές εορτές επιβεβαίωνε απλώς τη σχέση εξαρτήσεως και αναρρίπιζε την απαιτούμενη νομιμοφροσύνη.
Η έλευση στη νήσο των Δημοκρατικών Γάλλων είχε τεράστια σημασία για όλη την ορθόδοξη Ανατολή. Ήταν η πρώτη έμπρακτη συνάντηση του Ρωμαίικου με την μετεπαναστατική και διαφωτισμένη Ευρώπη. Η υποδοχή των Γάλλων στο πρόσωπο του στρατηγού A. Bonavit Gentili ήταν θριαμβευτική, διότι αναμενόταν η καθολική (εκκλησιαστική και εθνική) αποκατάσταση. Το (αμφισβητούμενο) εύρημα του Μεγάλου Πρωτοπαπά να παρουσιαστεί στο στρατηγό με την Οδύσσεια αποσκοπούσε στο να δηλωθεί η προγονική εύκλεια του κερκυραϊκού λαού. Η αρχικά πρόθυμη συμμετοχή στα έργα της Δημοκρατίας (Ο Μ. Πρωτοπαπάς μαζί με τον λατίνο επίσκοπο διορίστηκαν μέλη του «Προσωρινού Δημαρχείου») και οι δημοκρατικές ενέργειες μέρους του κλήρου (ζητούσαν την αποφεουδαρχοποίηση του εκκλησιαστικού χώρου και φόρεσαν την τρίχρωμη κονκάρδα) γρήγορα μεταβλήθηκαν σε απογοήτευση. Τα τέκνα της Γαλλικής Δημοκρατίας έδειξαν το αληθινό πρόσωπό τους: δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας, απαγόρευση των κωδωνοκρουσιών, διαρπαγή των ιερών σκευών και σαφώς αντορθόδοξες ενέργειες, όπως η προσπάθεια επιβολής της νέας θρησκείας του «θεοφιλανθρωπισμού» με περιθωριοποίηση του χριστιανισμού, ενέργειες για αναβίωση της αρχαίας ειδωλολατρίας και των ολυμπιακών αγώνων, δηλ. κατάφαση της παγανιστικής αρχαιότητας στο σύνολό της και, το σκανδαλιστικότερο για τους Κερκυραίους, η απόφαση μεταφοράς του ιερού λειψάνου του αγίου Σπυρίδωνος, με τον οποίο είχε ταυτιστεί η κερκυραϊκή συνείδηση, σε αποθήκη. Το τελευταίο υπερέβη κάθε όριο αντοχής της λαϊκής ψυχής, συντελώντας στην καθολική μεταστροφή της. Ο θετικός αντίκτυπος των αντιγαλλικών πατριαρχικών εγκυκλίων και του Μεγάλου Πρωτοπαπά μετά την αναχώρηση των Γάλλων επιβεβαιώνει τη γενική δυσαρέσκεια.
Η βρετανική πολιτική πλησίαζε εκείνη της Βενετίας, αλλά αποδείχθηκε σκληρότερη σε περιπτώσεις απειθαρχίας. Μόνιμη ήταν η προσπάθεια των αρμοστών να παταχθεί κάθε ενέργεια απελευθερωτική – ενωτική. Οι Άγγλοι γνώριζαν καλά την κοινωνική δυναμική της Ορθοδοξίας, που θα γίνει από το 1849 σημαία του ριζοσπαστικού αγώνα. Η εύνοια προς αγγλόφιλους ιεράρχες δεν μπόρεσε να απορυθμίσει τους κώδικες συμπεριφοράς της πλατιάς μάζας του κλήρου και του λαού. Ούτε εξ άλλου η συνταγματική εξίσωση της θρησκείας των «προστατών» με την ορθόδοξη απέβη αποτελεσματική. Ο άνεμος της εθνικής αποκαταστάσεως έπνεε συνεχώς και ο κλήρος, στην συντριπτική του πλειονοψηφία, πρωταγωνιστούσε στις εθνικές επιδιώξεις. Η σχεδόν άγνωστη απόπειρα της «προστασίας» για αυτοκεφαλία της επτανησιακής Εκκλησίας (1831 και 1836-1840) εντάσσεται στις ενέργειες της αγγλικής πολιτικής να διακοπεί κάθε επικοινωνία με το εθναρχικό κέντρο και η οποιαδήποτε επιρροή του.
