ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Μητροπολίτου κου Νεκταρίου

Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί,

«Ἔλεγαν γιά τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι πῆγαν μερικοί σ’ αὐτόν, ἔχοντας ἀκουστά ὅτι ἦταν στολισμένος μέ μεγάλη διάκριση. Καί θέλοντας νά τόν δοκιμάσουν ἄν ὀργίζεται, τοῦ λέγουν: ‘Σύ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; Ἀκούσαμε γιά σένα ὅτι εἶσαι ἀκόλαστος καί περήφανος’. Καί ἐκεῖνος τούς λέγει: ‘Ναί, ἔτσι εἶναι’. Καί τοῦ λέγουν: ‘Σύ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί φιλοκατήγορος;’. Καί τούς ἀποκρίνεται: ‘ Ἐγώ εἶμαι’. Τοῦ λέγουν πάλι: ‘Σύ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;’ Καί ἀποκρίθηκε: ‘Δέν εἶμαι αἱρετικός’.Τόν παρακάλεσαν λοιπόν, λέγοντας:’Πές μας, γιατί τόσα σοῦ εἴπαμε καί τά παραδέχθηκες καί τό τελευταῖο δέν τό ἄντεξες;’ Τούς λέγει: ‘Τά πρῶτα τά παίρνω ἐπάνω μου. Γιατί χρέος εἶναι γιά τήν ψυχή μου. Ἀλλά τό αἱρετικός εἶναι χωρισμός ἀπό τόν Θεό καί δέν θέλω νά χωρισθῶ ἀπό τόν Θεό’. Καί ἐκεῖνοι, ἀκούγοντάς τον, θαύμασαν τή διάκρισή του καί ἔφυγαν οἰκοδομημένοι». (Εἶπε Γέρων, Τό Γεροντικόν σέ νεοελληνική ἀπόδοση ὑπό Βασιλείου Πέντζα, ἐκδόσεις ΑΣΤΗΡ, σελ. 33)

Αὐτή ἡ θαυμαστή διήγηση ἀπό τό Γεροντικό μᾶς δείχνει τί σημαίνει γιά τήν Ἐκκλησία μας αἵρεση καί τί νά εἶναι κάποιος ἄνθρωπος αἱρετικός. Ὁ αἱρετικός είναι ἐκεῖνος πού ἔχει χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό. Εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐπιλέξει (αἵρεση=προτίμηση, ἐκλογή) ἕνα τμῆμα τῆς πίστεως καί ἀρνεῖται νά τήν ἀποδεχτεῖ ἀκέραιη, ἀκαινοτόμητη. Εἶναι ἀκόμη αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει διαστρέψει, ἔχει παραχαράξει τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, προσαρμόζοντάς την στά δικά του μέτρα καί δεδομένα, εἴτε τοῦ ὀρθολογισμοῦ, εἴτε τῆς ἠθικῆς του.

Οἱ αἱρέσεις συνοδεύουν τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἀρχῆς. Σκάνδαλο ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί παραδόσεως ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι αἱρετικοί δέν μποροῦσαν νά δεχτοῦνε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν κυριαρχία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία περιφρονοῦσε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρῶντάς το ὡς τήν φυλακή τῆς ψυχῆς. Πῶς θά ἦταν δυνατόν ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί Αὐτός πού χορήγησε τήν ἀθανασία στήν ψυχή, ἀφήνοντας γιά τό σῶμα τόν θάνατο, νά καταδεχτεῖ νά σαρκωθεῖ πραγματικῶς; Ἔτσι, οἱ κάθε λογῆς αἱρετικοί προσπάθησαν νά δώσουν ἀπάντηση εἴτε πιστεύοντας πώς ὁ Χριστός φάνηκε ὅτι σαρκώθηκε, εἴτε ταυτίζοντάς Τον μέ κτίσμα, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί μή ἀποδίδοντάς Του θεία φύση, εἴτε ἀρνούμενοι τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό καί εἰσάγοντας ἕναν δεύτερο θεό, κατώτερο, ὁ ὁποῖος δῆθεν δημιούργησε τόν κόσμο καί μαζί τήν ὕλη. Ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀποδεχτοῦν τήν σταύρωση καί τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θεωρῶντας «μωρία» γιά ἕναν Θεό τό νά πεθαίνει, νά ὑφίσταται δηλαδή τήν φθορά (Α’ Κορ. 1, 23). Γι’ αὐτούς ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος, ἐξουσιαστής, ἀλώβητος ἀπό τόν χρόνο. Ἀρνοῦνται ὅμως τήν ἀγάπη καί τήν ἴδια στιγμή τήν ἀνάσταση, μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος δίνει τήν ὁριστική ἀπάντηση στό πρόβλημα τῆς φθορᾶς καί στήν κυριαρχία τοῦ χρόνου ἐπάνω στόν κόσμο πού δημιούργησε. Οἱ περισσότερες ἐνδοχριστιανικές αἱρέσεις ἀνά τούς αἰῶνες ἀποτελοῦν παραλλαγή αὐτῶν τῶν ἀρχικῶν σχημάτων.

