Διατελέσαντες Μητροπολίτες

- Ιερόθεος Κιγάλας (1800 – 1813) -

Μετά την ανασύσταση του Επισκοπικού θρόνου της Κέρκυρας, από τον Ρωσσοτουρκικό Στόλο με επικεφαλής τον Ναύαρχο Ουσακόφ, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την εκλογή Μητροπολίτου, ο οποίος θα καταλάμβανε την ανασυσταθείσα έδρα.

Την 7η Ιουλίου 1799, πρώτος Μητροπολίτης εξελέγη ο μέχρι τότε Μέγας Πρωτοπαπάς της Νήσου Γεώργιος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του Γεωργίου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου δεν επέτρεψε, ούτε καν τη χειροτονία αυτού εις το επισκοπικό αξίωμα.

Εν συνεχεία έγινε νέα εκλογή μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, του Πέτρου- Πολύκαρπου Βούλγαρη και του μεγάλου διδασκάλου Νικηφόρου Θεοτόκη, πρώην αρχιεπισκόπου Σλαβωνίου και Χερσώνος. Τον Νικηφόρο Θεοτόκη παρότρυνε με επιστολές του και ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παρότι όμως η εκλογή του Νικηφόρου Θεοτόκη θεωρούταν βεβαία, εντούτοις η ψηφοφορία της 11ης Οκτωβρίου άλλα φανέρωσε. Την εκλογή κέρδισε ο Πέτρος- Πολύκαρπος Βούλγαρης. Η αποτυχία του Νικηφόρου Θεοτόκη οφείλεται σε παρασκηνιακές κινήσεις του Ρώσου Ναυάρχου Ουσακόφ και στο ότι είχε βγει φήμη ότι ο Θεοτόκης ήταν υπέργηρος και δεν θα αποδεχόταν την εκλογή. Όμως η εκλογή του Βούλγαρη, σύμφωνα και με τους Ιερούς Κανόνες ήταν άκυρη, καθόσον ήταν έγγαμος και είχε υιούς και απογόνους, παρόλα ταύτα όμως εστάλησαν τα σχετικά γράμματα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη δια την επικύρωση της εκλογής, τα οποία φυσικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επικύρωσε παρόλες τις προσπάθειες του Βούλγαρη να αποδείξει το ορθό της εκλογής του στηριζόμενος σε ιστορικά παραδείγματα.

ierotheos kigalas imcorfu

Η αντίδραση του λαού ήταν μεγάλη και ανάγκασε την Διοίκηση να αποστείλει έγγραφο στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Δωρόθεο, αναγγέλλοντας παράλληλα την επιθυμία του λαού να έχει επίσκοπό του τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Ο Βούλγαρης αναγκάσθηκε τελικά κάτω από το βάρος των περιστάσεων να υποβάλει την παραίτηση του.

Ορίστηκε λοιπόν νέα εκλογή για την 27η Δεκεμβρίου, κάτω από τις πιέσεις του κόσμου που επιθυμούσε διακαώς για Μητροπολίτη του τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Η διαταχθείσα επαναληπτική εκλογή ανέδειξε Μητροπολίτη Κερκύρας τον Ιωάννη Τσιγάλα Βαπτιστή, άνδρα εγκρίτου Κερκυραϊκής οικογενείας, λόγιο και συνετό. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων προσπάθησε να ακυρώσει την εκλογή. Όμως τελικά οι ενστάσεις ήρθησαν και ο Ιερόθεος Κιγάλας χειροτονήθηκε την 2α Φεβρουαρίου 1800 πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας.

Επί των ημερών του κανονίστηκαν τα εκκλησιαστικά πράγματα, όπως οι χειροτονίες των ιερέων, η ηλικία και τα προσόντα αυτών, τα καθήκοντα των εφημερίων και των επιτρόπων των εκκλησιών. Σύστησε εκκλησιαστικό ταμείο από τα εισοδήματα για την μισθοδοσία του κλήρου καθώς και εκκλησιαστική σχολή.

Άλλη ειδική Διάταξη προέβλεπε τα αφορούντα τον Ορθόδοξο Κλήρο. Η συγκεκριμένη διάταξη δημοσιεύτηκε από την Γερουσία την 8η Σεπτεμβρίου 1803. Τα σπουδαιότερα άρθρα αφορούσαν την απονομή της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, τις ποινές και τα καθήκοντα των εφημερίων.

Από το 1803 το ψηφισμένο Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας προέβλεπε ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Το Σύνταγμα αυτό τηρήθηκε και από τον Μέγα Ναπολέοντα κατά την περίοδο που κατείχαν το νησί. Με νόμο που ψήφισε η Βουλή το 1804 καθόρισε την Εκκλησιαστική Διοίκηση, ορίσθηκε ένας Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας και Παξών, οι δε υπόλοιποι θρόνοι των Ιονίων Νήσων διατηρούνταν ως είχαν.

Την 18η Σεπτεμβρίου 1811, η Γαλλική Αυτοκρατορική Κυβέρνηση συμπληρώνοντας την Εκκλησιαστική Νομοθεσία της Επτανήσου, δημοσίευσε « Διαταγή των Εκκλησιών και του Κλήρου των Γραικών των Ιονίων Νήσων ».

Ο πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας Ιερόθεος Κιγάλας, μετά της ανασυστάσεως του θρόνου, αφού ποίμανε με τρόπο άριστο την εκκλησία της Κέρκυρας για δεκατρία χρόνια, απέθανε το 1813 και ετάφη εις την έξω της πόλεως ευρισκομένη τότε Ιερά Μονή Υ. Θ. Πλατυτέρας.

Την ευθύνη του χηρεύοντος θρόνου ανέλαβε ο επίσκοπος πρώην Παραμυθίας Χρύσανθος , ο οποίος είχε καταφύγει διωκόμενος από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και παρέμενε ως πρόσφυγας στην Κέρκυρα.

- Μακάριος ο από Ρωγών (1824 – 1827) -

Μετά τον θάνατο του Ιεροθέου Κιγάλα το 1813, που όπως αναφέραμε στο προηγούμενο τεύχος, είναι ο πρώτος Μητροπολίτης Κερκύρας μετά την ανασύσταση του Μητροπολιτικού θρόνου της Κέρκυρας, διορίστηκε τοποτηρητής ο Χρύσανθος Κουφαλάς ή Κεφαλάς, ο οποίος είχε διατελέσει Μητροπολίτης Παραμυθίας και παρέμεινε μέχρι το 1818, οπότε και ανέλαβε την τοποτηρητία του θρόνου ο πρώην Επίσκοπος Ρωγών Μακάριος, ο οποίος και παρέμεινε τοποτηρητής μέχρι το 1824. Τα πολλά χρόνια που φαίνεται να χηρεύει ο Μητροπολιτικός θρόνος οφείλονται στο ότι οι πολιτικές περιστάσεις δεν επέτρεψαν την άμεση εκλογή νέου επισκόπου Κερκύρας.