Η λατινική υπονόμευση: Η προνομιακή θέση της λατινικής Εκκλησίας διήρκεσε έως το 1797. Η λατινική επιβουλή κατά του ορθοδόξου στοιχείου ήταν μόνιμη, διότι το τελευταίο δεν φάνηκε πρόθυμο να υποταγεί στον Πάπα. Η λατινική στάση έναντι των ορθοδόξων των λατινοκρατούμενων περιοχών προσδιοριζόταν από την Δ΄ Σύνοδο του Λατερανού (1215, αρχή της Ουνίας) και τις ουνιτικές αποφάσεις της ενωτικής συνόδου της Φλωρεντίας (1438/9), τις οποίες προσπαθούσαν να επιβάλουν. Το λατινικό – σαφώς ουνιτικό- επιχείρημα ήταν ότι η ύπαρξη δυο κεφαλών στο ίδιο σώμα είναι κάτι τερατώδες. Οι Κερκυραίοι επί έξι αιώνες απέδειξαν ότι στην Κέρκυρα δεν υπήρχε ένα «μιξόθηρο» σώμα, αλλά η «μια, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία», δηλ. η ορθόδοξη, σαφώς διακρινόμενη από τη δυτική παραχάραξή της. Την παλλαϊκή αντίσταση επιχείρησαν να κάμψουν οι συνεχείς πιέσεις: διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, των ιερών λειψάνων, απαίτηση ανεκπλήρωτη χειροτονίας των ορθοδόξων κληρικών, προσπάθεια εισαγωγής της Inquisitio (Ιεράς Εξετάσεως) και του γρηγοριανού ημερολογίου, δημιουργίας λατινικών «αλταρίων» στους ορθοδόξους ναούς, χορηγήσεως αδείας για το κήρυγμα και συνεχής ταπείνωση του Μεγάλου Πρωτοπαπά και του ορθοδόξου κλήρου (τα έγγραφα μιλούν συνεχώς για «κλίση της κεφαλής» προ το Λατινεπισκόπου). «Ένα από τα πλέον έντονα χαρακτηριστικά της εποχής της λατινοκρατίας δια την Εκκλησίαν της Κερκύρας», ήταν και η αναγκαστική συμμετοχή στις εορτές των Λατίνων. Δεν επετεύχθη όμως, παρά την συνεχή πίεση, η μυστηριακή διακονία (intercommunio). Οι κατά καιρούς έντονες αντιδράσεις απέβλεπαν στον περιορισμό των αυθαιρεσιών. Κάποιες παραχωρήσεις της Ρώμης σε λατρειακά θέματα (π.χ. Λατίνοι να εορτάζουν το Πάσχα κατά το ανατολικό ημερολόγιο) απέβησαν τελικά υπέρ της ίδιας της Ρώμης (αποφυγή αντιπαλοτήτων και διευκόλυνση της προπαγανδιστικής δραστηριότητας).
Η λατινική προπαγάνδα αναπτύχθηκε στην Ανατολή μεθοδικά, με μόνο στόχο τον προσηλυτισμό (έμμεση υποταγή). Ιδιαίτερα εφαρμόστηκε η αρχή «propagatio fidei per scientias» μέσω του ουνιτικού «Ελληνικού Κολεγίου» του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη και της δράσης μοναχικών ταγμάτων (κυρίως ιησουητών). Η «ιεραποστολή» ήταν το όχημα της προπαγάνδας στην Ανατολή. Κήρυγμα, έντυπα και σχολεία ήταν τα βασικότερα όπλα της λατινικής προπαγάνδας και στην Κέρκυρα. Έτσι εξηγείται γιατί οι σχέσεις με το λατινικό στοιχείο έμειναν μόνιμα τεταμένες στην Κέρκυρα και μετά το τέλος της λατινοκρατίας, λόγω της παπικής αλλά και της ιταλικής πολιτικής. Η προσπάθεια του λατίνου επισκόπου Nicholson (1848-1853) να επαναφέρει τον τίτλο του archiepiscopus corcyrensis (παρέπεμπε πάλι στην ανδεγαυική κυριαρχία) αντιμετωπίστηκε με σθένος από το μητροπολίτη Αθανάσιο (Πολίτη), ο οποίος έδωσε στο θέμα τις ορθές για το 19ο αι. διαστάσεις (εθνικές). Η αντιπαλότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια (Μητροπολίτης Κερκύρας Μεθόδιος Κοντοστάνος), για να υποχωρήσει σημαντικά στα πλαίσια των οικουμενικών σχέσεων και του διαχριστιανικού διαλόγου.