Ὑπάρχουν ὅμως σταδιακῶς καί τά σχίσματα, τά ὁποῖα ξεκινοῦν εἴτε ἀπό ἀντιπαραθέσεις προσώπων μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ὁδήγησαν στήν ἀπόσχιση τῶν πρωταγωνιστῶν, εἴτε ἀπό πολιτισμικές διαφορές, οἱ ὁποῖες γεννοῦν ἐσφαλμένες καί ἀποκλίνουσες διδασκαλίες εἴτε ἐξ αἰτίας ζητημάτων κυριαρχίας, ἐξουσίας ἐντός τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν. Ἄν θέλουμε νά ἀναζητήσουμε τίς ρίζες τοῦ σχίσματος μεταξύ Δύσεως καί Ἀνατολῆς θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀδυναμία ἀκριβοῦς διατυπώσεως στήν λατινική γλῶσσα τῶν θεολογικῶν ὅρων τούς ὁποίους χρησιμοποίησαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπίσης καί ἡ θεσμική σύγκρουση μεταξύ Ρώμης καί Νέας Ρώμης, ἡ ὁποία ὑποδαυλίστηκε ἀπό τά πολιτικά καί ἱστορικά συμφέροντα, σταδιακά περιβλήθηκε μέ δογματικές καί θεολογικές διαφορές ἀπό τήν πλευρά τῆς Δύσεως, μέ ἀποτέλεσμα νά φθάσουμε στήν ρήξη καί τόν χωρισμό. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ ἴδια ἡ Δυτική Ἐκκλησία δέν μπόρεσε νά ἀποφύγει τήν περαιτέρω ἀλλοτρίωση μέ ἀποτέλεσμα νά διασπαστεῖ καί νά ἱδρυθεῖ ὁ προτεσταντισμός, μέ τά χιλιάδες παρακλάδιά του.

Ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε προκλήσεις. Στήν ἐποχή μας ὅμως αὐτές εἶναι αὐξημένες. Ἡ ταχύτατη διάδοση ἰδεῶν διά τῆς τηλεοράσεως καί τοῦ Διαδικτύου, τά ὑπαρξιακά κενά τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, οἱ πολιτικές καί οἰκονομικές ἐξελίξεις, ἡ ἀδυναμία τῆς παιδείας νά καλλιεργήσει κριτική σκέψη στούς νέους ἀνθρώπους καί ἡ συνδυασμένη προπαγάνδα πού ἐκπορεύεται ἀπό ἀθεϊστικά κέντρα καί ἀπό ἀλλοῦ μᾶς ἔχουν θέσει πρό τῶν εὐθυνῶν μας νά χρειάζεται νά ἀντιμετωπίσουμε ποιμαντικά ὄχι μόνο τίς ἐνδοχριστιανικές αἱρέσεις, ἀλλά καί ἄλλα θρησκευτικά ρεύματα, τά ὁποῖα βαφτίζονται σήμερα ὡς ἐναλλακτικές μορφές ὑπαρξιακῆς ἀναζητήσεως. Τό Ἰσλάμ ἀπό τήν μία, τό ὁποῖο εἶναι ἐπεκτατικό, διότι καλλιεργεῖ φανατισμό σέ σημαντικές μάζες ἀνθρώπων, πού θεωροῦν ὡς καθῆκον τους νά τό ἐπιβάλουν, καί οἱ ἀνατολικές φιλοσοφίες, κυρίως ὁ βουδισμός καί ὁ ἰνδουϊσμός, μέ διάφορες παραλλαγές τους, μέ αἰχμή τοῦ δόρατος τή γιόγκα καί μέ ἰδέες ὅπως ἡ μετενσάρκωση καί ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἀποτελοῦν συγκεκριμένες προκλήσεις, στίς ὁποῖες δέν εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι νά ἀνταποκριθοῦμε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἀποκρυφιστικά ρεύματα, ὅπως ἡ μαγεία καί ὁ σατανισμός, ἡ ψυχοθεραπεία ὡς μορφή ἀπαντήσεως στίς ὑπαρξιακές καί θρησκευτικές ἀνησυχίες τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀνάγκη πολλῶν γιά ὑγιεινή ζωή καί οἰκολογική εὐαισθητοποίηση, ἔχουν γεννήσει ἕνα μεγάλο κύκλο θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐντάσσεται σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε «Νέα Ἑποχή». Βασικό σύνθημα τό «δέν πειράζει πού ἀποδεχόμαστε ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι χρήσιμες, ἀρκεῖ ὁ ἀνθρωπος νά μπορεῖ νά περνᾶ καλά» καί βεβαίως μία ἀπόπειρα σπουδῆς πάνω στό «κακό», χωρίς ὅμως νά λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν εἶναι κακό, ἐφόσον χρησιμοποιεῖται γιά καλό σκοπό, οὔτε κἄν ἡ μαγεία καί ὁ σατανισμός. Μία κρυφή καί ἐν ἀγνοίᾳ τῶν πολλῶν δαιμονολατρία.

Καί σά νά μήν φτάνουν αὐτά τά ρεύματα, τά τελευταῖα χρόνια διαπιστώνουμε μία ὄξυνση τοῦ φαινομένου τῆς νεο-ειδωλολατρίας. Εἴτε γιά πολιτικούς λόγους εἴτε ἀφορμώμενοι ἀπό ἕναν τυφλό ἐθνικισμό, πού δέν θέλει νά δεῖ τήν ἀλήθεια γιά τήν ἀρχαία Ἑλλάδα στήν πλήρη διάστασή της (πρῶτοι οἱ Πατέρες τῆς Ἑκκλησίας ἄντλησαν ὅ,τι ὑγιές ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, ἀπορρίπτοντας ὅμως ὅ,τι ἁμαρτωλό, ὅ,τι διαστρέφει τό νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ρίχνοντάς τον στά πάθη καί τήν φιληδονία), ἀρκετοί συνάνθρωποί μας καί μάλιστα νέοι, ἀποθεώνουν τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, τό Δωδεκάθεο, ἐπιτίθενται ἐναντίον τῆς χριστιανικῆς πίστεως, καθότι τήν θεωροῦν προέκταση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, κρίνουν καί ἀπορρίπτουν τήν Παλαιά Διαθήκη, καθώς δέν βλέπουν τό πνεῦμα τῶν βιβλίων της, ἀλλά μένουν στίς ἱστορικές της καταγραφές καί ζητοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ παλαιοδιαθηκικός λόγος ἀπευθύνεται μόνο στούς Ἑβραίους καί ὄχι σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί τελικά ἀπορρίπτουν καί τόν ἴδιο τόν Κύριό μας.

Ὡς ποιμένες λοιπόν καλούμαστε νά ἀντιμετωπίσουμε ποικίλες προκλήσεις. Τόσο οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι «ὡς λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20,29), ἀγωνίζονται νά τό ἀπομακρύνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία, «ἐκτός τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» (Ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρθαγένης), ὅσο καί οἱ ἀλλόθρησκοι, ἀλλά καί οἱ νοσταλγοί τοῦ παρελθόντος, ὅπως ἐπίσης καί ὅσοι ζοῦνε καί καυχῶνται γιά τόν θρησκευτικό συγκρητισμό τους, ἑνώνονται μέ ρεύματα ἀθεϊστικά καί διαχέουν στήν κοινωνία μας ποικιλόμορφες ἰδέες καί προτάσεις ζωῆς. Μάλιστα, στό Διαδίκτυο αὐτές οἱ ἰδέες γρήγορα γίνονται προσιτές, ἰδιατέρως ἀπό τούς νεώτερους, μέ ἀποτέλεσμα νά δυσκολεύεται ἰδιαιτέρως ἡ ποιμαντική μας προσέγγιση.