Εντούτοις το 1814 κατέλαβαν την Κέρκυρα οι Άγγλοι. Μετά από την ίδρυση της Ιονίου Πολιτείας με την Συνθήκη του Νοεμβρίου του 1815 και με το Σύνταγμα που ψηφίζεται το 1817 ανακηρύσσεται επικρατούσα θρησκεία η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η θρησκευτική διοίκηση, όπως ορίζει το νέο Σύνταγμα, ανατίθεται στους κατά τόπους Αρχιεπισκόπους της Επτανήσου, τον οποίων η εκλογή επικυρώνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Τον Μάιο του 1818, όπως προαναφέραμε, τοποτηρητής του θρόνου αναλαμβάνει ο εκ Μυτιλήνης πρώην επίσκοπος Ρωγών Μακάριος. Ο Μακάριος μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του εξέδωσε εγκύκλιο (14-5-1918) προς τους Ιερείς του Νησιού με την οποία, σε αυστηρό θα λέγαμε τόνο, νουθετεί και διδάσκει τον κλήρο του νησιού, ώστε τούτοι να συμμορφωθούν με την ευπρέπεια και την ευλάβεια που αρμόζει σε ορθόδοξο κληρικό και να αποβάλουν κάθε στοιχείο που δεν αρμόζει τόσο στο ήθος όσο και στην εμφάνισή τους.

makarios o apo rogon imcorfu

Είναι γεγονός ότι τα πολλά χρόνια που η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κέρκυρας αλλά και όλων των Ιονίων Νήσων παρέμεινε χωρίς την παρουσία επισκόπου και κάτω από το βάρος των Ενετών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχε ως αποτέλεσμα να έχουν οι ορθόδοξοι ιερείς οδηγηθεί σε ατοπήματα τα οποία ήταν δύσκολο να ξεριζωθούν και να επιστρέψουν στην ορθόδοξη εκκλησιαστική πράξη. Παρόλα αυτά η εγκύκλιος αυτή του Μακαρίου προσπαθεί να θέσει τα πρώτα θεμέλια.

Το 1824 ξεκίνησαν επίσημα οι παραδόσεις μαθημάτων στην υπό του Κόμητος Γκύλφορδ ιδρυθείσα Ιόνιο Ακαδημία, της οποίας ένα τμήμα ήταν και Θεολογική Σχολή. Πρώτος καθηγητής επί των Θεολογικών ήταν ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης τον οποίο διαδέχθηκαν ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος κ.ά. Η Θεολογική αυτή Σχολή, όπως είναι φυσικό συνετέλεσε τα μέγιστα στην κατάρτιση του ορθόδοξου επτανησιακού κλήρου.

Στο Σύνταγμα του 1817, όριζεται ότι ένας Μητροπολίτης των Ιονίων Νήσων προΐσταται ολοκλήρου της Ιονίου Εκκλησίας με την συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο Μητροπολίτης αυτός κατέχει την ανώτερη πνευματική εξουσία επί της Ιονίου Εκκλησίας και καλείται Έξαρχος. Η θητεία του είναι πενταετής και είναι ένας εκ των Μητροπόλεων Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος. Ο Έξαρχος είχε τον βαθμό του Γερουσιαστή και διέμενε στην πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτος τρεις μήνες το χρόνο κατά την διάρκεια των εργασιών της Ιονίου Βουλής προκειμένου να προτείνει τους κατάλληλους για την ευταξία της Εκκλησίας νόμους.

Η εκλογή των Αρχιερέων των Επτανήσων ορίστηκε να γίνεται από τον ορθόδοξο κλήρο και να προηγείται της χειροτονίας η επικύρωση ης εκλογής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Επιπλέον με βάση το νέο Σύνταγμα εξεδόθησαν και άλλες κανονιστικές διατάξεις οι οποίες ρύθμιζαν διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίες υπεβλήθησαν από τον Βρετανό πρεσβευτή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και έτυχαν σχετικής εγκρίσεως.

Ο Μακάριος τελικά μετά από απόφαση της Γερουσίας ορίστηκε να καταλάβει τον χηρεύοντα για έξι χρόνια Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κέρκυρας, στον οποίο και παρέμεινε για μόλις τρία χρόνια μέχρι του θανάτου του, το 1827.

- Χρύσανθος Μασέλλος (1833 – 1848) -

ΤΟΠΟΤΗΡΗΤΗΣ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΞΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ

Αμέσως μετά τον θάνατο του Μακαρίου την 15η Οκτωβρίου 1827, ορίστηκε τοποτηρητής του θρόνου ο επίσκοπος Παξών Χρύσανθος, ο οποίος αμέσως κατέφθασε στην Κέρκυρα. Η πρώτη του Θεία Λειτουργία ως τοποτηρητής συνέπεσε με το μνημόσυνο του κόμητα και ιδρυτού της Ιονίου Ακαδημίας Γκύλφορδ. Η τοποτηρητεία του διήρκεσε έξι χρόνια, χωρίς να έχουμε κάποιο τρανταχτό εκκλησιαστικό γεγονός να την χαρακτηρίζει. Το σπουδαιότερο είναι η ίδρυση του Ιονίου Σπουδαστηρίου ή Σεμινάριο το οποίο λειτούργησε ως Εκκλησιαστική Σχολή και συνέβαλε σημαντικά στην εκπαίδευση του επτανησιακού κλήρου.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΑΣΕΛΛΟΣ 1833-1848

Όπως αναφέραμε η τοποτηρητεία του Χρυσάνθου Παξών διήρκεσε έξι χρόνια, χωρίς να είναι γνωστό γιατί δεν έγινε εκλογή νέου Μητροπολίτου. Ίσως οι γενικότερες πολιτικοεκκλησιαστικές εξελίξεις να συνετέλεσαν στην βραδύτητα της εκλογής. Επιπλέον η χηρεία και άλλων επισκοπών της Επτανήσου κατέστησε την εκλογή νέων επισκόπων επιτακτική.

Η εκλογή έπρεπε κατά το Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας να γίνει από τους Ιερείς, όμως τούτο είχε την ισχύ νόμου. Γι’ αυτό το λόγο το Δ΄ Ιόνιο Κοινοβούλιο την 31η Μαΐου ψήφισε ειδικό νόμο περί εκλογής νέων επισκόπων. Στον νέο Νόμο περιγράφονται τα προσόντα των υποψηφίων, ο τρόπος ανάδειξης τους ως υποψηφίους και ο τρόπος εκλογής. Επιπλέον ρητά αναφέρεται η επικύρωση των πρακτικών εκλογής υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου προκειμένου να γίνει η χειροτονία του νέου επισκόπου.

Σύμφωνα λοιπόν με τον νέο Νόμο ορίστηκε ως ημέρα εκλογής νέου Μητροπολίτου Κερκύρας η 12η Ιουνίου 1833. Οι εκλέκτορες, που όπως είπαμε ήταν οι Ιερείς του νησιού ανέρχονταν στους 241 εκ των οποίων μόνο 33 απουσίασαν. Η εκλογή πραγματοποιήθηκε στον Ι.Ν. Υ.Θ. Σπηλαιωτίσσης. Μετά το τελετουργικό και τα προκαταρτικά ξεκίνησε η ψηφοφορία η οποία ανέδειξε νέο Μητροπολίτη Κερκύρας τον Ιερομόναχο Χρύσανθο Μασσέλο. Η ανακοίνωση του ονόματος του νέου Μητροπολίτου χαροποίησε ιδιαίτερα το συγκεντρωμένο πλήθος, το οποίο με επευφημίες αποδέχθηκε την εκλογή. Η εκλογή του νέου επισκόπου επικυρώθηκε από τη Γερουσία την 16η Ιουνίου και η χειροτονία έγινε την 29η Ιουνίου από τους Αρχιερείς Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και του Επισκόπου Παξών.

Ο Χρύσανθος Μασσέλος γεννήθηκε το 1785 και καταγόταν από την επαρχία Όρους της βόρειας Κέρκυρας. Για πολλά χρόνια χρημάτισε εφημέριος του ναού της Παναγίας των Ξένων. Δεν είχε ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, διέθετε όμως χαρίσματα τα οποία αναδεικνύουν χαρισματικούς ηγέτες: ευφυΐα, διοικητική ικανότητα και απλότητα. Επιπλέον ήταν άριστος γνώστης της λειτουργικής.

Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να επισκεφθεί όλες τις ενορίες του νησιού και να δώσει σχετικές οδηγίες για την τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων και προβλημάτων που αντιμετώπισε.