Η προτεσταντική διείσδυση: Στην περίοδο της βρετανικής προστασίας εμφανίζονται και στην Κέρκυρα προτεστάντες μισσιονάριοι, στο γενικότερο σχέδιο εκπροτεσταντισμού της Εκκλησίας της αναγεννώμενης Ελλάδος. Προέρχονταν κυρίως από την Αγγλία και την Αμερική («Αγγλοαμερικανούς» τους αποκαλούσε ο λαός) και ανήκαν σε καλβινίζουσες πρεσβυτεριανές παραφυάδες της πολυδαίδαλης προτεσταντικής οικογένειας. Στην Κέρκυρα έδρασαν ιδιαίτερα οι Βαπτιστές (βασικός σταθμός για όλη την Ελλάδα) και η British Foreign Bible Society, η οποία με τις μεταφράσεις της Γραφής διευκόλυνε το έργο των μισσιοναρίων. Ιδρύθηκε (1819) και Ιόνια Βιβλική Εταιρεία με αντιπρόεδρο το μητροπολίτη Μακάριο. Ο λαός έβλεπε με δυσπιστία τις προτεσταντικές ενέργειες, τις οποίες μάλιστα συνδύασε με τη δράση της Θεολογικής Σχολής και του Ιεροσπουδαστηρίου (υπήρχε αποδεδειγμένα φιλοπροτεσταντική τάση επί διευθύνσεως Ν. Βάμβα 1828-1823). Οι σημερινοί – ολιγάριθμοι σχετικά προτεστάντες της Κέρκυρας θεωρούνται καρπός εν πολλοίς της προσηλυτιστικής δράσεως των προτεσταντών του 19ου αιώνα.
Η διαλεκτική με την πραγματικότητα
Κατάσταση κλήρου και λαού: Στο αρχειακό υλικό απαντούν κατά καιρούς αναφορές στην κατάσταση του κλήρου. Παρόλο που βασικά επισημαίνονται οι μη κανονικότητες, οι ελλείψεις δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, ιδιαίτερα το 15ο και 16ο αιώνα τους κρισιμότερους για την ιστορία της Κέρκυρας. Βέβαια, ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά και στις δυτικές κοινωνίες. Σπάνια εξετάζονταν τα προσόντα των υποψηφίων κληρικών, η σχολική παιδεία ήταν υποτυπώδης (κολυβογράμματα), οι εγγράμματοι λίγοι, κυρίως αριστοκράτες. Εγκύκλιοι ελεγκτικές για το ήθος και τη συμπεριφορά των κληρικών θα εκδίδονται ως το 19ο αιώνα. Το 1861 τυπώθηκε «Χριστιανική Διδασκαλία» του μεγάλου πρωτοπαπά Χριστοδούλου Βούλγαρη για την κατάρτιση κληρικών (εξήγηση της Θ. Λειτουργίας). Τα κίνητρα εισόδου στον κλήρο συχνά δεν ήταν εκκλησιαστικά (απαλλαγή στρατιωτικών υποχρεώσεων και αγγαρειών). Εν τούτοις ο αριθμός των κληρικών ήταν πάντοτε μεγάλος. (Το 1738 έφθασαν τους 294 και το 1759 μαζί με τους αναγνώστες, τους 630. Το 1826 υπήρχαν 315). Η οικονομική τους κατάσταση όμως ήταν δραματική, λόγω μη επάρκειας εφημεριακών θέσεων. Οι περισσότεροι κληρικοί εργαζόταν ως γεωργοί, οικοδιδάσκαλαοι ή νοτάριοι (συμβολαιογράφοι). Λιγότερα προβλήματα είχαν οι μοναχοί λόγω των εσόδων των μοναστηριών. Η απουσία ιερατικής συνειδήσεως και οι περιπτώσεις σκανδαλισμού του λαού δεν ήσαν σπάνιες. Υπάρχουν εξ άλλου εγκύκλιοι, που ελέγχουν τη συμπεριφορά και των λαϊκών, ιδιαίτερα όσον αφορά έθιμα ειδωλολατρικά (περίοδος καρναβαλιού) και ηθικές ατασθαλίες. Η διαπίστωση επί Επτανήσου Πολιτείας της ανάγκης εκδόσεως Κατηχήσεως για τη θρησκευτική αγωγή του λαού επιβεβαιώνει τις παρατηρούμενες ελλείψεις. Η εθιμική όμως εκκλησιαστικότητα, επικεντρούμενη στη λατρεία, αποδείχθηκε ικανή να διασώσει στο κερκυραϊκό λαό τη συνείδηση της διαφορότητάς του έναντι του επήλυδος στοιχείου και την υπεροχή της εκκλησιαστικής του παραδόσεως, με αποτέλεσμα τη διατήρηση ενός ακμαίου αυτό συναισθήματος, τεκμαρτού από τη σπανιότητα «φράγκευσης» Κερκυραίων, δηλαδή παραχώρησης στο λατινικό δόγμα, αλλά και τη στάση έναντι των προτεσταντών το 19ο αιώνα.
