ΕΝΟΡΙΑ,ΝΕΕΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξῶν καί Διαποντίων Νήσων στο Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί
Μέ τήν ὁμοθυμαδόν παρουσία μας ἐπί τό αὐτό δηλώνουμε τήν πνευματική μας ἑτοιμότητα νά ἀναλάβουμε καί πάλι δράση ποιμαντική καί κοινωνική, ἐν ὄψει τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς ἱεραποστολικῆς χρονιᾶς. Ξεκινήσαμε μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπου συμπροσευχηθήκαμε ὡς σῶμα Χριστοῦ, ἀναφέροντες νοῦν καί καρδίαν στόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας Κύριό μας.
Ἡ προσφορά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄλλωστε, εἶναι ὁ κύριος σκοπός τῆς ἱερατικῆς μας διακονίας. Γι’αὐτήν κληθήκαμε. Γιά νά θυμίζουμε στόν ἑαυτό μας, στό ποίμνιό μας, ἀλλά καί στόν σύμπαντα κόσμο τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάσθηκε ὁ ἄνθρωπος. Νά εἶναι δηλαδή ἱερέας τῆς κτίσεως, νά προσφέρει κάθε τί, ὑλικό καί πνευματικό, στόν Δημιουργό Του, νά ἀναφέρει τήν ζωή του, τήν ὕπαρξή του, τήν λύπη καί τή χαρά του, τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες του, τά ἀγαθά του, τήν πρόοδό του, ἀλλά καί τίς πολλές του πτώσεις στόν Κύριό μας.
«Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα» (Θεία Λειτουργία Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου). Αὐτή ἄς εἶναι ἡ λειτουργική μας προσευχή κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Μ’ αὐτήν νά πορευόμαστε. Μ’ αὐτήν νά ἁγιαζόμαστε. Μ’ αὐτήν νά μιλοῦμε στό Θεό γιά ἐμᾶς καί τόν κόσμο. Αὐτή ἄς εἶναι ἡ εὐχή μας μέχρις τῆς ἐσχάτης ἡμῶν ἀναπνοῆς, ὅπως ἀναφέρει μία ὡραιότατη εὐχή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου: «Εὐδόκησον, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, μέχρι τῆς ἐσχάτης ἡμῶν ἀναπνοῆς, προσφέρειν σοι θυσίαν δικαιοσύνης, καί ἀναφοράν ἐν τοῖς ἁγίοις σου θυσιαστηρίοις» (Δεκάτη Εὐχή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου).
Ἡ τοπική μας Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τήν φετινή ἱεραποστολική χρονιά νά τήν ἀφιερώσει στήν Ἐνορία, τόν σπουδαιότερο θεσμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί νά καλέσει ὅλους, κλῆρο καί λαό, σέ πανστρατιά γιά τήν ἀναδιοργάνωσή της. Γιά τόν λόγο αὐτό τό Ἱερατικό μας Συνέδριο θά ἀσχοληθεῖ στή συνέχεια μέ ἐπιμέρους τομεῖς πού ἀφοροῦν τόσο στήν διοικητική ὅσο καί στήν λειτουργική καί ποιμαντική μας διακονία μέσα στήν Ἐνορία.
Θά θέλαμε ὅμως, προτοῦ προχωρήσουμε σέ ἐξειδικεύσεις, ἀφορμώμενοι ἀπό ποιμαντικούς μας προβληματισμούς, νά παρουσιάσουμε ὀλίγας σκέψεις σχετικά μέ τήν κατάσταση τῆς Ἐνορίας στήν ἐποχή μας, καί ἰδίως στόν τόπο μας, νά ἐπισημάνουμε δυσχέρειες πού διαπιστώσαμε κατά τή διάρκεια τῶν ἐπισκέψεών μας σχεδόν σέ ὁλόκληρη τήν Μητροπολιτική μας περιφέρεια καί νά σᾶς καταστήσουμε κοινωνούς ὁρισμένων ἐπιθυμιῶν καί, ταυτοχρόνως, προτάσεων πού ἔχουμε νά σᾶς καταθέσουμε, προκειμένου ὁ καθένας μας, φεύγοντας ἀπό τό Ἱερατικό μας Συνέδριο, νά ἀναλάβει πρωτοβουλίες πού θά συμβάλουν στήν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐνορίας του καί τήν ἀναζωπύρωση τοῦ προσωπικοῦ του πνευματικοῦ ζήλου.
Κατ’ ἀρχάς, θά θέλαμε νά ὑπενθυμίσουμε ὁρισμένες ἀλήθειες σχετικά μέ τό τί εἶναι ἡ Ἐνορία.
Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι δομημένη στήν βάση τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν. Οὐδείς χριστιανός νοεῖται μόνο ὡς ἄτομο. Ἀκόμη καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δέν πορεύθηκε μόνος Του κατά τήν ἐπίγεια παρουσία καί δράση Του, ἀλλά συγκρότησε κοινότητα μέ τήν παρουσία τῶν μαθητῶν Του. Τό αὐτό καί οἱ μαθητές Του, ἀκολουθώντας τήν ἐσχάτη προτροπή Του «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν . καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 19-20), συγκρότησαν μικρές ἤ μεγάλες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, μέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά.
Τό πρῶτον ἦταν ἡ κοινή πίστη τῶν ἀποτελούντων τήν κοινότητα στόν Ἰησοῦ Χριστό. Τό δεύτερον ἡ ἑνότητα στήν προσευχή καί τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό τρίτον ἡ κοινωνική καί φιλανθρωπική δραστηριότητα. Τό τέταρτον ἡ διάκριση τῶν χαρισμάτων, μέ τήν ὕπαρξη τῶν Ἀποστόλων, τῶν προφητῶν, τῶν διδασκάλων, τῶν διακόνων, τοῦ λαοῦ. Καί τό πέμπτον ἡ ἐπιθυμία τους καί ἄλλοι ἄνθρωποι νά γνωρίσουν τό Χριστό καί νά συμμετέχουν στήν κοινότητα.
Αὐτά τά χαρακτηριστικά ἀποτυπώνονται κατά τόν καλύτερο τρόπο στό δεύτερο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ἀναφέρονται τά ἐξῆς:
«Ἧσαν δέ προσκαρτεροῦντες τῆ διδαχῆ τῶν ἀποστόλων καί τῆ κοινωνίᾳ καί τῆ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς. Ἐγένετο δέ πάσῃ ψυχῆ φόβος, πολλά τε τέρατα καί σημεῖα διά τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. πάντες δέ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τά ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε. καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν ἐν τῶ ἱερῶ, κλῶντες τε κατ’οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν καί ἔχοντες χάριν πρός ὅλον τόν λαόν. ὁ δέ Κύριος προσετίθει τούς σωζομένους καθ’ ἡμέραν τῆ ἐκκλησίᾳ» (Πράξ. 2, 42-47)
[Αὐτοί ὅλοι ἦταν ἀφοσιωμένοι στή διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καί στή μεταξύ τους κοινωνία, στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί στίς προσευχές. Ἕνα δέος κατεῖχε ὅλους ὅσοι ἔβλεπαν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα νά γίνονται μέσω τῶν ἀποστόλων. Κι ὅλοι οἱ πιστοί ζοῦσαν σ’ ἕναν τόπο καί εἶχαν τά πάντα κοινά. Ἀκόμη πουλοῦσαν καί τά κτήματα καί τά ὑπάρχοντά τους καί μοίραζαν τά χρήματα σέ ὅλους, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν μέ ὁμοψυχία στό ναό, τελοῦσαν τή θεία Εὐχαριστία σέ σπίτια, τρώγοντας τήν τροφή τους γεμάτοι χαρά καί μέ ἁπλότητα στήν καρδιά. Δοξολογοῦσαν τό Θεό, καί ὅλος ὁ κόσμος τούς ἀγαποῦσε καί τούς ἐκτιμοῦσε. Καί ὁ Κύριος πρόσθετε κάθε μέρα στήν Ἐκκλησία ἀνθρώπους πού ἔβρισκαν τή σωτηρία]
Σταδιακά, καθώς ἡ Ἐκκλησία ἀπελευθερώθηκε ἀπό τούς διωγμούς καί μπόρεσε νά εἶναι ἐλεύθερη, ἡ κοινότητα ἀπέκτησε κοινωνική καί πολιτική ἰσχύ. Κέντρο της πλέον ὄχι κάποιο σπίτι, ἀλλά ὁ ναός. Χτισμένος γιά νά καλύψει τίς λατρευτικές καί κοινωνικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἀποτελεῖ ἕναν σταθερό τόπο συναντήσεως καί συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ Ἐνορία πλέον ἀποκτᾶ ὅρια, καθώς αὐξάνεται συνεχῶς ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν. Ἐπικεφαλῆς της ὁ πρεσβύτερος ἱερέας. Στήν διοίκησή της σταδιακά θά πρωτοστατοῦν οἱ ἐπίτροποι, λαϊκά μέλη πού ἐκλέγονται ἀπό τήν κοινότητα μέ κριτήριο τήν ἀγάπη τους πρός τήν Ἐκκλησία. Κύριος σκοπός τῆς Ἐνορίας νά βρίσκουν πνευματική ἀνάπαυση σ’ αὐτήν οἱ πιστοί, ἀλλά καί νά θεραπεύονται οἱ ὅποιες ἀνάγκες τους. Ἡ Ἐνορία δηλαδή λειτουργεῖ ὡς μία μεγάλη οἰκογένεια, μέ κριτήριο τήν ἀγάπη στό Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Καί πολλές Ἐνορίες ἀποτελοῦν τήν Ἐπισκοπή, ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος λειτουργεῖ ὡς κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος).