Σημαντικό επίσης έργο του είναι η δημιουργία σε συνεργασία με την Πολιτεία του Δημοσίου Κοιμητηρίου (σημερινό Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο Γαρίτσας), του οποίου ο θεμέλιος λίθος της εκκλησίας ετέθη το 1838 και την 4η Ιουνίου 1840 έγιναν τα εγκαίνια. Το γεγονός αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό καθόσον μέχρι τότε υπήρχε η συνήθεια οι νεκροί να θάπτονται εντός των ναών. Συνάμα άρχισαν να ιδρύονται νεκροταφεία σε όλα τα χωρία του νησιού, έτσι ώστε κάθε χωριό να έχει το δικό του νεκροταφείο.

Επίσης επί των ημερών του ιδρύθηκε η Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας (Παλαιά) προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που είχε ανακύψει με τη διακοπή παρουσίας Αγγλικής μπάντας κατά τις λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνος μετά από απόφαση της Βασίλισσας της Αγγλίας την οποία παρουσίασε στον Χρύσανθο ο Άγγλος Αρμοστής Δούγλας.

Το 1841 ο Χρύσανθος Μασσέλος ανακήρυξε Καθεδρικό Ναό και Μητρόπολη τον Ναό της Υ. Θ. Σπηλαιωτίσσης (σημερινή Μητρόπολη) αντί του Ναού του Ταξιάρχου στο Καμπιέλο που ήταν μέχρι τότε.

Ο Χρύσανθος Μασσέλος αφού ποίμανε με επιτυχία την Εκκλησία της Κερκύρας για 15 χρόνια απεβίωσε την 11η Μαρτίου 1848 σε ηλικία 63 ετών και ετάφη στο Α΄ Δημόσιο Κοιμητήριο.

- Αθανάσιος Πολίτης (1848 - 1870) -

Μετά τον θάνατο του Χρυσάνθου η εκλογή νέου Μητροπολίτη έγινε αμέσως. Την 29 Μαΐου 1848 συνήλθε ο κλήρος στον Καθεδρικό ναό της Κέρκυρας για την διαδικασία εκλογής νέου Μητροπολίτου. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλεγεί παμψηφεί ο Αθανάσιος Πολίτης, ο οποίος ήταν μέχρι τότε Μέγας Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως. Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1803 και σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία της οποίας αργότερα διετέλεσε καθηγητής Ιστορίας και Ερμηνείας. Ήδη πολύ πριν της εκλογής είχε συγκεντρώσει την αγάπη των κληρικών και του λαού και η εκλογή του ήταν σίγουρη και αναμενόμενη γεγονός που μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι μόνον αυτός ήταν υποψήφιος για την πλήρωση της θέσεως.

Ο Αθανάσιος χειροτονήθηκε στις αρχές του 1850, όμως από την ημέρα της εκλογής άρχισε να αγωνίζεται με σθένος για τις υποθέσεις της Εκκλησίας της Κέρκυρας έχοντας πάντα την αγάπη του λαού, που πάντοτε εκτιμούσε την μετριοφροσύνη του.

Από την αρχή της εκλογής ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Λατίνο Επίσκοπο Νίχολσον με αφορμή την υπογραφή του Λατίνου Επισκόπου ως Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας. Το τίτλο αυτό προσέβαλε με σφοδρότητα έναντι των Αρχών ο Αθανάσιος, υποστηρίζοντας ότι δεν επρόκειτο απλώς για λέξεις αλλά για δικαιώματα. Το ζήτημα έληξε τελικά το 1853 υπέρ του Αθανασίου.

Σημαντική ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε για την βελτίωση του κλήρου. Επί των ημερών του ιδρύθηκε Ιεροσπουδαστήριο και κατόρθωσε τα θρησκευτικά μαθήματα στα δημόσια σχολεία να διδάσκονται με την επίβλεψή του.

athanasios politis imcorfu

Εκεί όμως που πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι στον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτησε για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ήδη επί των ημερών του Άγγλου Αρμοστή Ουάρδου (1850) είχε αρχίσει να αναζωπυρώνεται η ιδέα της Ενώσεως με την Ελλάδα. Ο Μητροπολίτης Αθανάσιος μαζί με άλλους επιφανείς άνδρες είχε γίνει μέλος μιας μυστικής οργανώσεως που είχε σκοπό την πραγματοποίηση της Ενώσεως. Γρήγορα ο Αθανάσιος έγινε η ψυχή της ιδέας και προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει των αγώνα των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά του Τουρκικού ζυγού, ιδιαίτερα των Ηπειρωτών. Δεν δίστασε δε ενώπιον του αρμοστού Γλάδστων να υποστηρίξει ότι μόνος πόθος των Κερκυραίων ήταν η Ένωσις.

Την 17 Ιανουαρίου 1859 η ΙΑ΄ Ιόνιος Βουλή για πρώτη φορά με ψήφισμά της διακήρυττε, ότι μόνη θέληση του Ιονίου λαού είναι η Ένωση της Επτανήσου με το Βασίλειο της Ελλάδος. Όλες εκείνες τις ημέρες ο Αθανάσιος νυχθημερόν συνεργαζόταν με τους ριζοσπάστες βουλευτές για να εμψυχώσει τον λαό. Διέταξε τους Ιερείς να τελέσουν δεήσεις και δοξολογίες και ο ίδιος την 20 Ιανουαρίου μετέβη μαζί με τους βουλευτές στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και τέλεσε δέηση στην οποία απηύθυνε ειδική ευχή υπέρ της Ενώσεως. Ήδη το ζήτημα είχε σχεδόν ωριμάσει. Την 23 Σεπτεμβρίου 1863 εξέδωσε εγκύκλιο προς τον λαό της Κερκύρας στην οποία φανερώνεται η μεγάλη του επιθυμία για την Ένωση αλλά και ο ηγετικός του ρόλος. Την 21 Μαΐου υποδέχθηκε με πλήρη Αρχιερατική στολή στο λιμάνι τον Ελληνικό Στρατό τον οποίο οδήγησε προπορευόμενος στο μέσο της πλατείας. Εκεί ευλόγησε την Ελληνική σημαία και την παρέδωσε στον Στρατό και στην Ελληνική Πολιτεία την οποία αντιπροσώπευε ο Θ. Ζαΐμης. Την 29 Μαΐου υποδέχθηκε τον νεαρό βασιλέα τον οποίο και προσφώνησε με ιδιαίτερα θερμά λόγια. Λίγο μετά την Ένωση κατά τον μήνα Ιούνιο ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας τον παρασημοφόρησε με τον μεγαλόσταυρο της Αγ. Άννης και ο βασιλεύς Γεώργιος με τον Ταξιάρχη του Σωτήρος. Τα παράσημα αυτά ποτέ δεν τα φόρεσε και στο στήθος κρεμόταν μόνο ένας σταυρός και αυτός μέσα από το ράσο του.

Αμέσως μετά την Ένωση προέκυψε το ζήτημα της ενώσεως και της Ιονίου Εκκλησίας με το βασίλειο της Ελλάδος. Η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε την γνώμη για τούτο των Επτανησίων ιεραρχών, οι οποίοι άλλοι μεν απήντησαν αρνητικώς άλλοι δίστασαν και μόνος ο Αθανάσιος απάντησε θετικά.

Την εποχή εκείνη Έξαρχος της Ιονίου Εκκλησίας ήταν ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας και θα τον διαδεχόταν ο Μητροπολίτης Ζακύνθου. Η Κυβέρνηση όμως που συμπαθούσε περισσότερο τον Αθανάσιο υπερπήδησε τη σειρά και ανέδειξε Έξαρχο τον Αθανάσιο. Το γεγονός αυτό δημιούργησε προβλήματα μεταξύ των Επτανησίων Ιεραρχών. Όμως ο Αθανάσιος δεν πτοήθηκε και παρουσίασε στην Σύνοδο υπόμνημα με το οποίο παρουσίαζε τη θέληση πάντων των Επτανησίων Ιεραρχών για αφομοίωση της Ιονίου Εκκλησίας από την Ελληνική. Οι διαμαρτυρίες των άλλων Ιεραρχών ήταν έντονες, ιδιαίτερα του Κεφαλληνίας όμως η Σύνοδος της Εκκλησίας έλαβε υπόψη μόνον το έγγραφο του Αθανασίου, ζήτησε άδεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την οποία έλαβε και την κοινοποίησε στους Αρχιερείς μέσω της Κυβερνήσεως. Ο σχετικός Πατριαρχικός Τόμος εκδόθηκε τον Ιούλιο του ιδίου έτους.