Φυγόκεντρες τάσεις: Το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας δυσχέραινε, οπωσδήποτε, η σύνθεση της κοινωνίας. Το τοπικό αριστοκρατικό στοιχείο ενισχύθηκε από το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα (εισαγωγή Ασσιζών). Οι παλαιότερες οικονομικές ανισότητες διαποτίζονται (επιφανειακά) από το φραγκικό φεουδαρχικό πνεύμα με αυτονόητες προεκτάσεις. Η στάση του κερκυραϊκού αρχοντολογίου απέναντι στον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (1777) είναι ενδεικτική για τη νοοτροπία της κερκυραϊκής αριστοκρατίας. Φεουδαρχικές επιρροές εισέδυσαν και στον εκκλησιαστικό χώρο (αριστοκρατική ταυτότητα Μεγάλων Πρωτοπαπάδων). Εξισορροπητικό ρόλο θα αναλάβει το Ιερό Τάγμα με αστική κατά κανόνα σύνθεση, το δημοκρατικό στοιχείο του εκκλησιαστικού οργανισμού. Η δυτική αλλοτρίωση μεταδιδόταν μέσω των ευγενών στην κερκυραϊκή κοινωνία λόγω της δυτικής κατά κανόνα παιδείας τους και του συγχρωτισμού τους με το ξένο στοιχείο. Το πλατύ λαϊκό στρώμα ήταν εγγύτερα στην ρωμαίικη παράδοση, χωρίς όμως να λείπουν και στις δυο πλευρές οι εξαιρέσεις (π.χ. περίπτωση αριστοκράτη –ρωμηού ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας). Δυτικές εκκλησιολογικές επιρροές δεν έλειψαν όπως λ.χ. η περιπτωσιακή χρήση του ραντισμού στο βάπτισμα το 18ο αι. που έπαυσε με πατριαρχική παρέμβαση. Δεν μπορεί όμως να γίνει λόγος για καθολική ή έστω εκτεταμένη απώλεια των κριτηρίων, όπως αποδεικνύουν οι συνεχείς αναβαπτίσεις λατίνων μετά το 1797. Σημαντικότερη περίπτωση η αποδοχή με κανονικό βάπτισμα, και μάλιστα με αίτησή του, του κόμητος Γκίλφορδ, ιδρυτού της Ιονίου Ακαδημίας (1791). Οι ελάχιστοι λατινίσαντες ή εκπροτεσταντισαντες (19ο αι.) ή η περίπτωση αιρετικού, όπως ο Ιωαννίκιος Καρτάνος (16ος αι.) δεν υποδηλούν διακοπή της ορθόδοξης παράδοσης στο νησί. Οι δυτικές επιρροές στον κλήρο και το λαό δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ρήγμα στη συνέχεια του εκκλησιαστικού βίου. Γι’ αυτό δεν μπορούν να γενικευτούν οι κατά των κερκυραίων κατηγορίες των Αγιορειτών του 16ου αι. Υπερβολική όμως είναι και η άποψη που υποστηρίζει ότι ούτε «πόρρωθεν» «οι Κερκυραίοι φραγκίζουσιν κατά τα ήθη και τας ιδέας».