Ἡ κοινότητα λοιπόν, ἐκτός ἀπό κοινωνία πιστῶν, ἀποκτᾶ γεωγραφικά ὅρια. Σέ δύσκολες γιά τό Γένος μας ἱστορικές στιγμές ἡ Ἐνορία λειτουργεῖ ὡς χῶρος διασώσεως τῆς ταυτότητας τοῦ λαοῦ μας. Γίνεται σχολεῖο, ἰατρεῖο, καταφύγιο, χῶρος ἐπικοινωνίας, βοηθᾶ στίς οἰκονομικές σχέσεις τῆς κοινότητας μέ τούς ὅποιους κατακτητές, ἄλλοτε μέ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς της ἀποστολῆς καί ἄλλοτε μέ παράδοση στό κοσμικό πνεῦμα καί τήν ἁμαρτία.
Κατά τήν τέλεση ὅμως τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας τά ὅρια καί κάθε ἄλλος σκοπός καί μηχανισμός τίθενται στό περιθώριο καί στήν οὐσία καταργοῦνται, καθότι κάθε Ἐνορία λειτουργεῖ ὡς εἶναι ὁ πρώτιστος σκοπός τῆς κοινότητας: ἀναφέρει τά μέλη της στό Θεό. Καί γι’αὐτό, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀκμῆς ἤ τῆς παρακμῆς της, τῆς ὑπάρξεως γεωγραφικῶν ὁρίων καί τῆς ἐξυπηρετήσεως ἄλλων σκοπῶν, γιά τήν θεολογική μας παράδοση ἡ Ἐνορία δέν θά πάψει ποτέ νά στηρίζεται σ’ ἐκεῖνα τά πέντε ἀρχικά της χαρακτηριστικά, καί, μαζί μέ τό Μοναστήρι, θά ἀποτελοῦν τίς δύο σπουδαιότερες προτάσειςτῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου.
Λειτουργοῦν ἄραγε αὐτά τά πέντε βασικά χαρακτηριστικά τῆς κοινότητας στίς σημερινές ἐνορίες καί εἰδικά στόν τόπο μας;
Οἱ Ἐνορίες τῆς πατρίδος μας σήμερα ἀποτελοῦνται θεωρητικά ἀπό πλῆθος πιστῶν. Παρότι εἶναι ὑπαρκτό τό φαινόμενο τῆς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας, τῆς ἐντάξεως δηλαδή στή ζωή τῆς χώρας μας οἰκονομικῶν μεταναστῶν πού φέρουν μαζί τους τά δικά τους βιώματα καί τόν δικό τους πολιτισμό, ἀλλά καί τῆς μεγάλης ἐπιδράσεως πού ἔχουμε ὑποστεῖ ὅλοι ἀπό τόν δυτικό τρόπο ζωῆς, ὅπως αὐτός καθίσταται γνωστός μέσα ἀπό τήν τηλεόραση καί τόν κόσμο τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, ἡ συντριπτική πλειονοψηφία τοῦ λαοῦ μας παραμένει πιστή στό Ὀρθόδοξο δόγμα.
Τό πρόβλημα ὅμως, ὅπως διαπιστώνουμε, τόσο στίς ἐνορίες τῆς πόλεως, ὅσο καί στίς ἐνορίες τῆς ἐπαρχίας, εἶναι ὅτι μόνο ἕνα μικρό ποσοστό τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ συνειδητά ὡς μέλη τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας. Οἱ λιγότεροι εἶναι αὐτοί πού πιστεύουν καί ἐκδηλώνουν τήν πίστη τους μέ τήν συμμετοχή τους στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν ἀκόμη καί βασικά σημεῖα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί εἶναι οἱ χριστιανοί τῶν μεγάλων ἑορτῶν, τῶν ἐθίμων καί τῶν παραδόσεων. Γι’ αὐτό τό λόγο καί οἱ παραδόσεις ἱεροποιοῦνται. Γιατί οἱ χριστιανοί μας θεωροῦν ὅτι ἔχουν ἐπιτελέσει τό θρησκευτικό τους καθῆκον ὅταν ἔχουν τηρήσει τά ἔθιμα καί δέν ἐνδιαφέρονται νά λειτουργήσουν ἐνοριακά καί κοινοτικά τό ὑπόλοιπο διάστημα τοῦ χρόνου.
Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ὁλοένα καί περισσότερο διαπιστώνουμε ἕναν θρησκευτικό ἀτομοκεντρισμό. Βεβαίως ἡ σχέση μας μέ τό Θεό εἶναι καί προσωπική. Ὁ καθένας μας πιστεύει καί ἐκδηλώνει τήν πίστη του προσωπικά, ὅπως κατεξοχήν προσωπικός εἶναι καί ὁ βαθμός τῆς πίστεως καί τῆς πνευματικῆς μας προόδου. Ὡστόσο, ὅπως ξεκάθαρα φανερώνεται μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ἀτομικό γεγονός, ἀλλά, κυρίως, ἐκκλησιαστικό. «Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία», λέει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρθαγένης («Extra ecclesiam nulla salus est»). Αὐτό τό χωρίο δέν ἑρμηνεύεται σωστά ἄν περιοριστοῦμε στό νά θεωρήσουμε ἐνταγμένο στήν Ἐκκλησία μόνο ὅποιον ἔχει βαπτισθεῖ καί ὑποστηρίζει ὅτι πιστεύει. Ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία εἶναι αὐτός πού ζεῖ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ἡ ὁποία φανερώνει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός δηλαδή πού δέν λειτουργεῖ ἀτομικά, μέ κριτήριο τόν ἑαυτό του, ἀλλά κοινοτικά, ἐκκλησιαστικά. Ἀγωνίζεται γιά τήν σωτηρία του, ὄντας ἀδελφός ἐν μέσω ἀδελφῶν. Ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἐμπράκτως. Καί τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ζεῖ καί πορεύεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα.
Ἄρα, ἡ ἀντίληψη τῆς πλειονοψηφίας τῶν χριστιανῶν ὅτι εἶναι πραγματικά πιστοί ἐπειδή προσεύχονται ἀτομικά (σέ ἄμεση συνάρτηση μέ τήν ἄλλη διαδεδομένη ἀντίληψη ὅτι «προσευχόμαστε ὅποτε ἔχουμε ἀνάγκη»), τηροῦν κάποιες τυπικές ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀκολουθοῦν τά ἔθιμα τῶν ἑορτῶν καί παραδόσεων, δέν ἀποτελεῖ τεκμήριο ἐντάξεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, τελικά, αὐτή ἡ ἀντίληψη ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἀκόμη καί τά ὀλίγα συγκριτικῶς μέλη τῶν ἐνοριακῶν κοινοτήτων νά μή γνωρίζουν τί πιστεύουνε καί ὄχι μόνο αὐτό, ἐνίοτε καί νά μήν ἐνδιαφέρονται νά μάθουν. Γι’ αὐτό καί ὅταν διάφοροι αἱρετικοί, παραποιοῦντες τήν Γραφήν, ἐπισκέπτονται πιστούς, δέν εἶναι ἡ ἀντίδραση ὅλων ἡ πρέπουσα, ἀλλά ἀρκετοί δυστυχῶς παρασύρονται.
Τόσο οἱ νοοτροπίες πού περιγράψαμε, ἀλλά καί ἡ ἀπειλή τῶν αἱρέσεων, γεννοῦν τήν ἀνάγκη τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ μας, δηλαδή τῆς ἀναζωπυρώσεως τῆς κατηχήσεως καί τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ὁ φυσικός χῶρος τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ εἶναι ἡ Ἐνορία. Ὀφείλουμε ὡς Ἐκκλησία νά κινητοποιηθοῦμε καί να κινητοποιήσουμε, ἰδίως τούς νέους μας, ἀλλά καί τίς νέες οἰκογένειες, προκειμένου νά μάθουν γιά τίς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας. Νά κατανοήσουν τήν ἀξία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί νά βιώσουν τό γεγονός ὅτι ἡ σωτηρία δέν θά ἔρθει ὡς διά μαγείας στό τέλος τῆς ζωῆς τους ἤ ὡς ἀνταμοιβή γιά τό ὅτι ὑπῆρξαν καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά θά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συνειδητῆς ἐντάξεώς τους στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Νά συναισθανθοῦν ὅτι χρειάζεται ἀγάπη γιά τόν πλησίον