Την τελευταία πενταετία της ζωής του ο Αθανάσιος την πέρασε μακριά από τον κόσμο. Πολλές φορές κλήθηκε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στις εργασίες της Συνόδου αλλά ποτέ δεν πήγε προβάλλοντας ασθένεια και γήρας. Ίσως δεν ήθελε να δει από κοντά πράγματα Πολιτικά και Εκκλησιαστικά που δεν επιδοκίμαζε.

Ο Μητροπολίτης Αθανάσιος απεβίωσε την 29 Απριλίου 1870 σε ηλικία 68 ετών και ετάφη δημοσία δαπάνη στον Ναό της Αγίας Τριάδος στο προάστειο Γαρίτσα.

- Αντώνιος Χαριάτης (1870 -1881) -

Μετά τον θάνατο του Αθανασίου δεν άργησε η εκλογή του νέου Μητροπολίτου. Το 1870 εκ των τριών υποψηφίων εξελέγη ο Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Χαριάτης, προϊστάμενος της εν Βιέννη Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος.

Ο Αντώνιος Χαριάτης, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1825. Το 1860, όντας ιερέας προσκαλέστηκε από της εν Βιέννη Ελληνικής Κοινότητος ως εφημέριος και κατηχητής. Εκεί διακρίθηκε για την επιμέλεια και εργατικότητά του, υπηρετώντας ως προϊστάμενος της Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος.

Η ενθρόνισή του ως Μητροπολίτου Κερκύρας έγινε με λαμπρότητα, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Πρώτο του και σημαντικό έργο ήταν η ενότητα του κλήρου. Επίσης προχώρησε στη σύσταση ειδικού Ιερατικού Ταμείου, το οποίο είχε ως σκοπό να καλύπτει τις ανάγκες φτωχών και ασθενών Ιερέων. Το Ταμείο αυτό λειτουργούσε υπό την εποπτεία του με κανονισμό τον οποίο ο ίδιος ο Αντώνιος συνέταξε και συντηρούνταν από δωρεές πλουσίων προσωπικών φίλων του Αντωνίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Ως πρόεδρος δε του Πετριδείου κληροδοτήματος φρόντισε να δίδεται σχετική υποτροφία σε νέους των Επτανήσων, προκειμένου αυτοί να μπορούν να εκπαιδεύονται στα Πανεπιστήμια των Αθηνών ή της Ευρώπης.

Το 1873 πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόφιλος και η Ιερά Σύνοδος πρότεινε την μετάθεση του Αντωνίου από τον Μητροπολιτικό Θρόνο της Κέρκυρας στον Προεδρικό Μητροπολιτικό Θρόνο των Αθηνών. Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Αθήνα αλλά και της Κυβέρνησης Δεληγιώργη, ώστε να μην επικυρωθεί ποτέ η εκλογή του Αντωνίου από την Κυβέρνηση με το αιτιολογικό, ότι δεν προηγήθηκε συνεννόηση της Ιεράς Συνόδου μετά της Κυβερνήσεως, κατηγορώντας παράλληλα τον Αντώνιο για αντιεθνική στάση.

Η εκλογή του Αντωνίου υπό της Ιεράς Συνόδου ήταν καθόλα νόμιμη, όμως η όλη στάση του Αντωνίου κατά την παρουσία του στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν φιλική ως προς τα συμφέροντα της Κυβερνήσεως και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που δεν έγινε δεκτή η εκλογή του.

Ο Αντώνιος βλέποντας και αξιολογώντας όλες τις καταστάσεις απέσυρε την υποψηφιότητά του και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου και έτυχε θερμής υποδοχής από τον λαό. Τότε ξεκίνησε και κατάφερε την ανασύσταση του Ιεροσπουδαστηρίου το οποίο είχε καταργηθεί μετά την Ένωση των Επτανήσων.

Όμως η περίοδος ηρεμίας δεν κράτησε πολύ. Η μεγάλη κατάχρηση που παρουσιάστηκε στο Ταμείο των Ιερέων, όχι από Κερκυραίους, τον συγκλόνισε βαθιά, ώστε σχεδόν αμέσως εγκατέλειψε την Κέρκυρα και περιηγήθηκε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να συγκεντρώσει το έλλειμμα του Ταμείου. Συγχρόνως υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο την παραίτησή του από τον Μητροπολιτικό Θρόνο της Κέρκυρας, επικαλούμενος λόγους ασθενείας, στην πραγματικότητα όμως ένοιωθε μέσα του πολύ πικραμένος από τις όλες εξελίξεις και δεν άντεχε πλέον το βάρος της διοικήσεως.

Η Αρχιεπισκοπή της Κέρκυρας παρέμεινε χηρεύουσα για τρία χρόνια Όμως αργότερα ο Αντώνιος, αφού πλέον είχε συγκεντρώσει και τα χρήματα του ελλείμματος, υπέβαλε αίτηση για να επανέλθει ξανά στην Επισκοπή του, υποστηρίζοντας ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι ασθενείας τους οποίους είχε επικαλεστεί.

Η Επιτροπή που συγκροτήθηκε από Καθηγητές της Θεολογίας και του Εκκλησιαστικού Δικαίου γνωμοδότησε υπέρ της επαναφοράς του Αντωνίου, όμως στην Κυβέρνηση και στην Ιερά Σύνοδο επικράτησε αντίθετη γνώμη περί πληρώσεως του θρόνου της Κέρκυρας δια νέας εκλογής.

Έκτοτε ο παραιτηθείς Αντώνιος απομακρύνθηκε οριστικά από την Κέρκυρα.

Στην αρχή ξαναγύρισε στη Βιέννη και αργότερα επέστρεψε στην γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου τελείωσε την ζωή του στις 24 Ιανουαρίου του 1882. Στην Διαθήκη του όρισε μία μίτρα και μία ποιμαντική ράβδος να αφιερωθούν στην Μητρόπολη Κερκύρας.

- Ευστάθιος Βουλισμάς (1884 -1895) -

Μετά την παραίτηση του Αντωνίου το 1881 ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κερκύρας παρέμεινε εν χηρεία μέχρι το 1884, οπότε εξελέγη, μεταξύ δύο υποψηφίων, Μητροπολίτης ο Αρχιμ. Ευστάθιος Βουλισμάς. Η χειροτονία του έγινε στην Αθήνα την 27 Αυγούστου 1884.

Ο Ευστάθιος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1819 και έλαβε εκπαίδευση στην Κέρκυρα, στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου σπούδασε Θεολογία και Μαθηματικά και της οποίας διορίστηκε καθηγητής της Πρακτικής Θεολογίας τον Ιανουάριο του 1858.Το 1859 μαζί με άλλους επιφανείς Κερκυραίους ίδρυσαν την Ιόνιο Εταιρεία, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Α. Μουσταξίδης. Σκοπός της Εταιρείας ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων και των επιστημών. Το 1869 προσκαλέστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανέλαβε την διεύθυνση της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης συγχρόνως με τα καθήκοντα γραμματέα του Πατριαρχείου. Από εκεί μετατέθηκε και διορίστηκε προϊστάμενος της Ελληνικής Εκκλησίας της Οδυσσού και των γύρω Εκκλησιών.

