Κήρυγμα κατά τον Μεγάλο και Πανηγυρικό Εσπερινό των Χριστουγέννων στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί μου πατέρες,
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Μεσσίας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, τον οποίον ο Θεός είχε υποσχεθεί να στείλει στους ανθρώπους και για τον οποίον είχαν προφητέψει οι προφήτες του Ισραήλ, «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν.» Φόρεσε ανθρώπινη σάρκα, για να συναναστραφεί με τους ανθρώπους, να διδάξει το θέλημα του Θεού και να σώσει εμάς με το σταυρικό Του θάνατο.
Αυτήν λοιπόν «την κατά σάρκα Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα.
Τα πάντα στολίζονται, φωταγωγούνται, διακοσμούνται, δημιουργώντας εικόνες εντυπωσιακές, εικόνες φαντασμαγορικές. Είναι όμως εικόνες πρόσκαιρες, εικόνες που ο χρόνος θαμπώνει την λάμψη τους και αφήνει στον παρατηρητή το αίσθημα του ανικανοποίητου που οφείλεται στην έλλειψη αληθινού νοήματος. Αγωνιώντας να περάσουμε τις τέλειες διακοπές, να στολίσουμε δέντρα, να αγοράσουμε καινούργια πράγματα για τον ταλαιπωρημένο εαυτό μας, ξεχνάμε την αιτία ύπαρξης όλων αυτών, τον Ιησού Χριστό, Αυτόν που γεννήθηκε, έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας».
Η εικόνα όμως που παραμένει ανεξίτηλη και αληθινή στον χρόνο είναι η εικόνα του Γεννηθέντος Ιησού Χριστού η οποία παρουσιάζεται εικονογραφικά μέσα από την γραφίδα και τον χρωστήρα του αγιογράφου. Γεμάτη πρόσωπα και νοήματα, μα και με μια συγκρατημένη χάρη και ευγένεια, θέλει να εξυπηρετήσει δύο βασικούς σκοπούς. Ο πρώτος είναι να φανεί η Θεανθρώπινη φύση του Κυρίου και ο δεύτερος να κηρύξει τον πανηγυρισμό του ουρανού και της γης, ότι τα σύμπαντα σήμερον γιορτάζουν.
Στο «γλωττοφόρον αυτό βιβλίο» κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, συνήθως ο αναγνώστης επικεντρώνει την προσοχή του στα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας, αφού άλλωστε είναι και οι πρωταγωνιστές. Υπάρχουν όμως σκηνές και πρόσωπα, λεπτομέρειες σημαντικές και ουσιαστικές όπως ο Ιωσήφ, οι Άγγελοι, οι Μάγοι, η μαία, οι βοσκοί, τα ζώα, το σπήλαιο, το αστέρι, ακόμα και τα φυτά που συμπληρώνουν την όλη εικόνα με τρόπο εκπληκτικό και που συνοψίζουν τον λόγο της Αγίας Γραφής και της παράδοσης της Εκκλησίας για το συνταρακτικό γεγονός της γεννήσεως του Ιησού Χριστού.
Σε μερικές λοιπόν λεπτομέρειες, μέσα από το βιβλίον το ανεωγμένον θα ήθελα να σταθούμε και να επικεντρώσουμε την προσοχή μας, με σκοπό να ανακαλύψουμε πτυχές της δικής μας ζωής ως μέλη της Εκκλησίας.
Η πρώτη λεπτομέρεια που ίσως λίγοι παρατηρούμε στην εικόνα της Γεννήσεως είναι το Σπήλαιο και ιδιαιτέρως τα σκούρα χρώματα που ο αγιογράφος έχει επιλέξει για να το αποτυπώσει. Ο Χριστός διασχίζει τους ουρανούς, τον κόσμο των αγγέλων και μυστικά χωρίς να το γνωρίζει κανένας έρχεται στη γη για να γίνει Βασιλιάς της ζωής. Κι όμως, στο κέντρο της εικόνας το κρεβάτι του βρίσκεται σε τάφο σκοτεινό, σε τάφο κενό. Ξέρετε, όταν γεννιέται ένα παιδί ήδη από τις πρώτες ώρες, οι παιδίατροι δίνουν την οδηγία το παιδί να βρίσκεται κοντά σε παράθυρα ώστε το φως του ήλιου να δυναμώνει τον ανώριμο οργανισμό του. Ωστόσο, Εκείνος, ο Ένας, διάλεξε να βάλει το θρόνο του στο σκοτάδι, που αγαπητοί μου δεν είναι άλλο παρά η κακία του κόσμου μας, η μαυρίλα της άγνοιας, του μίσους, αλλά και της οδύνης. Σ’ αυτά τα σκοτάδια λοιπόν επιλέγει να γεννηθεί ο Ιησούς όχι για να κρυφτεί αλλά για να τα φωτίσει, να τα