καί ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό μας καί ὑπέρβαση τοῦ αἰσθήματος τῆς αὐτάρκειας καί τοῦ ἀτομισμοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε καί κάτι ἄλλο: νά κάμουμε τήν αὐτοκριτική μας. Πόσο ἐμεῖς λειτουργοῦμε ἐκκλησιαστικά, κοινοτικά, ἐνοριακά; Πρέπει νά αἰσθανόμαστε ἱκανοποιημένοι ὅταν ἡ πλειονοψηφία τῶν ἐνοριτῶν μας ἔρχεται στό ναό μόνο τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί στήν πανήγυρη τῆς Ἐνορίας μας; Πόσο εἴμεθα γνῶστες τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας καί ἕτοιμοι νά ἀγωνιστοῦμε νά προσφέρουμε αὐτές τίς ἀλήθειες στούς πιστούς μας; Γιατί οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε καθηλωθεῖ στήν χαμηλή ἐκπαιδευτική καί πνευματική μόρφωση, στήν ὁποία οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς καί ἡ δική μας ἴσως ἀδιαφορία, μᾶς ὁδήγησαν; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς κατανοοῦμε τό βαθύ πνευματικό περιεχόμενο τῆς Θείας Λειτουργίας; Τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Εὐαγγελίου πού διαβάζουμε κάθε Κυριακή; Τῶν μυστηρίων πού τελοῦμε; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς ἐκτιμοῦμε τό ὅτι ἡ Μητρόπολη μᾶς στέλνει γραπτό κήρυγμα, τό μελετοῦμε κατ’ ἰδίαν καί τό διαβάζουμε στούς πιστούς μας μέ ἐπίγνωση; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς διαβάζουμε πνευματικά βιβλία, ἀκροώμεθα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί καλλιεργούμαστε, ὥστε μέ ἁπλότητα νά μποροῦμε νά τόν προσφέρουμε στήν Ἐνορία μας; Ἐάν ἀπαντήσουμε στά ἐρωτήματα αὐτά μέ ταπείνωση καί ἀναγνώριση καί τῶν δικῶν μας λαθῶν, τότε πολλά μποροῦν νά ἀλλάξουν.
Ἡ ἀτομοκεντρική νοοτροπία πού περιγράψαμε ἔχει ὁδηγήσει τούς πιστούς μας, ἀλλά, δυστυχῶς, καί πολλούς ἀπό ἐμᾶς τούς κληρικούς, νά μήν εἴμαστε «προσκαρτεροῦντες» στήν προσευχή καί στήν Θεία Εὐχαριστία. Ἐμεῖς, μάλιστα, ἀντί νά τελοῦμε ὅσο τό δυνατόν περισσότερες Θεῖες Λειτουργίες καί Ἀκολουθίες, ἔχουμε φθάσει νά θεωροῦμε τό καθῆκον μας πάρεργο ἤ τήν ἀναγκαστική μας ὑποχρέωση τῆς Κυριακῆς. Τό αὐτό καί οἱ διακονοῦντες τήν Ἐνορία ἱεροψάλτες, ἀλλά καί τό λαϊκό στοιχεῖο. Διάγουν τόν βίο τους μεριμνῶντες περί πολλά, παραλείποντες τοῦ «ἑνός οὗ ἔστι χρεία» (Λουκ. 10,42), δηλαδή τῆς ἀναφορᾶς τῆς ζωῆς μας στό Θεό.
Ἀκόμη ὅμως καί ἡ συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία δέν λειτουργεῖ ἐν ἐπιγνώσει τῆς ἑνότητος τήν ὁποία βιώνουμε κάθε φορά πού βρισκόμαστε συνηθροισμένοι ἐπί τό αὐτό. Δέν κοινωνοῦνε οἱ πιστοί μας συχνά, εἴτε ἀπό μία ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί ἀξιότητος καί ἀναξιότητος, τήν ὁποία ἐμεῖς δυστυχῶς καλλιεργοῦμε, εἴτε λόγω προσηλώσεώς τους στά ἔθιμα πού ἐπιβάλλουν στόν χριστιανό νά κοινωνεῖ τρεῖς ἤ τέσσερις φορές τό χρόνο. Χρειάζεται νά κατηχήσουμε τόν λαό μας ὡς πρός αὐτό τό κεφαλαιῶδες ζήτημα. Νά παροτρύνουμε γιά πιό συχνή Θεία Κοινωνία, ἔστω καί μέ κάποιες προϋποθέσεις, διότι δέν νοεῖται συμμετοχή τοῦ λαοῦ στήν ἐνοριακή ζωή ἄνευ τῆς θείας κοινωνίας. Ἡ ἑνότητα δέν εἶναι στά λόγια, ἀλλά στήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό μας στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς.