Αντίσταση στις προκλήσεις: Παρ’ όλες τις καταπιέσεις, τις ταπεινώσεις και επιρροές, το ορθόδοξο ποίμνιο της Κερκύρας έμεινε πιστό στην παράδοσή του. Είναι ακόμη «αξιοπερίεργο πως οι απαίδευτοι στην πλειονότητά τους ορθόδοξοι ιερείς, που προκαλούσαν τα ειρωνικά και περιφρονητικά σχόλια των ξένων (πρβλ. και την παροιμία ignorante come un papa greco), κατόρθωσαν να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους μέσα στους κόλπους της ορθοδοξίας». Όπως σε ολόκληρη την Ανατολή, έτσι και στην Κέρκυρα, παρά τις επισημαινόμενες ατέλειες, ο κλήρος δεν λησμόνησε ποτέ την εθναρχική αποστολή του. Ο μέγας πρωτοπαπάς Αλοΐσιος Καπάδοκας έβαλε στη σφραγίδα του το δικέφαλο αετό, ανταποκρινόμενος άμεσα στην πορεία των πολιτικών πραγμάτων. Οι λατινικές ταπεινώσεις και πιέσεις επί των ορθοδόξων αντιμετωπίστηκαν με τη συνεχή προσπάθεια εξυψώσεως του κύρους του πρωτοπαπαδικού θεσμού (ισοβιότητα, λαμπρότητα παραστάσεως, ειδική διαμόρφωση το λειτουργικού τυπικού κ.ά.), ώστε να επιτυγχάνεται η εξίσωσή του με τον επίσκοπο. Η μόνιμη επικοινωνία και σχέση, εξ άλλου, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (αλληλογραφία, μνημόσυνο του Πατριάρχη), παρά τις κατά καιρούς ενετικές αντιδράσεις, εξασφάλιζαν τη διατήρηση της ενότητας με το εθναρχικό κέντρο, τόσο αναγκαία στις περιστάσεις. Ο πρωτοπαπαδικός θεσμός απέβη ενοποιητικό στοιχείο όλου του εκκλησιαστικού σώματος.
Η ποιμαντορική διακονία του κλήρου της Κέρκυρας στο λαό της είχε και μια σημαντική διεύρυνση προς την πλευρά της εβραϊκής μειονότητας το 19ο αι. Το εβραϊκό στοιχείο της νήσου, που έφθανε τις 6.000 επί Ενετών, δέχθηκε τη συμπαράσταση του Μητροπολίτη Αθανασίου, που ως άξιος ποιμενάρχης έθεσε τέρμα στις παλαιότερες αντιθέσεις. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον τεκτονισμό, που αναπτύχθηκε στο νησί κατά την Αγγλοκρατία. Από δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις (μυστική αντιμασονική έκθεση του θεολόγου – καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας Κων. Τυπάλδου το 1839 και ειδική αντιτεκτονική δημοσίευση του επιφανούς κερκυραίου κληρικού Αρσενίου Πανδή) συνάγεται ότι η Εκκλησία της Κέρκυρας, στο σύνολό της, δεν είδε τον τεκτονισμό ως σύστημα που μπορούσε να συμβιβασθεί με την ορθόδοξη ταυτότητα.
Η κοινωνική προσφορά
Κοινωνική δυναμική: Παρά τις υπάρχουσες δυσκολίες ο εκκλησιαστικός χώρος δημιουργούσε δυνατότητες εξισορρόπησης των κοινωνικών διαφορών στα πλαίσια της ενορίας. Ο ναός ήταν το κέντρο του βίου και δημιουργικός παράγοντας σχέσεων αδελφοσύνης και συλλογικότητας. Η ενότητα ήταν περισσότερο αισθητή στα χωριά, όπου η κοινωνική δυναμική της Εκκλησίας γινόταν περισσότερο αισθητή (γιορτές, πανηγύρια, κοινωνικά γεγονότα). Οι άγιοι κατεξοχήν ενοποιητικοί παράγοντες και ιδιαίτερα ο άγιος Σπυρίδων, το απόλυτο πνευματικό κέντρο της κερκυραϊκής κοινωνίας. Από το 1456, που μετεφέρθη στην Κέρκυρα, αναδείχθηκε ο προστάτης της νήσου, αντικαθιστώντας άλλους αγίους, όπως ο άγιος Αθανάσιος, ο άγιος Αρσένιος. Από το 16ο αι. άρχισαν οι λιτανεύσεις του ιερού σκηνώματός του. «Η ιστορία της Κέρκυρας και η ζωή αυτής είναι αδιαρρήκτως συνδεδεμέναι προς το σεπτόν σκήνωμα του ιερού Σπυρίδωνος», ο οποίος αναδείχθηκε θεμέλιο της λαϊκής ευσέβειας και ζώσα επαφή του κερκυραϊκού λαού με το Άκτιστο. Παράλληλα, η εκκλησιαστική τέχνη, σε όλο το φάσμα της, παρά τις εξωτερικές – αναπόφευκτες άλλωστε- επιρροές, γινόταν «γλωττοφόρον βιβλίον», συντηρητικό της ιστορικής μνήμης στο πλήρωμα.
