Πολλές φορές στή ζωή μας, ἐνῶ ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐπίτευξη ἑνός στόχου, διαπιστώνουμε ὅτι κάποιοι ἄλλοι μᾶς προλαβαίνουνε. «Ἀργήσαμε», εἶναι ἡ φράση πού ἔρχεται αὐθόρμητα στά χείλη μας. Τό ἴδιο αἰσθανόταν καί ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδᾶ (Ἰωάν. 5, 1-15), κάθε φορά πού ὁ Ἄγγελος κατέβαινε καί τάραζε τό νερό τῆς κολυμβήθρας καί κάποιος ἄλλος τόν προλάβαινε, ἔμπαινε μέσα καί θεραπευόταν. Δέν μένει ὅμως μόνο σ’ αὐτό. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», λέει στόν Χριστό. Ἦταν καί ἡ μοναξιά του πού τόν ἔκανε νά μήν ἔχει κάποιον ὡς συμπαραστάτη, γιά νά τόν βοηθήσει νά πέσει στήν κολυμβήθρα πρῶτος καί νά γιατρευτεῖ.
Ἡ ἁμαρτία γεννᾶ μοναξιά
Ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδᾶ ὅμως δέν ἔβλεπε τήν κύρια αἰτία τῆς ἀσθένειάς του, καί αὐτή δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν ἁμαρτία. Τά τριάντα χρόνια της ἀσθενείας δέν ἔκαναν τόν παράλυτο νά ἐξετάσει μέ εἰλικρίνεια τή ζωή του, νά παραδεχθεῖ τά ὅποια σφάλματά του, τόν χωρισμό του ἀπό τόν Θεό, νά στραφεῖ στόν ἑαυτό του καί νά δεῖ τί ἔφταιγε. Τά τριάντα ὀκτώ χρόνια της ἀσθένειάς του δέν τόν ἔκαναν νά ὀργανώσει δυναμικά τήν ὅποια ζωή εἶχε, ἔστω καί στήν ἀσθένειά του, ἀλλά τόν κατέστησαν παθητικό θεατή τῆς κολυμβήθρας πού ἁπλῶς ἀνέμενε ἕνα θαῦμα γιά νά ἀλλάξει τή ζωή του. Τά τριάντα ὀκτώ ἔτη τῆς ἀσθένειάς του τόν ἔκαναν νά μήν ἔχει κανέναν φίλο, κανέναν πού νά τόν ἀγαποῦσε ἀληθινά, ἴσως γιατί καί ὁ ἴδιος δέν ἦταν φίλος μέ κάποιον καί δέν ἀγαποῦσε κάποιον, μέ ἀποτέλεσμα πάντοτε νά ἀργεῖ.
Δέν ἦταν μόνο τό θαῦμα τῆς ἴασης καί τῆς ἀλλαγῆς τῆς ἐξωτερικῆς πλευρᾶς τῆς ζωῆς πού περίμενε παθητικά ὁ παράλυτος. Ἦταν καί τό θαῦμα τῆς κοινωνικότητας καί τῆς ὑπέρβασης τῆς μοναξιᾶς, πού τό ἀνέμενε καί αὐτό παθητικά, χωρίς νά κάνει καμία κίνηση. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός τοῦ ἐπισημαίνει ἐμμέσως τήν ἁμαρτία του: ἦταν ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, πού τόν ἔκανε νά παραλύσει καί σωματικά. Καί μπορεῖ νά ἦρθε τό θαῦμα τῆς σωματικῆς ἴασης. Ἐάν ὅμως παρέμενε ἀκοινώνητος καί μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, κλεισμένος στή μιζέρια του καί ἀποδίδοντας ὅλη τήν ἀργοπορία του νά ζήσει στούς ἄλλους, θά τόν ἔβρισκε κάτι χειρότερο, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν πνευματικό θάνατο, τόν ὁριστικό χωρισμό τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν πλησίον.
Μᾶς γιατρεύει ἡ σχέση μέ τόν Χριστό
Ἡ σχέση λοιπόν μέ τόν ἀναστάντα Χριστό γιατρεύει τήν ἀναβλητικότητα καί τή ραθυμία μας. Ταυτόχρονα, μᾶς κάνει νά βγαίνουμε ἀπό τήν παθητικότητα τῆς ζωῆς. Νά ὑπερβαίνουμε τή νοοτροπία τοῦ θεατῆ στόν κόσμο καί νά παίρνουμε τή ζωή μας στά χέρια μας. Νά ἐπιδιώκουμε ἀληθινή κοινωνικότητα, ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί πάλη, ἄν δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε τή ζωή μας, τουλάχιστον νά τῆς προσδώσουμε νόημα μέσα στήν παραλυσία της. Νά δείξουμε ὅτι δέν ἔχουμε ἐγκαταλείψει τήν προσπάθεια νά ζήσουμε, νά ἀγωνιστοῦμε, νά προλάβουμε. Νά ἔχουμε σκοπό καί νόημα. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τόν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι μία παθητική ἀκρόαση καί μετοχή στό ὅποιο θαῦμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, στήν ὁποία ταράζεται τό ὕδωρ, δηλαδή κατέρχεται ὁ Θεός καί μᾶς καλεῖ νά εἰσέλθουμε στή ζωή τῆς πίστης, κοινωνώντας τό σῶμα καί τό αἷμα του. Μόνο πού ἐδῶ χρειάζεται ὁ καθένας μας νά εἶναι ἕτοιμος. Μέσα στήν παραλυσία πού κάθε μορφῆς ἁμαρτία –ἠθική, κοινωνική, πνευματική, σωματική– προκαλεῖ, νά ἔχουμε τήν ἑτοιμότητα νά ἀδράξουμε τήν ὅποια εὐκαιρία μᾶς δοθεῖ, ὥστε νά συναντήσουμε τόν Χριστό.
Ὄχι ἄλλη ἀναβολή
Συνήθως ἀναβάλλουμε ἤ προσμένουμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώσει πρόοδο. Ἡ ζωή τῆς πίστης ὅμως θέλει πρωτοβουλία, ἑτοιμότητα καί ἀγώνα, καί ὄχι μετάθεση γιά τό μέλλον. Τώρα χρειάζεται νά παλέψουμε, νά βάλουμε ἀρχή μετανοίας στή ζωή μας, νά ἐντοπίσουμε τί μᾶς παραλύει καί νά ζητήσουμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν πνευματικῶν μας πατέρων, νά ἀσκηθοῦμε στά μέσα πού ἡ ἀσκητική καί πνευματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνει, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά εἰσέλθουμε ἐκεῖ πού δίνεται ἡ ζωή.
Δέν εἶναι, ἑπομένως, οἱ ἄλλοι πού φταῖνε καί μᾶς κάνουν νά ἀργοῦμε. Εἶναι κάποτε ἡ παραλυσία τῆς ψυχῆς μας, ἡ ἐπανάπαυσή μας σέ δικαιολογίες πού μᾶς καταστοῦν παθητικούς θεατές τῆς ζωῆς. Ἡ σχέση μέ τόν ἀναστάντα Χριστό μᾶς ξυπνᾶ καί μᾶς κάνει νά σηκώνουμε τόν κράβαττόν μας, τόν σταυρό μας, καί νά περπατοῦμε. Καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διατηρεῖ ὑγιεῖς. Ἀρκεῖ νά συμμετέχουμε μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον ὡς ἀγωνιστές τῆς πνευματικῆς ὁδοῦ. Καί ὁ Κύριος θά ἀναπληρώσει ὅ,τι μᾶς λείπει. Χριστός Ἀνέστη!