Ἰδίως τά νεώτερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαξιώνουν ἐντελῶς τήν συμμετοχή τους στήν εὐχαριστιακή σύναξη. Εἴτε διότι δέν κατανοοῦν τά τελούμενα εἴτε διότι ἡ γλώσσα τῆς λατρείας τούς φαίνεται δύσκολη, εἴτε διότι τά μεγαλύτερα μέλη τῆς Ἐνορίας σχολιάζουν τήν ὅποια παρουσία τους, ἀλλά κυρίως, ἐπειδή δέν αἰσθάνονται οἰκειότητα καί ἀγάπη πού θά τούς ὁδηγήσει στό νά θεωρήσουν τήν θεία Εὐχαριστία ὡς κοινωνία χαρᾶς καί ζωῆς, ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἐνοριακή συνάντηση. Καί ἐδῶ χρειάζεται περαιτέρω προσπάθεια.
Ἡ εὐχαριστιακή ἑνότητα ὁδηγεῖ καί στήν φιλανθρωπική καί κοινωνική προσφορά τῆς Ἐνορίας. Δέ νοεῖται κοινότητα ἡ ὁποία νά μήν λαμβάνει μέριμνα γιά τούς ὀλιγότερο δυνατούς. Κανονικά δέν νοεῖται Ἐνορία στήν ὁποία ὁ ἱερέας νά μήν γινώσκει τά πρόβατά του καί νά γινώσκεται ὑπ’ αὐτῶν. Πού νά μήν ἐπισκέπτεται τά σπίτια τῶν ἐνοριτῶν του καί νά γνωρίζει τά προβλήματά τους. Πού νά μήν μετέχει στίς χαρές καί τίς λύπες τους. Πού νά μήν ἔχει ἕναν λόγο Θεοῦ νά πεῖ. Πού νά μήν παρακινεῖ τούς ἰσχυρότερους νά προσφέρουν στούς ἀδύναμους. Πού νά μήν κινητοποιεῖ ὅλους, ὥστε νά διακονοῦν τόν ἀδελφό τους. Πού νά μήν ἔχει φιλόπτωχο ταμεῖο, ὥστε ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη νά βρίσκουν ἔστω καί μικρή ἀνακούφιση.
Βεβαίως σήμερα σέ πολλές ἐνορίες οἱ δυνατότητες φιλανθρωπικοῦ ἔργου εἶναι περιορισμένες, ἰδίως στά χωριά, ὅπου ὁ ἀριθμός τῶν κατοίκων λιγοστεύει. Ἀλλά καί στίς πόλεις, ἰδίως σἐ ἐνορίες ὅπου ὑπάρχει ἱκανός ἀριθμός μεταναστῶν, κι ἐκεῖ φαινομενικά ὑπάρχει ἀπροθυμία συμμετοχῆς πολλῶν πιστῶν σέ ὅποια τέτοια ἐνοριακή προσπάθεια. Τό πρὀβλημα ὅμως στή φιλανθρωπία δέν εἶναι τόσο ποσοτικό, ὅσο στό ἄν λειτουργεῖ τό πνευματικό αἰσθητήριο τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐνορίας.
Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν κοιτᾶμε μόνο τό πόσα θά δώσουμε, ἀλλά τό νά καλλιεργήσουμε τήν συνείδηση τῆς προσφορᾶς. Οἱ Ἐνορίες χρειάζεται νά ξαναλειτουργήσουν ὡς οἰκογένειες. Κι ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς ὡς πατέρες πού ἐνδιαφέρονται γιά τά παιδά τους. Δέ νοεῖται ἱερέας πού νά ἔχει διαμάχες μέ τούς πιστούς. Δέ νοεῖται ἱερέας πού νά μένει στό σπίτι του ἤ νά ἀσχολεῖται μέ ἄλλες ἐργασίες ἤ νά συχνάζει στό καφενεῖο καί νά ἀδιαφορεῖ γιά τόν πόνο, τήν φτώχεια, τήν ἔλλειψη φαγητοῦ στήν Ἐνορία του, πού νά μή δίδει ὁ ἴδιος τό παράδειγμα προσφέροντας ἀπό τό περίσσευμα ἤ τό ὑστέρημά του, εἴτε παρέχοντας ὁ ἴδιος ἕνα πιάτο φαγητό εἴτε χρήματα εἴτε συμπαράσταση στούς ἐμπερίστατους. Ὁ ἱερέας ὀφείλει νά ἐμπνέει καί μέ τά λόγια καί μέ τό παράδειγμά του τά μέλη τῆς Ἐνορίας του νά λειτουργοῦν φιλάδελφα.