Παιδευτική διακονία: Η προσφορά του κλήρου στο χώρο της παιδείας ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς την παιδεία του ίδιου του κλήρου. Ενώ το «αρχοντολόι», συμβιβαζόμενο με τις καταστάσεις έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για την ελληνοπρεπή παιδεία και την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας (η ιταλική θα είναι η επίσημη γλώσσα της πολιτείας ως το 19ο αι.), κληρικοί διακρίθηκαν ως οικοδιδάσκαλοι (αυτός ο ρόλος του κλήρου θα γίνει θεσμός στα Επτάνησα). Η πολιτική εξ άλλου των Βενετών ήταν σαφώς αρνητική στην πρόοδο της ελληνικής παιδείας, αφού στόχος τους ήταν η προοδευτική πολιτική και θρησκευτική αφομοίωση των κατοίκων. Αντίθετα, έντονη ήταν και εδώ η λατινική πρόκληση. Λατίνοι κληρικοί και μισσιονάριοι (ιησουίτες, φραγκισκανοί, αυγουστινιανοί) δίδασκαν «κατ’ οίκον», σε σχολές ή στις μονές τους, και προσείλκυαν τους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, που προορίζονταν για υπάλληλοι της τοπικής διοικήσεως.
Το 16ο αι. εμφανίζονται οι πρώτες εκπαιδευτικές προσπάθειες της κερκυραϊκής κοινότητας και ιδρύονται τα πρώτα ιδιωτικά σχολεία, με έντονη την παρουσία της Εκκλησίας. Οι ιερομόναχοι Βενιαμίν Κλαπατζαράς, Ιερεμίας Καββαδίας και Νικηφόρος Θεοτόκης διακρίθηκαν ως ιδιωτικοί διδάσκαλοι (18οςαι.). Ο Ν. Θεοτόκης (1800) μάλιστα δίδασκε θετικές επιστήμες «κατά το σύστημα των ευρωπαίων» και μαζί με τον επίσης κερκυραίο σοφό Ευγένιο Βούλγαρη (1806) έγιναν πρωτοπόροι του ελληνικού διαφωτισμού στο χώρο της παιδείας. Ιδρύθηκε και σχολή Θεοτόκη, το «Κοινόν Φροντιστήριον», στην οποία διδάσκονταν οι θετικές επιστήμες και την οποία πολέμησε με πείσμα η λατινική προπαγάνδα. Στον ευρωπαϊκό αναπροσανατολισμό της ελληνικής παιδείας πρωτοστάτησε, έτσι, ο κλήρος και η κερκυραϊκή Εκκλησία.
Το 19ο αι. θα ιδρυθεί από τον άγγλο ευγενή, αλλά ορθόδοξο από το 1791, Φρειδερίκο – Δημήτριο Γκίλφορδ η Ιόνιος Ακαδημία, το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (επίσημη έναρξη μαθημάτων 29 Μαΐου 1824). Πρώτη σχολή του Πανεπιστημίου ήταν η Θεολογική, στην οποία προσετέθη το Ιεροσπουδαστήριο (Ιερατική Σχολή) για την εκπαίδευση των κληρικών. Το Ιεροσπουδαστήριο έκλεισε, όπως και όλο το Πανεπιστήμιο, μετά την ένωση (1865). Η σχολή ανασυστάθηκε και λειτούργησε περιοδικά (1874-1894, 1924-1929).
Απονομή Δικαιοσύνης: Η έρευνα των Τοπικών Αρχείων αποκάλυψε τον ευεργετικότατο ρόλο της Εκκλησίας στην απονομή δικαιοσύνης. Με βάση τη συναφή βυζαντινή παράδοση και το εθιμικό δίκαιο η εκκλησιαστική δικαιοσύνη οργανώθηκε από το 16ο αι. με έδρα την πόλη, πρόεδρο το Μεγάλο Πρωτοπαπά και μέλη οφφικιούχους κληρικούς. Το δικονομικό σύστημα, που εφαρμόστηκε, ήταν πρωτοποριακό. Η δικαστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας εκτεινόταν στο οικογενειακό δίκαιο και τον κοινωνικό βίο. Οι σωζόμενες αρχειακές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη χρήση του θεσμού της απονομής δικαιοσύνης από την Εκκλησία κατά τρόπο που συνέβαλε στη διατήρηση της συνοχής της κερκυραϊκής κοινωνίας και την ομαλή συνέχισή της.