Δέν θέλω νά σταθῶ καί στήν δική μας ἀτολμία νά διαλεχθοῦμε μέ τούς ἀνθρώπους. Γιά τό γεγονός ὅτι ἔχουμε περιοριστεῖ στούς τέσσερις τοίχους τῶν ναῶν μας καί δέν θέλουμε νά ἀνοιχτοῦμε στούς προβληματισμούς τῶν ἐνοριτῶν μας καί ἰδιαιτέρως τῶν νεώτερων. Καί δέν θά γίνει αὐτός ὁ διάλογος μέ τήν μόδα τοῦ Facebook. Γιατί ἀρκετοί ἀπό ἐμᾶς φτάσαμε νά πιστεύουμε ὅτι ἀρκεῖ κάποιος νά ἔχει σελίδα στο Facebook γιά νά εἶναι μοντέρνος καί νά μπορεῖ νά προσεγγίζει τή νεολαία. Τό πρόβλημα ὅμως δέν εἶναι νά εἴμαστε μοντέρνοι, ἀλλά νά ζοῦμε καί νά δείχνουμε τόν Χριστό τοῖς πᾶσι. Κι αὐτό ἀπαιτεῖ καί μόρφωση καί καλλιέργεια καί πνευματικό ἀγώνα. Ἄς ἀναρωτηθοῦμε ἀλήθεια πόσο εἴμαστε κατηρτισμένοι στά τῆς πίστεως; Πόσο μποροῦμε νά φέρουμε ἐπιχειρήματα στίς πλάνες τῶν αἱρετικῶν ἤ στίς ἑτεροδιδασκαλίες τους; Πόσο εὔκολο εἶναι νά διαπιστώσουμε τίς ποικίλες παγίδες στίς ὁποῖες πέφτει ἡ νεολαία μας; Πόσο ἕτοιμοι εἴμαστε νά δείξουμε ἀγάπη σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη; Διότι οἱ αἱρετικοί, πληροφοροῦνται ὅτι κάποιος συνάνθρωπός μας περνᾶ μία δοκιμασία, σπεύδουν νά τόν προσεγγίσουν καί νά τόν προσηλυτίσουν στήν πλάνη τους, βοηθῶντας τον. Τήν ἴδια στιγμή, πόσο καλοί γνῶστες εἴμαστε τῶν βιβλίων καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Διότι πολλοί αἱρετικοί ἀξιοποιοῦν τά χωρίς τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά ὑποστηρίξουν τίς πλάνες τους. Παράλληλα, πόσο ζοῦμε τήν Ἐκκλησία καί τήν ἐνορία ὡς κοινότητα; Διότι οἱ αἱρετικοί καταφέρνουν νά ἔχουν αὐτό τό βίωμα τῆς ἐντάξεως τῶν ἀνθρώπων στήν συνάθροισή τους, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν αἰσθάνονται μόνοι τους, ἐνῶ ἐμεῖς, μέ τό «Δι’ εὐχῶν» τῆς κυριακάτικης θείας λειτουργίας μένουμε μόνοι μας στόν ναό. Μάλιστα, ἀρκετοί ἀπό ἐμᾶς βλέπουμε τούς ἐνορίτες μας στήν καλύτερη περίπτωση τήν Κυριακή καί συνήθως μόνο στίς γιορτές.

Ἡ τοπική μας Ἐκκλησία κάνει πολλές προσπάθειες καταρτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων στήν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ὡστόσο, δέν τολμῶ νά ὑποστηρίξω ὅτι πρέπει νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι. Ἡ καλύτερη ποιμαντική ἀντιμετώπιση ἑνός προβλήματος καί κατ’ ἐπέκτασιν καί τῶν αἱρέσεων, εἶναι ἡ πρόληψη. Καί προλαμβάνουμε τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς παραδόσεώς μας καί τήν ἔνταξή τους στούς αἱρετικούς ὅταν γνωρίζουμε τί πιστεύουμε καί ζοῦμε τόν Χριστό ὡς «τήν ὁδό, τήν ἀλήθεια καί τήν ζωή» (Ἰωάν. 14,6) στίς ἐνορίες μας. Χρειάζεται ὅμως καί μία σύγχρονη ἀπολογητική. Νά μποροῦμε δηλαδή νά δίδουμε λόγο «παντί τῷ αἰτοῦντι περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α’ Πέτρ. 3, 15), ὥστε μέσα ἀπό τήν ἐπίγνωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως νά μήν παρασυρόμεθα ἀπό τά σύγχρονα αἱρετικά ρεύματα.