Καί ἐπειδή πάλιν καί πολλάκις γίνεται λόγος γιά τά φαινόμενα ρατσισμοῦ καί ξενοφοβίας πού ἐμφανίζονται στίς πολυπολιτισμικές κοινωνίες, εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐνορία καί ὁ ἱερέας δέν ἐπιτρέπεται νά περιφρονήσουν καμία εἰκόνα Θεοῦ, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, γλώσσας, θρησκεύματος, ἀλλά ὀφείλουν νά συμπαρίστανται σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες.
Ἡ πρώτη κοινότητα λειτουργοῦσε μέ βάση τήν διάκριση τῶν χαρισμάτων. Ἐνῶ ὅλοι συμμετεῖχαν στή ζωή της, ὑπῆρχαν κάποιοι πού ξεχώριζαν, εἴτε ἐπειδή ὁ Θεός τούς ἐξέλεγε γιά τίς ἱκανότητές τους εἴτε ἐπειδή εἶχαν μεγαλύτερη διάθεση καί χρόνο προσφορᾶς. Σήμερα βλέπουμε ὅτι στίς Ἐνορίες ἔχουν ἀπομείνει οἱ ἱερεῖς καί ἐλάχιστοι χαρισματοῦχοι. Συνήθως ὁ ἱεροψάλτης ἤ ἡ χορωδία, οἱ λίγες γυναῖκες πού διακονοῦν στήν καθαριότητα τοῦ ναοῦ καί οἱ ἐπίτροποί μας, πού πολλές φορές εἶναι λιγότεροι καί ἀπό τούς τέσσερις πού ἀπαιτοῦνται.
Αὐτό συμβαίνει γιά ἕναν λόγο. Διότι ἔχουμε ὑποτιμήσει τήν σημασία τῆς παρουσίας τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου μέσα στίς Ἐνορίες καί στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική ζωή. Μᾶς ἐνδιαφέρει τό λαϊκό στοιχεῖο νά λειτουργεῖ παθητικά, τουτέστιν νά καταθέτει τόν ὀβολό του γιά νά μπορεῖ ἡ Ἐνορία νά ἐπιβιώνει, νά δίδει τά τυχερά σέ ἐμᾶς, προκειμένου κι ἐμεῖς νά ἔχουμε μία πιό ἄνετη ζωή, καί νά ἐπιδοκιμάζει τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειές μας, χωρίς νά ταράσσει τήν ἀμέριμνη ἐκκλησιαστικῶς ζωή μας. Ἤ θέλουμε τούς λαϊκούς μόνο γιά τήν πανήγυρη τῆς Ἐνορίας, τίς λιτανεῖες καί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Ἐκτός ἀπό τό ἀπαράδεκτο γιά τήν θεολογική μας παράδοση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, ὑπάρχει καί τό ἐρώτημα κατά πόσον ἐμεῖς εἴμαστε ἐπαρκεῖς γιά νά πετύχουμε τά ὅσα ἡ ἀποστολή μας ἐπιβάλλει, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν. Κι ἐπειδή καί ἐκ φύσεως ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τά προλάβει ὅλα, ἀλλά καί ἐκ χαρισμάτων δέν εἶναι τοῦτο ἐφικτό, καταδικάζουμε τίς ἐνορίες μας σέ μαρασμό, μή καλλιεργώντας τήν ἐθελοντική προσφορά καί διακονία τῶν πιστῶν μας.
Κατά τίς ποιμαντικές μας ἐπισκέψεις στίς Ἐνορίες τοῦ τόπου μας τά τελευταῖα τρία χρόνια διαπιστώσαμε ὅτι ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι φιλότιμος καί ἐργάζεται ποιμαντικά, κινητοποιεῖ τό λαϊκό στοιχεῖο καί ἡ Ἐνορία σφύζει ἀπό τήν συμμετοχή τῶν πιστῶν, ἰδίως τῶν νέων, ἀλλά καί ὁ ἐνοριακός ναός εἶναι σέ ὑποδειγματική κατάσταση, τόσο ἀπό πλευρᾶς καθαριότητος καί εὐπρεπείας, ὅσο καί ἀπό πλευρᾶς συντηρήσεως. Ἀντιθέτως, ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ἀδιάφορος, ἡ εἰκόνα τῆς ἐγκαταλείψεως καί τῆς παρακμῆς εἶναι θλιβερή.
Ὀφείλουμε νά ἐπαναδραστηριοποιήσουμε τό λαϊκό στοιχεῖο. Τόσο τούς ἐπιτρόπους μας, πού χρειάζεται νά ἔχουν πιό ἐνεργό συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐνορίας, ὅσο καί χαρισματούχους λαϊκούς ἀδελφούς μας. Πρῶτα ἀπό ὅλους τήν πρεσβυτέρα, ἡ ὁποία ὀφείλει νά δίδει τό παράδειγμα τόσο στήν εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ, ὅσο καί στήν φιλανθρωπία. Κατόπιν, τυχόν μορφωμένους άνθρώπους, πού μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν τόσο στήν κατήχηση ὅσο καί σέ ὅποια διακονία. Ἀλλά καί ἄλλους, ἰδίως γυναῖκες, πού νά συμβάλουν στό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐνορίας.
Στίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ὑπῆρχε τό ἐνδιαφέρον καί ἡ ἀγωνία γιά νά γνωρίσουν καί ἄλλοι τό Χριστό. Οὐδόλως ὑπῆρχε τό αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας καί τοῦ ναρκισσισμοῦ, ὅτι εἴμεθα ἀρκετοί ὅσοι πιστεύσαμε ἤ ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι πού δέν ἀκολουθοῦν τήν πίστη εἶναι παραδομένοι στό κακό καί τήν ἁμαρτία ἤ δέν ἔχει σημασία ἡ δική μας προσπάθεια, διότι ὁ Θεός θά φωτίσει τούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἐκήρυτταν τό Εὐαγγέλιο μέ τόν λόγο καί τή ζωή τους. Χωρίς νά προσηλυτίζουν καί νά φανατίζονται, προσεύχονταν καί προσπαθοῦσαν νά φέρουν στήν κοινότητα τούς ἀδελφούς τους. Καί ὁ Χριστός φώτιζε καί ἄλλους, γιατί ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἀγαποῦσε τούς χριστιανούς γιά τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους.
Τοῦτο ὀφείλει νά γεμίζει ἐρωτηματικά πρῶτα ἐμᾶς τούς ἴδιους. Πόσο ἰσχύει γιά ἐμᾶς σήμερα ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ ὅτι «εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῶ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 131, 4-5); Πόσο αἰσθανόμαστε ὡς οἱ ποιμένες πού ὀφείλουμε νά ἀναζητήσουμε τό πλανηθέν πρόβατο; Πόσο ἠ ζωή μας ἀποπνέει «φῶς Χριστοῦ» τό ὁποῖο «φαίνει πᾶσι» (Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων); Πόσο τοποθετοῦμε τήν ἀποστολή μας νά μαρτυροῦμε περί τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως πιό πάνω καί ἀπό τό συμφέρον μας, τούς οἰκείους μας, τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας;
Καί γιά νά προεκτείνουμε τά ἐρωτήματα αὐτά, κατά πόσον ἡ Ἐνορία μας λειτουργεῖ ἔτσι; Κατά πόσον εἴμαστε ἕτοιμοι νά διαλεχθοῦμε μέ τόν ἁμαρτωλό; Νά μήν τόν κατακρίνουμε ἀλλά νά τοῦ ἀλείψουμε τίς πληγές του μέ «ἔλαιον καί οἶνον» (Λουκ. 10,34); Νά ἀνανήψουμε ἀπό τήν ραθυμία τῆς ψυχῆς καί νά ἀνασκουμπωθοῦμε πνευματικά, ἐκκλησιαστικά κοινωνικά;
Οἱ καιροί οὐ μενετοί. Δέν μᾶς περιμένει κανείς. Ἤδη γίνεται λόγος γιά τόν χωρισμό Καράτους καί Ἑκκλησίας καί τίποτε, οὔτε κἄν γιά τήν δική μας ἐπιβίωση, δέν εἶναι βέβαιο. Αὐτό συνεπάγεται ἀγῶνα καί ἐργασία πνευματική. Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά καί ἀπό τούς χριστιανούς, ἐφ΄ ὅσον εἴμεθα «τό ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,13). Νά μή δίδουμε τήν αἴσθηση ὅτι ἔχουμε μωρανθεῖ, γιατί τότε «ἐν τίνι ἁλισθήσεται» καί ὁ κόσμος καί ἐμεῖς; Καί μόνο μέσα ἀπό τήν ἀναδιοργάνωση τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς καί τήν ἀναζωπύρωση τοῦ πνευματικοῦ ζήλου ὅλων θά μπορέσουμε νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν.
Ἄς ἀποτελέσει ἡ φετινή ἱεραποστολική χρονιά ἀφετηρία ἀφυπνίσεως, ἁγιασμοῦ καί ἀγῶνα ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ μας, μέσα ἀπό τήν Ἐνορία μας. Στόν ἀγῶνα αυτό θά ἔχετε τήν ἀμέριστη συμπαράσταση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τοῦ Ἐπισκόπου σας. Ἐπιδείξατε φιλοτιμίαν! Καί ὁ Κύριος θά εἶναι μεθ’ ἡμῶν πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος! Καλή ἱεραποστολική χρονιά καί καλή φώτιση!