ΙΕΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης, Αγίου Βλασίου επισκόπου Σεβαστίας
και Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης
Αναφερόμενοι στο ιστορικό του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Κερκύρας, θεωρούμε ότι δεν είναι εύκολο να παραθέσουμε ειδήσεις σχετικά με τα πριν από την καθιέρωσή του ως Καθεδρικού. Από αυτές μνημονεύουμε ότι κατά τη βυζαντινή εποχή Μητροπολιτικός Ναός των Κερκυραίων ήταν ο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κείμενος εις το Παλαιό Φρούριο, όπου και η μικρά τότε Πολιτεία. Από το Ναό αυτό των Κορυφαίων Αποστόλων πήρε, κατά μίαν εκδοχή, και το όνομά της η πόλη: Κορυφώ. Κατά τους χρόνους που ακολούθησαν, της Φραγκοκρατίας (1267-1797) και Βενετοκρατίας, οπότε και η πόλη επεκτάθηκε στην εκτός των τειχών περιοχή, δεν υπήρχε Ναός Μητροπολιτικός μόνιμος, αλλά εθεωρείτο ως Καθεδρικός ο Ναός εκείνος στον οποίον εφημέρευε ο κατά καιρούς Μέγας Πρωτοπαπάς, ο οποίος αντικατέστησε τον καταργηθέντα, από τους Ανδηγαυούς, Επίσκοπο. Τελευταίος Πρωτοπαπαδικός Ναός ήταν του Ταξιάρχη στο Καμπιέλο ή Οβριοβούνι, όπως ονομαζόταν η περιοχή παλαιότερα, λόγω του ότι εκεί ήταν το παλαιό Γκέττο.
Ο ναός αυτός καθιερώθηκε ως Πρωτοπαπαδικός στις 22 Οκτωβρίου 1712. Επί αρχιερατίας του Μητροπολίτου Κερκύρας Χρυσάνθου Μασσέλου, το 1841, ορίστηκε ως Μητροπολιτικός ο ναός της Υ. Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης και Αγίου Βλασίου, ο και μέχρι σήμερα Μητροπολιτικός. Ο ναός αυτός προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από τη συνένωση δύο ναών, εκείνον του αγίου Βλασίου και εκείνον της Υ. Θ. Σπηλαιωτίσσης. Αρχικά υπήρχε ναός του αγίου Βλασίου και η συνένωση έγινε το 1577, με δαπάνες ευγενών και πλουσίων Κερκυραίων. Αναφέρεται ότι η προσωνυμία της Θεοτόκου «Σπηλαιωτίσσης» προήλθε από παρακείμενο στην περιοχή σπήλαιο, από το οποίο πήρε και το όνομα ο ευρύτερος χώρος, «Σπηλιά». Μικρότερος σε διαστάσεις ο ναός, περιοριζόμενος στο χώρο του μεσαίου κλίτους, επεκτάθηκε με ανακαίνιση που έγινε το έτος 1913, οπότε και κατεδαφίστηκαν οι τοίχοι που χώριζαν προσθήκες εξωνάρθηκων.
Με την καθιέρωση του Ναού της Υ. Θ. Σπηλαιωτίσσης και Αγίου Βλασίου ως Καθεδρικού μεταφέρθηκαν σ’ αυτόν από το ναό του Ταξιάρχου Μιχαήλ, η σεβασμία εικόνα της Υ. Θεοτόκου της Δημοσιάνας, της προστάτιδας δηλαδή του Δήμου (του κερκυραϊκού λαού), που για αιώνες πολλούς και δύσκολους αποτέλεσε το παλλάδιο της πόλης μας. Ταυτόχρονα μεταφέρθηκε από τον ίδιο ναό και το ιερό Λείψανο της αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας. Το Ιερό Λείψανο της αγίας Θεοδώρας μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα από τον Ιερέα Γρηγόριο Πολύευκτο το έτος 1456 μαζί με το ιερό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος.
Από το έτος της ενώσεως των Επτανήσων μετά της μητρός Ελλάδος (1864), η εκκλησία χρησιμοποιήθηκε για τις λατρευτικές ανάγκες των εν Κερκύρα κατοικούντων Κεφαλλήνων και Ζακυνθίων.
Ο νέος Ι. Μητροπολιτικός ναός, όπως ήταν επόμενο, κατακοσμήθηκε με αξιόλογα έργα αγιογραφίας μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας αλλά και αναγεννησιακής. Μνημονεύουμε ιδιαίτερα το εικονοστάσιο (Τέμπλο) με την πλήρη σειρά των εικόνων, προερχόμενο από τον προϋπάρχοντα ναό του αγίου Βλασίου (έργα αρίστης τέχνης του ιστ΄ αιώνος).