Ὀφείλουμε νά σκεφθοῦμε ἀκόμη ὅτι σήμερα ζοῦμε τήν ἐλευθερία τῶν ιδεῶν καί τῆς διακινήσεώς τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ καθένας προστατεύεται ὡς πρός τό δικαίωμά του ἐλεύθερα νά ἐκφράζει τή γνώμη του καί τίς πεποιθήσεις τους. Βεβαίως, τύποις ἰσχύει ἀκόμη ἡ ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ. Αὐτό στήν πράξη σημαίνει ὅτι δέν πρέπει μέσω τῶν ὅποιων ἰδεῶν πού διαδίδονται νά παραπλανᾶται ὁ ἀποδέκτης τῶν ἰδεῶν. Ὀφείλει ἡ διακίνηση τῶν ἰδεῶν νά εἶναι δημόσιο γεγονός καί τήν ἴδια στιγμή νά δηλώνεται ἡ ταυτότητα ὅσων ὑποστηρίζουν ὁτιδήποτε. Γι’ αὐτό καί παλαιότερα εἴχαμε τό δικαίωμα νά καλοῦμε τίς ἀρχές ὅταν μᾶς ἐπισκέπτονταν οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, διότι δέν δηλώνανε οὔτε στά φυλλάδιά τους οὔτε στίς ἐπισκέψεις τους τήν ἀληθινή τους ταυτότητα, ἀλλά παραπλανούσανε. Ὅμως καί αὐτοί πλέον ἔχουν ξεθαρρέψει. Τήν ἴδια στιγμή δέν μποροῦμε νά υἱοθετοῦμε δυναμικές ἀντιδράσεις, ἄσκηση βίας, ἀπρεπεῖς ἐκφράσεις, φανατισμό ἔναντι τῶν ὅποιων αἱρετικῶν καί ἑτεροδόξων, διότι τούς κάνουμε ἥρωες στά μάτια τῶν ἀγνοούντων καί τήν ἴδια στιγμή καλοπροαίρετων ἀνθρώπων. Ἑπομένως, ἐάν χρειάζεται, μποροῦμε νά ἐνημερώνουμε μέ σταθερότητα καί ἀποφασιστικότητα, τήν ἴδια στιγμή ὅμως μέ σεβασμό στούς κανόνες τοῦ διαλόγου καί τῆς εὐπρέπειας. Δέν εἶναι ὁμολογία πίστεως ἡ ἐκμηδένιση τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἡ μέ ἀγάπη νουθεσία καί ὁ ἔλεγχός του.

Τέλος, χρειάζεται νά προβληματισθοῦμε καί σέ μία ἄλλη διάσταση τῆς σύγχρονης συγχύσεως. Εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν σωτηρία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει μεγάλη μερίδα τῆς κοινωνίας μας. Πολλοί ἄνθρωποι δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς. Πολλοί ἀρνοῦνται τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Πολλοί βλέπουν τόν Θεό ὡς μία Ἀπρόσωπη καί Ἀφηρημένη Δύναμη καί ὄχι ὡς τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα πού σώζουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Αὐτή ἡ ἀδιαφορία γιά τήν σωτηρία καί ἡ παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στήν ὑλική διάσταση τῆς ζωῆς, ἡ μέριμνα γιά τήν ἐπιβίωση, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαυτία, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιστημονική καί τεχνολογική πρόοδο, ἔχουν καταστήσει τό ἐρώτημα τῆς μετά θάνατον ζωῆς ἀδιάφορο. Ἔτσι, εὔκολα ἐπικρατεῖ τό πνεῦμα ὅτι «ὅλα εἶναι σχετικά». Γιατί νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὅπως ὁ Ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ ὅτι ὁ αἱρετικός εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν ἴδια στιγμή στερεῖται τήν κοινωνία μαζί Του; Ἐφόσον εἴτε ὁ Θεός δέν ἔχει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, εἴτε δέν ὑπάρχει μεταθανάτια ζωή, οὔτε ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί νά χάνουν χρόνο οἱ ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι μέ τίς λεπτομέρειες μιᾶς πίστεως ἤ τήν σύγκρισή της μέ ἄλλες; Αὐτό τό πνεῦμα δυστυχῶς καθιστᾶ τίς προσπάθειές μας πιό δύσκολες. Ὅμως γιά τά δύσκολα ἔχουμε κληθεῖ. Γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό (Ματθ. 7, 14). Γιά τόν σταυρό. Καί ὄχι γιά τήν ἀνάπαυση καί τήν γαλήνη. Μάχαιρα χρειάζεται ὁ κόσμος καί ὄχι τήν εἰρήνη τῆς ἀπραξίας (Ματθ. 10,34).