Ο Ευστάθιος αγάπησε πολύ την Κέρκυρα και απέρριψε αμέσως πρόταση που του έγινε από φίλο του να τον βοηθήσει να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μετά τον θάνατο του Προκοπίου τον Φεβρουάριο του 1889, τονίζοντας ότι: «Κρείττονα νομίζω την Κέρκυρα των Αθηνών». Κατά την Αρχιερατική του διακονία δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει και να κηρύττει επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο για την επιμόρφωση και βελτίωση του κλήρου προσπαθώντας να χειροτονεί ιερείς που να έχουν τόσον Θεολογική παιδεία αλλά κυρίως θεολογικό ήθος, επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι «θέλω εφημερίους και όχι θεολόγους». Παράλληλα προσπάθησε να συνδυάσει τον ρόλο του ιερέα με αυτόν του δασκάλου, υποβάλλοντας συνεχώς σχετικά υπομνήματα προς την Ιερά Σύνοδο, τους πολιτευτές του νησιού και την Κυβέρνηση.

Συνέγραψε αρκετά έργα τα οποία αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την επίλυση διαφόρων εκκλησιαστικών και μη ζητημάτων, γεγονός που έκανε πολλούς μελετητές να καταφεύγουν συχνά στα έργα του Ευσταθίου. Ως μέλος δε της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πολλές φορές βοήθησε με τη φωτισμένη γνώμη του πάνω σε θέματα Κανονικού Δικαίου, το οποίο γνώρισε όσο ελάχιστοι εκ των Αρχιερέων. Το 1889 με αφορμή ζήτημα που είχε ανακύψει από την διάλυση ενός μικτού Γάμου, παρέδωσε ένα θαυμάσιο υπόμνημα προς την Ελληνική Κυβέρνηση και την Ιερά Σύνοδο. Στο υπόμνημα διακρίνεται η βαθιά γνώση του πάνω στη σχετική νομοθεσία αλλά και της ιστορίας της Επτανήσου και υποστήριζε ότι με κανένα τρόπο δεν πρέπει να εμποδίζονται οι μικτοί γάμοι διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «ούτοι πάντοτε απεδείχθησαν ευεργετικοί και αφομοιωτικοί των αλλοεθνών υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, δια των Ελληνίδων μητέρων μάλιστα των εισερχομένων δια του γάμου εις αλλογενών οίκους».

Τελευταίο έργο υπήρξε η δημοσίευση μιας ανέκδοτης επιστολής του Ιωσήφ Βρυέννιου, η οποία αφορούσε τις τελευταίες ημέρες του Ελληνικού Βυζαντινού Κράτους.

Τον χειμώνα του 1894 προσβλήθηκε από έντονη γρίπη από την οποία ποτέ δεν ανέρρωσε παντελώς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αρρώστια του να μεταβληθεί σε γεροντικό μαρασμό και την 14η Μαΐου του 1895 απεβίωσε σε ηλικία 76 ετών. Η κηδεία του έγινε με κάθε επισημότητα από τον Μητροπολιτικό Ναό και την παρέστησαν όλες οι αρχές του νησιού, προϊστάμενοι ετερόδοξων Εκκλησιών αλλά και σύσσωμος ο μαθητικός κόσμος της πόλης της Κέρκυρας. Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Γαρίτσας.

Ο Ευστάθιος αν και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της θητείας του πικράθηκε από διαφόρους εντούτοις πάντοτε αντιμετώπιζε τα πράγματα με αξιοζήλευτη υπομονή και ψυχραιμία γνωρίζοντας ότι οι πικρίες είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής αυτών που διαθέτουν υψηλή θέση και αξίωμα.

- Σεβαστιανός Νικοκάβουρας (1899 – 1923) -

Ο Μητροπολιτικός θρόνος της Κερκύρας μετά τον θάνατο του Ευσταθίου Βουλισμά παρέμεινε εν χηρεία για τέσσερα χρόνια, αν και πολλές φορές οι άρχοντες του νησιού απέστειλαν σχετικές αναφορές προς την Ι. Σύνοδο στην Αθήνα, εκφράζοντες παράλληλα την θέληση τους προκειμένου ο νέος Μητροπολίτης να είναι Κερκυραίος.

Έτσι τον Αύγουστο του 1899, επί Πρωθυπουργίας Γ. Θεοτόκη, ψηφίστηκε νέος Μητροπολίτης Κερκύρας ο Σεβαστιανός Νικοκάβουρας, ο οποίος ήταν εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου στη Βενετία. Η χειροτονία του νέου Μητροπολίτη έγινε στην Αθήνα την 19η Σεπτεμβρίου.

Ο Σεβαστιανός καταγόταν από το χωριό Σφακερά της Βόρειας Κέρκυρας και γεννήθηκε το Μάιο του 1852. Μετά τις Γυμνασιακές του σπουδές υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός στο Εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας». Σε ηλικία εικοσιέξι ετών εκάρη μοναχός και μετά δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος. Σε ηλικία τριάντα ετών μετέβη στη Βενετία, όπου υπηρέτησε ως Προϊστάμενος του Ι.Ν. του Αγ. Γεωργίου αλλά και πνευματικός προϊστάμενος της εκεί Κοινότητος των Ελλήνων. Συγχρόνως κατά την παραμονή του παρακολουθούσε φιλοσοφικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας.

sevastianos nikokavouras imcorfu

Συνέγραψε αρκετά βιβλία τα οποία και δημοσίευσε. Μερικά από αυτά είναι:

· Στοχασμοί επί της εν Γολγοθά Σταυρώσεως. Βενετία 1896

· Αντιλογία. Κέρκυρα 1901

· Το Αθάνατον Πνεύμα. Κέρκυρα 1903

· Παναγιοταφικαί εντυπώσεις. Κέρκυρα 1905

· Κατήχησις του Νικολάου Βουλγάρεως. Κέρκυρα 1906

· Αι Παραδοξολογίαι. Κέρκυρα 1909

· Αδολεσχία. Κέρκυρα 1909

· Ακολουθία Αγ. Ιάσωνος και Σωσιπάτρου, Κερκύρας, Αρσενίου και

Θεοδώρας και Βλασίου. Κέρκυρα 1909

· Το πρόβλημα του κακού. .

· Εγκύκλιοι. Κέρκυρα 1917

· Λόγοι: στην Μ. Παρασκευή, στους Τρείς Ιεράρχες

· Μετάφραση Θείας Λειτουργίας Ιωαν. Του Χρυσοστόμου από τα Ελληνικά στα Ιταλικά Βενετία 1890

Την 8 Ιανουαρίου του 1900 έγινε η Ένωση της Αρχιεπισκοπής Κερκύρας μετά της Εκκλησίας των Παξών, η οποία μέχρι τότε ήταν ανεξάρτητη Επισκοπή. Έτσι μετά τον θάνατο του τελευταίου Επισκόπου Παξών Διονυσίου ο Μητροπολίτης Κερκύρας ανεκηρύχθη συγχρόνως και «Παξών» παίρνοντας έκτοτε την ονομασία του νησιού και στον τίτλο του.

- Αθηναγόρας Σπύρου (1923 – 1930) -

Μετά την προς Κύριον εκδημία του Μητροπολίτου Σεβαστιανού Νικοκάβουρα τον Ιούλιο του 1920, ο Μητροπολιτικός θρόνος της Κέρκυρας παρέμεινε εν χηρεία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922, οπότε και εξελέγη Μητροπολίτης Κερκύρας ο τότε Ιεροδιάκονος Αθηναγόρας Σπύρου, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Τσαραπλανά (νυν Βασιλικό) της Ηπείρου, πτυχιούχος της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής και ιεροδιάκονςο της Μητροπόλεως Πελαγωνίας και αργότερα ιεροδιάκονος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών επί Αρχιεπισκόπων Μελετίου Μεταξάκη και Θεοκλήτου.

Παράλληλα υπηρέτησε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών ως Γραμματεύς με μεγάλη κοινωνική και ποιμαντική δράση.