Από αυτά ξεχωρίζουμε επιλεκτικά τα βημόθυρα με τις εικόνες των αγίων Μεθοδίου επισκόπου Πατάρων και Γοβδελάα του πολυάθλου, έργα εξαίρετης τέχνης του διακεκριμένου Κρητικού αγιογράφου Εμμανουήλ ιερέως Τζάνε του Μπουνιαλή, τα οποία αγιογράφησε πρόσφυγας στο νησί μας κατά την πολιορκία της πατρίδος του στα μέσα του ιζ΄ αιώνα. Προσθέτουμε ότι ο Εμμ. Τζάννες είχε ιδιαίτερη οικογενειακή ευλάβεια προς τον άγιο Γοβδελάα, του οποίου συνέθεσε και την ασματική ακολουθία. Κατά την ίδια εποχή αγιογράφησε στην Κέρκυρα βημόθυρα με τον άγιο αυτό σε ναούς της πόλης μας και συγκεκριμένα στον ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στις Στέρνες και της Υ. Θ. Οδηγητρίας στην εβραϊκή συνοικία.
Μνημονεύουμε ακόμη χωρίς βέβαια να εξαντλούμε την περίπτωση, τη μεγάλη εικόνα της Σταυρώσεως, με παλαιολόγιο ύφος, στο νάρθηκα, τους τρεις υπερμεγέθεις πίνακες ιταλιωτικής τέχνης, με εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης στα πλάγια τείχη του ναού. Οι πίνακες αυτοί ήταν δωρεές, δυστυχώς όμως, κατά τη διάρκεια του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο ναός βλήθηκε από βόμβες και υπέστη σοβαρές ζημιές, μεταξύ των οποίων, κυριότερη, γιατί ήταν ανεπανόρθωτη, η απώλεια του τετάρτου πίνακα.
Η ευλογημένη συγκυρία του εορτασμού της μνήμης του αγίου ιερομάρτυρος Βλασίου και της οσίας Θεοδώρας της Αυγούστης (11 Φεβρουαρίου), είχε ως αποτέλεσμα μια παρεξήγηση, που εμπίπτει και στον τομέα της λαογραφίας. Ο άγιος Βλάσιος, ο θαυματουργός, Αρχιεπίσκοπος Σεβαστίας, ο οποίος μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Λικινίου, θεωρήθηκε προστάτης και ιατρός των πασχόντων από παθήσεις του λαιμού. Μαρτυρία έχουμε στους στοίχους του Συναξαρίου:
«Λαιμόν Βλάσιος εκκοπείς διά ξίφους,
Αλγούσι λαιμοίς ‘ρευμάτων ήργει βλάβας».
Τούτο υπήρξε αφορμή να επικρατήσει στην Κέρκυρα η συνήθεια να ευλογούνται κατά την ημέρα της μνήμης του οπώρες και να μοιράζονται στους πιστούς για ευλογία, εφόσον, σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση, λίγο πριν από την ημέρα του μαρτυρίου του είχε πέσει στα παιδιά θανατηφόρα επιδημία ασθένειας του λαιμού. Τότε ο Άγιος ζήτησε να του φέρουν οπώρες τις οποίες ευλόγησε και παράγγειλε να τις δίνουν στα άρρωστα παιδιά τα οποία και θεραπεύτηκαν.
Το έθιμο δημιούργησε μια παρεξήγηση.
Στο Μητροπολιτικό μας ναό φυλάσσεται, όπως ήδη σημειώσαμε, και το ιερό Λείψανο της Αγίας Θεοδώρας.
Δεδομένου ότι η Αγία Θεοδώρα παρά το γεγονός ότι ήταν Αυτοκράτειρα, πέθανε ως μοναχή και έπρεπε να έχει καλυμμένη την κεφαλή, όπως εξάλλου μέχρι σήμερα φαίνεται τούτο.
Θεωρήθηκε όμως ότι στο ακέφαλο, δήθεν, σώμα της αγίας τοποθετείται ένα καρπούζι, το οποίο ευλογείται και διανέμεται κατά την ημέρα της εορτής.
Ελπίζουμε ότι η αναφορά μας αυτή, με την οποία ενημερώνουμε το σύντομο ιστορικό σημείωμα μας θα συμβάλει στη διόρθωση του πράγματος.
Ο Ιερός Ναός εορτάζει την 15ην Αυγούστου εορτή της Κοιμήσεως της Υ. Θεοτόκου & την 11ην Φεβρουαρίου εορτή των Αγίων Βλασίου και Θεοδώρας της Αυγούστης.