Τήν ἱστορία δέν τήν γράφουν πάντοτε αὐτοί πού φαίνονται σπουδαῖοι. Ὅταν ἡ περίσταση καλεῖ, ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ὄνομα στήν κοινωνία, δέν ἔχουν κάνει μεγάλα κατορθώματα, πού ἡ ζωή τους δέν εἶναι γνωστή στούς πολλούς, συχνά ἀναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, ἐκεῖ πού οἱ σπουδαῖοι αἰσθάνονται ἀδύναμοι νά παλέψουν, ἀκόμη καί νά φανερωθοῦν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ «εὐσχήμων Ἰωσήφ» (Μάρκ. 15, 42), ὁ βουλευτής τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου καταγόμενος ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ὁ ὁποῖος δέν ἀνῆκε στόν στενό κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος πέθανε πάνω στό σταυρό καί τό σῶμα του ἦταν κρεμασμένο ἐκεῖ, κανείς ἀπό τούς μαθητές του δέν εἶχε τήν τόλμη νά ζητήσει τό σῶμα γιά νά ταφεῖ. Μόνο ὁ Ἰωσήφ τόλμησε καί ἐμφανίστηκε στόν Πιλάτο, γιά νά ἀναλάβει νά ἐκπληρώσει ἕνα χρέος πού δέν τοῦ ἀνῆκε. Καί ὅπως ἀθόρυβα ἦρθε στό προσκήνιο, ζητώντας τό σῶμα, ἀγοράζοντας σινδόνη, τοποθετώντας το στόν τάφο καί κλείνοντας το μέ τόν λίθο, ἔτσι ἀθόρυβα θά ἀποσυρθεῖ, γράφοντας ἱστορία ἐκείνη τή δύσκολη στιγμή.
Τό κίνητρο τοῦ Ἰωσήφ
Τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει τό κίνητρο τοῦ Ἰωσήφ. «Ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Περίμενε νά ἔρθει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἀναζητήσεις. Εἶχε μελετήσει τή Γραφή. Ἔβλεπε τήν κοινωνική, πολιτική καί πνευματική πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του, καί μάλιστα πάλευε ὡς μέλος τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων νά καταθέσει τήν ἄποψή του. Κυρίως ὅμως ἐντός του ζοῦσε αὐτήν τήν προσδοκία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία. Ἔνιωθε ὅτι δέν εἶχε νόημα ἡ ζωή μόνο μέσα ἀπό τά ἀνθρώπινα, τήν πολιτική, τίς ὑποθέσεις, τίς μέριμνες. Χρειαζόταν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιά νά δώσει νόημα στόν κόσμο. Μπορεῖ ἡ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ νά τόν γέμισε ἀπογοήτευση. Μέσα του ὅμως φαίνεται ὅτι ἤθελε, ἀκόμη καί μέ τίς ἐλπίδες γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔχουν σβήσει, νά δώσει σ’ ἐκεῖνον πού πίστεψε τήν τελευταία φροντίδα. Ἴσως καί νά ἤθελε νά θεραπεύσει τίς τύψεις του γιά τό ὅτι δέν μπόρεσε ὡς μέλος τοῦ συνεδρίου νά ἀποτρέψει τήν καταδίκη του Ἰησοῦ. Μέ τήν πράξη του αὐτή γνώριζε ὅτι ἐρχόταν σέ πλήρη ρήξη μέ τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ Συνεδρίου, ἀλλά εἶχε πάρει τήν ἀπόφασή του.
Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος πού φρόντισε τόν Ἰησοῦ. Ὅ,τι δέν μπόρεσε νά τοῦ προσφέρει στή ζωή, τοῦ τό πρόσφερε μετά τόν θάνατο. Καί ἀποσύρεται. Γιά νά μάθει κι αὐτός, χωρίς τό Εὐαγγέλιο νά μᾶς λέει κάτι περισσότερο, τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως καί νά διαπιστώσει ὅτι ἡ ἀγάπη καί ἡ πίστη τελικά ἀναστήθηκαν μαζί μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ συναξαριστής (γιατί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καί στίς 31 Ἰουλίου κάθε χρόνο), θά γίνει κήρυκας τῆς Ἀναστάσεως στή Γαλατία τῆς Δύσης καί σέ ἄλλα μέρη, μαρτυρώντας γιά τήν πείρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀθόρυβοι ἄνθρωποι
Πολλοί ἄνθρωποι εἶχαν καί ἔχουν ἀναζητήσεις. Προσδέχονται τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ χωρίς νά κάνουν θόρυβο. Βλέπουν τήν κατάσταση τοῦ κόσμου –τήν πολιτική, τήν κοινωνική, τήν πνευματική– καί νιώθουν ὅτι χωρίς τόν Χριστό καί τόν τρόπο τῆς βασιλείας, τήν ἀγάπη, τή συγχωρητικότητα, τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους, τίς ἠθικές ἀρχές καί ἀξίες, τή στροφή στόν ἔσω ἄνθρωπο, δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή. Βλέπουν καί τόν δικό τους κόσμο, τά πάθη, τούς λογισμούς, τήν ἁμαρτία, τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό καί κατανοοῦν ὅτι χωρίς τήν παρουσία τοῦ Κυρίου δέν μποροῦν νά βροῦνε ἀληθινή χαρά. Κυρίως ὅμως βλέπουν τόν θάνατο πού κυριαρχεῖ παντοῦ, τόσο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὅσο καί στόν κόσμο καί ἀναζητοῦν ἐλπίδα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία, στήν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀνάμεσά τους κι ἐμεῖς, εἶναι μικροί γιά τόν κόσμο. Ἀσήμαντοι. Ἀνώνυμοι. Τά πρότυπα, ἄλλωστε, τῆς ἐποχῆς εἶναι τά θορυβώδη. Εἶναι αὐτοί πού ἀποθεώνουν τά πάθη τους ἤ ξεγελοῦν τούς ἀνθρώπους μέ τή δόξα καί τή μεγαλοπρέπειά τους. Εἶναι αὐτοί πού οἱ εἰκόνες τους παρελαύνουν παντοῦ. Εἶναι αὐτοί πού ἀποφασίζουν ἀπό τίς τύχες τοῦ κόσμου μέχρι τίς τύχες τῶν καθημερινῶν ἀνθρώπων, ἀφήνοντας τή μόλυνση –ἠθική, περιβαλλοντική, κοινωνική– νά κατατρώγει τήν κοινωνία. Εἶναι αὐτοί πού ἔχουν παραδώσει τίς ψυχές τους στόν θάνατο καί μοιράζουν αὐτόν τόν θάνατο μέ τήν ἐξουσία τους, μέ τήν πένα τους, μέ τό πληκτρολόγιο τοῦ ὑπολογιστῆ τους, μέ τήν εἰκόνα τους, μέ τό χρῆμα τους, μέ τά κάθε λογής ὄπλα. Μά κυρίως, μέ τήν ἀπιστία καί τήν ἀθεΐα τους.
Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητας
Ὅπως ὁ Ἰωσήφ, καλούμαστε νά προσφέρουμε στόν Χριστό, τόν φαινομενικά ἡττημένο πάνω στόν σταυρό, τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας του. Τήν ἀγάπη μας καί τήν πίστη μας σ’ αὐτόν μέ τόν τρόπο τῆς φροντίδας καί τῆς προσευχῆς. Μόνο πού δέν τήν χρειάζεται ὁ ἴδιος, ἀλλά οἱ ἀδελφοί του, δηλαδή οἱ συνάνθρωποί μας. Ἄς κάνουμε λοιπόν τόν ἀγώνα μας «προσδεχόμενοι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», νά μιμηθοῦμε τόν Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας, κι ἄς μοιραστοῦμε τή χαρά τῆς ἀναστάσεως, τή χαρά τῆς αἰωνιότητας! Χριστός ἀνέστη!