Η άφιξη του νέου Μητροπολίτη στην Κέρκυρα έγινε τον Φεβρουάριο του 1923 και όλοι οι Κερκυραίοι υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά και ανακούφιση τον νέο ποιμενάρχη τους.

Πρώτο μέλημα του ήταν η οργάνωση του Ιερού κλήρου, προς τον οποίο συμπεριφερόταν ως αδελφός και φίλος με ευγένεια και καλοσύνη. Επίσης κύριο μέλημά του ήταν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών και η ανατροφή μέσα σε Ελληνοχριστιανικές οικογένειες.

Το 1923 στιγμάτισε την εγκληματική ενέργεια του τότε Ιταλού Ναυάρχου, ο οποίος επικεφαλής μοίρας Ιταλικού Στόλου κανονιοβόλησε την Κέρκυρα, δείχνοντας μεγάλη αυταπάρνηση και ανδρεία κατεβαίνοντας την αποβάθρα του Αγίου Νικολάου εν μέσω του βομβαρδισμού. Ζήτησε και ανέβηκε στο πλοίο του Ιταλού Ναυάρχου και διαμαρτυρήθηκε έντονα για την άδικη αυτή επίθεση κατά της Κέρκυρας.

athinagoras spirou imcorfu

Σημαντικό στοιχείο της δράσεως του ήταν η φιλανθρωπία. Για το σκοπό αυτό επανίδρυσε μία Εταιρεία που υπήρχε με όνομα «Φιλελεήμων Εταιρεία Άγιος Σπυρίδων». Η Εταιρεία αυτή προσέφερε τα μέγιστα στον τομέα της φιλανθρωπίας εν μέσω μάλιστα χαλεπών καιρών.

Ίδρυσε επίσης Ιερατική Σχολή μετά Ιεροδιδασκαλείου στην οποία φοίτησαν αρκετοί νέοι, οι οποίοι υπηρέτησαν αργότερα ως ιερείς ή δάσκαλοι. Επειδή μάλιστα έβλεπε πολλοί νέοι να αναχωρούν από την Κέρκυρα και να φοιτούν σε άλλα μέρη της Ελλάδος ή του εξωτερικού ίδρυσε ένα οικοτροφείο με την επωνυμία «Κερκυραϊκή Σχολή» μέσω του οποίου βοηθιόνταν το έργο των δημοσίων εκπαιδευτηρίων και διαμόρφωνε προσωπικότητες με έντονο θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα.

Επίσης επιμελήθηκε της εκδόσεως του Εκκλησιαστικού Περιοδικού «Ο Άγιος Σπυρίδων», το οποίο εξέδιδε με δαπάνες της Ιεράς Μητροπόλεως και το οποίο έπαυσε να εκδίδεται μετά την αναχώρησή του.

Έργο επίσης του Μητροπολίτου Αθηναγόρα είναι και η κατά το έτος 1925 γενομένη ανάθεση της διοικήσεως του Ιερού Προσκυνήματος του Αγίου Σπυρίδωνος σε Επιτροπή αποτελούμενη από τον Εφημέριο και τριών λαϊκών Επιτρόπων.

Το 1930 το Οικουμενικό Πατριαρχείο το εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1948.

Το 1948 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και παρέμεινε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για 23 έτη μέχρι το 1972, οπότε απεβίωσε.

Η Αρχιερατεία του Μητροπολίτου Αθηναγόρα έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην Κερκυραϊκή Εκκλησία και είναι σέμνωμα και καύχημά της.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος έγραψε το 1952 στο Τεύχος 15-16 του Περιοδικού Εκκλησία τα παρακάτω λόγια για τον Αθηναγόρα «Τα βήματά του, ανάλογα προς το ύψος του, ήσαν ενίοτε τόσον μεγάλα δι’ ημάς τούς κοινούς θνητούς, ώστε κατά την οδοιπορίαν, να ασθμαίνωμεν και μετά δυσκολίας να τον παρακολουθώμεν. Αλλ’ εκείνος προχωρεί τέμνων πάντοτε νέας οδούς και συνεχώς διανοίγων ευρείας λεωφόρους».

- Αλέξανδρος Δήμογλου (1930 – 1942) -

Μετά την αποχώρηση του Μητροπολίτου Αθηναγόρα Σπύρου για να αναλάβει την Αρχιεπισκοπή Αμερικής την θέση του Μητροπολιτικού Θρόνου της Κέρκυρας ανέλαβε ο από Ροδοστόλου και Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αλέξανδρος Δήμογλου, ο οποίος ποίμανε την Κέρκυρα ως τις τραγικές ημέρες του 1942 (Γερμανική Κατοχή).

Ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος προερχόταν από τον «Νέο Κόσμο» και ποίμανε την Εκκλησία της Κέρκυρας για δώδεκα έτη. Επί των ημερών του συνέβησαν πολλά και σημαντικά πράγματα στην Κέρκυρα. Βέβαια ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος περιόρισε τις δραστηριότητες της Εκκλησίας, όμως παρόλα αυτά οι Κερκυραίοι κράτησαν ανόθευτη την πίστη τους και διατήρησαν τα ήθη και έθιμά τους.

Ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος έσωσε 23 μαθητές λυκείου από την εκτέλεση, όταν ο στρατιωτικός διοικητής Ιονίων Νήσων τους καταδίκασε σε θάνατο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους σε ενέργειες κατά του Μουσολίνι.

Απεβίωσε την 1η Αυγούστου 1942 και ετάφη στη Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα.

alexandros dimoglou imcorfu

- Μεθόδιος Κοντοστάνος (1942 – 1966) -

Ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος Κοντοστάνος, (κατά κόσμον Γεώργιος) γεννήθηκε στο χωριό Νυμφαίς της Κέρκυρας την 7 Ιουνίου 1881. Η οικογένεια του ήταν αγροτική. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και εν συνεχεία στο Ελληνικό Σχολείο και Γυμνάσιο στην πόλη της Κέρκυρας. Μοναχός εκάρη στην Ι.Μ. Υ. Θ. Παλαιοκαστριτίσσης και την 2α Μαρτίου 1908 χειροτονήθηκε διάκονος υπό του Μητροπολίτου Κερκύρας Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, του οποίου διετέλεσε ιδιαίτερος Γραμματεύς μέχρι το 1915, όπου και εγγράφη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εκ της οποίας απεφοίτησε το έτος 1918 με βαθμό άριστα.

Το 1915 εγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Ευβοίας. Εκεί χειροτονήθηκε εις Πρεσβύτερο από τον Κερκυραίο Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρύσανθο Προβατά, ο οποίος τον προχείρησε Αρχιμανδρίτη και τον τοποθέτησε Αρχιερατικό Επίτροπο Αιδηψού. Κατά τα έτη 1918-1923 υπηρέτησε Καθηγητής στην Αιδηψό, το 1923-1924 Γραμματεύς της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και από το 1925-1942 ξανά ως Καθηγητής στην Αιδηψό, Αθήνα και Πειραιά.

Ο Μεθόδιος ως Αρχιμανδρίτης διακρίθηκε ως Ιεροκήρυκας αλλά και για το πλούσιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο του. Την 17 Σεπτεμβρίου 1942 εξελέγει παμψηφεί Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών. Η χειροτονία του έγινε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών την 20η Σεπτεμβρίου 1942 και ενθρονίστηκε στην Κέρκυρα την 24η Νοεμβρίου 1942, σε μία εποχή δύσκολη για το νησί λόγω της Ιταλικής κατοχής, υπό της οποίας ευρισκόταν τότε η Κέρκυρα.

methodios kontostanos imcorfu

O Μεθόδιος ως Μητροπολίτης ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική, ποιμαντική και εθνική δραστηριότητα. Αναδείχθηκε σθεναρός μαχητής της Ορθοδόξου πίστεως, του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος και άλλων θεολογικών και εθνικών ζητημάτων. Δόκιμος και ακαταπόνητος κήρυκας του θείου λόγου, άριστος λειτουργός, συγγραφέας πολύγραφος, ποίμανε με δεξιότητα την Μητρόπολη της Κέρκυρας. Επίσης έλαβε μέρος σε αποστολές της Εκκλησίας της Ελλάδος στο εξωτερικό ως Συνοδικό μέλος.