Ἄς κινητοποιήσουμε λοιπόν τίς δικές μας πνευματικές δυνάμεις. Ἄς μελετήσουμε καί ἄς καταρτιστοῦμε. Καί τήν ἴδια στιγμή ἄς ἐμπιστευθοῦμε ἐν πολλῇ προσευχῇ τόν Θεό στόν ἀγώνα μας. Ἄς ρωτοῦμε περισσότερο κατηρτισμένους πατέρες καἰ ἀδελφούς καί ἄς μορφωνόμεθα κατά Χριστόν. Ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι γιά περαιτέρω πνευματικούς καί ποιμαντικούς ἀγῶνες στήν ἱερατική μας διακονία, καθότι δέν μποροῦμε νά ἐφησυχάζουμε καί νά ἐπαναπαυόμεθα, ὄχι μόνο σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν διαχείριση τῶν θεμάτων ἐπί τῶν αἱρέσεων, ἀλλά καί σέ κάθε σημεῖο τῆς παρουσίας μας ἐν τῷ κόσμῳ. Πρωτίστως ὅμως ἄς ἐργαστοῦμε στήν κατεύθυνση τῆς ἀναδιοργανώσεως τῶν ἐνοριῶν μας. Ἐάν ἀναπαύονται οἱ ἄνθρωποι στήν Ἐκκλησία, τότε καμία αἱρετική ἰδέα καί δοξασία δέν θά μπορέσει νά διαγράψει τήν ἀλήθεια που βιώνουν.

Ἐπιθυμῶ, κλείνοντας, νά εὐχαριστήσω τούς τρεῖς εἰσηγητές τοῦ συνεδρίου μας, τόν ἐκλεκτό καί πολυσέβαστο καθηγητή μας κ. Νικόλαο Μπρατσιώτη, ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁποίου καί τά συγγράμματα πολύ ὠφεληθήκαμε καί ἐξακολουθοῦμε νά ὠφελούμαστε καί ὁ ὁποῖος θά μᾶς μιλήσει γιά τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν σημασία της στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπίσης καί τό πῶς οἱ αἱρετικοί διαστρέφουν τά νοήματά της, τόν πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Χρυσόστομο Παπαθανασίου, ἱεροκήρυκα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος θά μᾶς βοηθήσει νά δοῦμε καί κηρυκτικά πῶς μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε τούς αἱρετικούς καί τόν ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεώς μας π. Σπυρίδωνα Σκορδίλη πού θά μᾶς δώσει ἀπαντήσεις στήν πρόκληση τῆς ἰνδουϊστικῆς καί βουδιστικῆς ἐμπνεύσεως γυμναστικῆς καί διαλογιστικῆς τεχνικῆς γιόγκα, ἡ ὁποία διαφημίζεται συνεχῶς καί ἔχει φθάσει νά θεωρεῖται δυστυχῶς μία εὐκαιρία πνευματικῆς ἀνανήψεως στήν ἐποχή μας. Νά εὐχαριστήσω ἀκόμη ὅλους ἐσᾶς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού εἶστε συνοδοιπόροι στόν ἀγώνα γιά τόν ἁγιασμό καί τόν ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ μας. Καλή φώτιση! Καλή ἱεραποστολική χρονιά!

Κέρκυρα, 4 Σεπτεμβρίου 2014