Η συγγραφική του παρακαταθήκη είναι μεγάλη και σπουδαία. Σημαντικότερα πονήματά του είναι «Τελετουργική» Α΄ Τόμος, «Βίος του Ιησού», Α΄ Τόμος, «Ο Κοραής και αι γνώμαι αυτού περί της Παιδείας», «Εισηγητικαί Γνωματεύσεις», «Συνάντησις των Χριστιανικών Εκκλησιών» κ.ά.

Για τις πολλές του υπηρεσίες τιμήθηκε με πολλά παράσημα, όπως ο μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικα.

Το Ιανουάριο του 1967 τέθηκε εκτός υπηρεσίας ως υπερήλικας μετά δε την ενθρόνιση του διάδοχου του Πολυκάρπου Βαγενά εγκατέλειψε το Μητροπολιτικό Κτίριο και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα της Κέρκυρας πληρώνοντας ενοίκιο. Η αφιλοχρηματία του και ακτημοσύνη ήταν ένα χαρακτηριστικό που διέκρινε τον βίου του μακαριστού Ιεράρχη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Την μόνη περιούσια του, τις τέσσερεις δηλαδή αρχιερατικές του στολές τις μοίρασε μετά την αποχώρησή του από τον θρόνο και κράτησε για τον εαυτό του μία μόνον για την κηδεία του, καθώς και ένα ωμοφόριο και επιτραχήλιο, για να τα φορεί κατά την μετάληψη των αχράντων μυστηρίων.

Εξεδήμησε προς Κύριον την 18 Μαΐου 1972 σε ηλικία 91 ετών, διατηρώντας όμως μέχρι του θανάτου του την πνευματική του διαύγεια.

Η εκτίμηση και σεβασμός του Κερκυραϊκού λαού και του κλήρου προς το πρόσωπό του φάνηκε ιδιαίτερα κατά την εκφορά της σεπτής σορού, όπου η συμμετοχή του λαού ήταν πάνδημος και οι εκδηλώσεις λίαν συγκινητικές. Ο μακαριστός Ιεράρχης έχαιρε εκτιμήσεως όχι μόνο μεταξύ των Εκκλησιαστικών Κύκλων και των συνεργατών του. Πολλοί μη Κερκυραίοι τιμούσαν τον Ιεράρχη και ζητούσαν απ’ αυτόν την συμβουλή και γνώμη του.

Προτομή του Κερκυραίου Ιεράρχη τοποθέτησε η Ομοσπονδία Κερκυραϊκών Συλλόγων Αττικής, έξω από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος.

- Πολύκαρπος Βαγενάς (1966 – 1984) -

Τον Μητροπολίτη Μεθόδιο, διαδέχθηκε ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος (κατά κόσμον Παναγιώτης) Βαγενάς. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος γεννήθηκε στο Ξυλόκαστο Κορινθίας το 1924, από τους γονείς του Θεόδωρο και Ζαχαρούλα. Περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές στην Κόρινθο και το 1942 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1951 στρατεύεται ως βοηθητικός στο Ναύπλιο. 

Το 1951 παίρνει το πτυχίο της Νομικής Σχολής και εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1954 παίρνει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής, ενώ τον ίδιο χρόνο κοιμήθηκε ο παρέας του.

Στις αρχές του 1955 αρχίζει ιεραποστολική δράση στο Θέρμο Αγρινίου, όπου τοποθετείται ως Θεολόγος Καθηγητής. Αργότερα υπηρετεί σε Γυμνάσιο στο χωριό Κεραμιές της Κεφαλλονιάς.

To 1953 επιστρέφει στην Αθήνα και ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος τον καλεί και τον εισάγει στην Ιεροσύνη και στη διακονία στη Μητρόπολή του. Κατά την Κουρά του τον μετονομάζει σε Πολύκαρπο. Αργότερα του αναθέτει καθήκοντα Πρωτοσυγκέλου. 

Στις 3 Φεβρουαρίου ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος μετατίθεται στα Τρίκαλα και μαζί του πηγαίνει και ο Πολύκαρπος ως Πρωτοσύγκελος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο.

methodios kontostanos imcorfu

Το 1967 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών στη θέση του παραιτηθέντος Μητροπολίτου Μεθοδίου Κοντοστάνου. Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Πολύκαρπος διακρίθηκε κατά τα χρόνια της Αρχιερατείας του για την ταπείνωση και το ήθος του. Υπήρξε υπόδειγμα Επισκόπου και στο πετραχήλι του αρκετοί Κερκυραίοι και μη βρήκαν τον Πνευματικό Πατέρα που πάντοτε, οποιαδήποτε στιγμή τον χρειάζονταν ήταν κοντά τους με την σωστή συμβουλή.

Το 1982 μετά την απομάκρυνση του Μητροπολίτου Κεφαλληνίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του ανάθεσε και την τοποτηρητεία της Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, η οποία μαστιζόταν από σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Ο Μητροπολίτης Πολύκαπρος κατάφερε με την αγάπη του και την αφοσίωσή του να ενώσει τον λαό της Κεφαλληνίας και να ειρηνεύσει το ποίμνιο. Εκεί υπηρέτησε από το τον Μάρτιο του 1982 μέχρι την 25 Μαρτίου 1984, όπου την Κυριακή 25 Μαρτίου 1984 κατά τη διάρκεια της λιτανείας της Ευαγγελίστριας στα Φαρακλάτα, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και κοιμήθηκε, ενδεδυμένος της Αρχιερατική στολή.

Η σορός του αοίδιμου Ιεράρχη μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου κηδεύτηκε με κάθε τιμή στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας. Ο τάφος βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην πόλη της Κέρκυρας. Συλλογή των κηρυγμάτων του μακαριστού Μητροπολίτου Πολυκάρπου έχει εκδώσει η Γυναικεία Κοινοβιακή Ιερά Μονή Παντοκράτορος του χωρίου Άγιος Αθανάσιος Κερκύρας. Η αδελφότητα που βρίσκεται σήμερα στη μονή είναι πνευματικός καρπός του μακαριστού Πολυκάρπου.

- Πολύκαρπος Βαγενάς (1966 – 1984) -

Τον Μητροπολίτη Μεθόδιο, διαδέχθηκε ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος (κατά κόσμον Παναγιώτης) Βαγενάς. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος γεννήθηκε στο Ξυλόκαστο Κορινθίας το 1924, από τους γονείς του Θεόδωρο και Ζαχαρούλα. Περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές στην Κόρινθο και το 1942 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1951 στρατεύεται ως βοηθητικός στο Ναύπλιο. 

Το 1951 παίρνει το πτυχίο της Νομικής Σχολής και εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1954 παίρνει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής, ενώ τον ίδιο χρόνο κοιμήθηκε ο παρέας του.

Στις αρχές του 1955 αρχίζει ιεραποστολική δράση στο Θέρμο Αγρινίου, όπου τοποθετείται ως Θεολόγος Καθηγητής. Αργότερα υπηρετεί σε Γυμνάσιο στο χωριό Κεραμιές της Κεφαλλονιάς.

To 1953 επιστρέφει στην Αθήνα και ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος τον καλεί και τον εισάγει στην Ιεροσύνη και στη διακονία στη Μητρόπολή του. Κατά την Κουρά του τον μετονομάζει σε Πολύκαρπο. Αργότερα του αναθέτει καθήκοντα Πρωτοσυγκέλου. 

Στις 3 Φεβρουαρίου ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος μετατίθεται στα Τρίκαλα και μαζί του πηγαίνει και ο Πολύκαρπος ως Πρωτοσύγκελος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο.

polykarpos vagenas imcorfu

Το 1967 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών στη θέση του παραιτηθέντος Μητροπολίτου Μεθοδίου Κοντοστάνου. 

Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Πολύκαρπος διακρίθηκε κατά τα χρόνια της Αρχιερατείας του για την ταπείνωση και το ήθος του. Υπήρξε υπόδειγμα Επισκόπου και στο πετραχήλι του αρκετοί Κερκυραίοι και μη βρήκαν τον Πνευματικό Πατέρα που πάντοτε, οποιαδήποτε στιγμή τον χρειάζονταν ήταν κοντά τους με την σωστή συμβουλή.

Το 1982 μετά την απομάκρυνση του Μητροπολίτου Κεφαλληνίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του ανάθεσε και την τοποτηρητεία της Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, η οποία μαστιζόταν από σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Ο Μητροπολίτης Πολύκαπρος κατάφερε με την αγάπη του και την αφοσίωσή του να ενώσει τον λαό της Κεφαλληνίας και να ειρηνεύσει το ποίμνιο. Εκεί υπηρέτησε από το τον Μάρτιο του 1982 μέχρι την 25 Μαρτίου 1984, όπου την Κυριακή 25 Μαρτίου 1984 κατά τη διάρκεια της λιτανείας της Ευαγγελίστριας στα Φαρακλάτα, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και κοιμήθηκε, ενδεδυμένος της Αρχιερατική στολή.

Η σορός του αοίδιμου Ιεράρχη μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου κηδεύτηκε με κάθε τιμή στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας. Ο τάφος βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην πόλη της Κέρκυρας.

Συλλογή των κηρυγμάτων του μακαριστού Μητροπολίτου Πολυκάρπου έχει εκδώσει η Γυναικεία Κοινοβιακή Ιερά Μονή Παντοκράτορος του χωρίου Άγιος Αθανάσιος Κερκύρας. Η αδελφότητα που βρίσκεται σήμερα στη μονή είναι πνευματικός καρπός του μακαριστού Πολυκάρπου.

- Τιμόθεος Τριβιζάς (1984 – 2002) -

Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτου Πολυκάρπου Βαγενά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέλεξε Μητροπολίτη Κερκύρας τον μέχρι τότε Αρχιγραμματέα αυτής Αρχιμ. Τιμόθεο Τριβιζά.

Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (κατά κόσμον Ανδρέας Τριβιζάς) γεννήθηκε στην Κέρκυρα στο χωριό Αγρός το 1939. Το έτος 1967 έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1962 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1967 Πρεσβύτερος. Σπούδασε επίσης στην Αγγλία Κοινωνιολογία, Δογματική Θεολογία και Φιλοσοφία. Υπηρέτησε Προϊστάμενος Ελληνικών Κοινοτήτων και Διευθυντής Ελληνικών Σχολείων στην Αγγλία και Ιερατικώς Προϊστάμενος για δεκαπέντε έτη του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Καρύκη στην Αθήνα. Επίσης μετεκπαιδεύτηκε σε θέματα Ποιμαντικής Ναυτικού στις Η.Π.Α. και σε θέματα Τουρισμού στη Ρώμη.

Μετείχε σε πολλές αποστολές και συνέδρια ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε Ορθόδοξα Πατριαρχεία αλλά και Ετερόδοξες Εκκλησίες. Συνέγραψε περί τις τριάκοντα πραγματείες και μελέτες, καθώς και άρθρα στα Ελληνικά και στα Αγγλικά.

Υπηρέτησε ως μέλος Συνοδικών Επιτροπών, επί πενταετία στο ιδιαίτερο Γραφείο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Σεραφείμ και επί τριετία Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ακόμη χρημάτισε μέλος της Διοικούσης Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου από το 1984 μέχρι το 1997 συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ίδρυση αυτού.

timotheos trivizas imcorfu

Το 1989 δια Συνοδικής Αποφάσεως ορίσθηκε υπεύθυνος των Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης υπηρέτησε ως τακτικό Αρχιερατικό μέλος των Συνοδικών Επιτροπών 1. Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και 2. Σχέσεων Εκκλησίας Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Της 23 Νοεμβρίου 1995 η Ακαδημία Αθηνών αξιολογήσασα το όλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο του με ομόφωνη απόφασή της του απένειμε το βραβείο αυτής.

Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος άφησε στην Κέρκυρα πλούσιο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Ίδρυσε και λειτούργησε τα παρακάτω:

1. Ίδρυμα Χρονίως Πασχόντων «Η Πλατυτέρα»

2. Ραδιοφωνικός Σταθμός «Ο Άγιος Σπυρίδων»

3. Βυζαντινό Μουσείο Αγίων Πατέρων

4. Εκκλησιαστικό Κηροπλαστείο

5. Μηνιαία Εφημερίδα «Κερκυραϊκή Αλήθεια»

6. Εκκλησιαστικός Ξενώνας Αγίων Θεοδώρων Καμάρας

7. Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ειδικών Παιδιών

Σημαντικό έργο επίσης είναι και η ανοικοδόμηση του Συνεδριακού Κέντρου Κέρκυρας, που αποτελεί ένα μεγαλόπνοο έργο για το νησί της Κέρκυρας, το οποίο όμως δεν ευτύχησε να δει αποπερατωμένο. Ακόμη ανήγειρε τις νέες εγκαταστάσεις των Κατασκηνώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως στην Κασσιώπη, αναστήλωσε το Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Σπυρίδωνος, και τον Ιερό Ναό των Αγίων Πατέρων. Επίσης εξέδωσε τον πολυτελή τόμο «Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη στην Κέρκυρα».

Με απόφασή του, επίσης, καθιέρωσε την λιτάνευση την Κυριακή της Ορθοδοξίας του Ιερού Σκηνώματος τη Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας και των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου Μητροπολίτου Κερκύρας.

Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος απεβίωσε την 15 Μαρτίου 2002 στην Αθήνα, μετά από σοβαρό καρδιακό επεισόδιο.

- Νεκτάριος Ντόβας -

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος (κατά κόσμον Δημήτριος Ντόβας) εγεννήθη εις Βόλον το 1953. Είναι απόφοιτος της Ανωτέρας Ιερατικής Σχολής Αθηνών παρά τη Ριζαρείω (1973) και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1979). 

Το 1973 εκάρη μοναχός εις την Ιεράν Μονήν Άνω Ξενιάς. Την 1ην Ιανουαρίου 1975 εχειροτονήθη Διάκονος και την 4ην Μαρτίου 1979 εχειροτονήθη Πρεσβύτερος υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, λαβών ταυτοχρόνως και το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου. Διετέλεσε Ιερατ. Προϊστάμενος του Ι. Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βόλου, αναπτύξας ιεροκηρυκτικήν, ποιμαντικήν και φιλανθρωπικήν δραστηριότητα.

Από το 1975 έως το 1986 διετέλεσε διευθυντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου, ενώ από το 1986 εξελέγη Ηγούμενος της παλαιφάτου ιστορικής Μονής Άνω Ξενιάς, την οποία ανοικοδόμησε εκ βάθρων. Είναι συγγραφεύς εποικοδομητικών βιβλίων και έχει δημοσιεύσει πλείστα άρθρα εις τον ημερήσιον και εκκλησιαστικόν περιοδικόν τύπον. 

Διετέλεσε τακτικόν μέλος της Διοικούσης Επιτροπής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών της Εκκλησίας της Ελλάδος και είναι τακτικόν Αρχιερ. Μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Μοναχικού Βίου. Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων εξελέγη την 11ην Οκτωβρίου 2002.

xeirotonia diakonou 27042024 (19)