γλυκάνει, και να τα αλλάξει προαναγγέλλοντας όχι μόνο τον Σταυρό και τον Θάνατο αλλά κυρίως την Ανάσταση που έρχεται μετά από αυτόν. Έρχεται να μας αποδείξει ότι το σκοτάδι δεν υπάρχει ως οντότητα, μα είναι μόνον η απουσία του φωτός κι ότι το κακό δεν είναι παρά η απουσία της αγάπης. Κι αναρωτιέμαι, γιατί άραγε μας είναι τόσο δύσκολο να αφήσουμε το φως του Χριστού, τη ζεστασιά της αγάπης και τη λάμψη της χαράς να σβήσει τα σκοτάδια μας; Ίσως γιατί το Φως αποκαλύπτει την πραγματικότητα, ίσως γιατί το Φως ξεθωριάζει το ψεύτικο, ίσως γιατί το Φως τυφλώνει αυτόν που δεν είναι έτοιμος να το κοιτάξει κατάματα…
Ας γυρίσουμε όμως πάλι στην εικόνα της Γεννήσεως για να ανακαλύψουμε μια δεύτερη λεπτομέρεια. Είναι το πρόσωπο του Ιωσήφ του Μνήστορα, ο οποίος συνήθως βρίσκεται στο κάτω μέρος της εικόνος. Φαίνεται να είναι σκεφτικός, σιωπηλός, περίλυπος, στηρίζει το κεφάλι του με το ένα του χέρι και μοιάζει να βρίσκεται σε σύγχυση. Τοποθετείται μακριά από το παιδί και την μητέρα και γυρνά εμφατικά προς αντίθετη κατεύθυνση, αφού δεν είναι ο φυσικός πατέρας. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο αγιογράφος έχει αποτυπώσει τον Ιωσήφ τη στιγμή εκείνη που, «εθεώρησε την Παναγία εγκύμονα» και δι’ αυτόν τον λόγο «εις μέγιστον κατέπεσε κλύδωνα». Δηλαδή, έχει αποτυπωθεί την στιγμή εκείνη πριν ακόμη δεχθεί τον διά οράματος λόγο του αγγέλου και ανοίξουν τα μάτια της καρδιάς του οπότε πλέον εμπιστεύεται τον Κύριο του και Θεό του. Έτσι, λοιπόν, τον βρίσκουμε στην εικόνα να αποστασιοποιείται και να σιωπά στα όσα θαυμαστά γεγονότα εξελίσσονται μπροστά στα μάτια του. Δίπλα του υπάρχει ένας κυρτωμένος γέρος που στηρίζεται στην γκλίτσα του, είναι αυτός ο βοσκός που συμβολίζει τον διάβολο. Είναι ο λογισμός που τον πειράζει και τον σκανδαλίζει, σπέρνοντάς του αμφιβολίες για το αειπάρθενο της Μαρίας.
Είναι, πράγματι, τόσο ευρηματικά τοποθετημένος από τον αγιογράφο στην εικόνα ο Ιωσήφ που στη στάση του φανερώνεται όχι μόνον η προσωπική του αγωνία αλλά το δράμα ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, η δυσκολία να δεχθούμε με τη λογική εκείνο που είναι «υπέρ λόγον και νούν», δηλαδή το μυστήριο της ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού. Ζούμε άλλωστε σήμερα, αδελφοί μου, στην εποχή του υπέρτατου ορθολογισμού, στην εποχή που απορρίπτει καθετί που δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά, και θεοποιεί μόνον εκείνα που χωράνε σε μια λογική εξίσωση. Στην εποχή μας ο άνθρωπος δεν λογίζεται μόνον ως διαχειριστής αλλά ως δημιουργός των πάντων. Κι είναι τέτοια η ανάγκη μας να εκλογικεύουμε τα πάντα, για να μη φανεί η επίπλαστη παντοδυναμία μας, που μας στερεί το θαύμα, όχι γιατί αυτό δεν συντελείται, αλλά γιατί εμείς δεν αφηνόμαστε να δούμε.
Κι είναι όντως καίρια η στιγμή της ζωής του Ιωσήφ που αποτυπώνεται στην εικόνα, καθώς αποδεικνύει ότι η αμφιβολία όχι μόνον δεν του στέρησε την αγιότητα, αλλά μάλλον τον οδήγησε σε αυτήν. Γιατί, ο Θεός τίμησε το ανθρώπινο είδος χαρίζοντας του ως δώρο τη λογική για να αμφιβάλει και να Τον αναζητά αλλά, αδελφοί μου, το προίκισε και με το δώρο του νου, που έχει έδρα του την καρδιά και όπως ονομάζουν οι Πατέρες αποτελεί «το ηγεμονικόν της ψυχής». Η πίστη στο Θεό, η μετοχή στο μυστήριο δεν καταργεί τη λογική αλλά την υπερβαίνει. Το θαύμα για να γίνει βίωμα χρειάζεται το άνοιγμα των ματιών της καρδιάς, χρειάζεται το τσαλάκωμα του εγώ, χρειάζεται το τσάκισμα της υπερηφάνειας.
Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σταθούμε και σε μια τρίτη λεπτομέρεια. Αυτή έχει σχέση με τα πρόσωπα εκείνα που, ενώ είναι μέρος της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στα Ευαγγελικά κείμενα, εντούτοις δεν κατάφεραν να μπουν στην όλη εικονογραφική σύνθεση. Πρόκειται για τα πρόσωπα του Ηρώδη αλλά και των κατοίκων της Βηθλεέμ που αρνήθηκαν να δώσουν κατάλυμα στον Ιωσήφ και στην ετοιμόγεννη Μαρία. Πρόσωπα ιστορικά με σκοτισμένο νου και καρδία.
Ο Ηρώδης, ο μεγάλος αυτός βασιλιάς, με την γέννηση του Χριστού, κατακλίστηκε από φόβο, μήπως χάσει τον θρόνο του, την εξουσία του, τα πλούτη του, την επίγεια αρχοντιά του. Τρομοκρατήθηκε με την παρουσία των σοφών της γης, των τριών Μάγων, καθώς τον πληροφόρησαν για το ουράνιο μήνυμα που έλαβαν, ότι θα γεννηθεί δηλαδή «ηγούμενος, όστις ποιμανεί τὸν λαόν Ισραήλ». Τα χέρια του αιματοβάφτηκαν με την εντολή του να σκοτωθούν μικρά παιδιά, ελπίζοντας μέσα σ’ αυτά να υπάρχει και ο κλέφτης της δόξας του και του βασιλείου του.
Συμμέτοχοι θα λέγαμε στο έγκλημα έγιναν και οι κάτοικοι της Βηθλεέμ, οι οποίοι άμα τη αφήξει της Μαρίας αποδείχθηκαν αφιλόξενοι και δεν της χάρισαν καταφύγιο, ζεστασιά, θαλπορή. Είχαν μπροστά τους μια ετοιμόγεννη γυναίκα και της έκλεισαν την πόρτα. Άφησαν στον επόμενο να λύσει το πρόβλημα, και συνέχισαν την καθημερινότητα τους ανενόχλητοι, σαν να μην την είδαν ποτέ, σαν να μην υπήρξε γι’ αυτούς ποτέ. Άνθρωποι που θέλησαν να κρατήσουν τα πάντα για τον εαυτό τους, φοβούμενοι μη μπουν σε κόπο, μη χάσουν τη βόλεψη τους. Ίσως να μην ήξεραν πως η λύπη όταν μοιράζεται γίνεται μικρότερη, μα η χαρά μεγαλύτερη. Ίσως να φοβόντουσαν την επαφή με τον ξένο, ίσως φοβόντουσαν το άνοιγμα. Ίσως, πάλι σκέφτηκαν ότι για να βάλουν στο σπίτι τους το θαύμα θα έπρεπε να αφήσουν κάτι δικό τους, να αλλάξουν τρόπο σκέψης, τρόπο ζωής.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί μου,
Σύμφωνα με την Θεολογία μας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διατήρησε ο άνθρωπος μετά την πτώση του είναι δύο.
Το ένα γνώρισμα είναι η μελαγχολία για τον χαμένο παράδεισο, γι’ αυτόν που είχε και έχασε, για όλα εκείνα τα αγαθά που του δώρισε ο Θεός, και υλικά και πνευματικά, και τώρα δεν τα έχει.
Το δεύτερο γνώρισμα είναι ότι μέσα στον πόνο του, μέσα στην αγωνία του υπάρχει ακτίνα ελπίδος ότι δεν θα μείνει για πάντα στην πτώση, ότι κάποτε θα σηκωθεί, κάποτε κάποιος θα έρθει για να τον σώσει και να τον λυτρώσει.
Ο άνθρωπος ανά τους αιώνες φέρει μέσα του το σπήλαιο με το λίκνο. Φέρει το σκοτάδι της άγνοιας και της οδύνης. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αυτός ο εσωτερικός μας χώρος το σπήλαιό μας έχει καλυφθεί από το άγχος και τη μελαγχολία γι’ αυτά που χάσαμε ή γι’ αυτά που δεν έχουμε. Έτσι η εσωτερική μας φάτνη παραμένει σκοτεινή, κλειστή για τον μεγάλο επισκέπτη. Μένουμε όχι απλώς σιωπηλοί και αμέτοχοι απέναντι στο θαύμα της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού αλλά προσπαθούμε ορθολογιστικά να αποδείξουμε ότι δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, και αφήνουμε τον κυρτωμένο βοσκό να κατευθύνει το βλέμμα μας προς το χώμα και τη ζωή μας μακριά από την αγάπη. Διακοσμούμε τα σπίτια μας με τα πιο ακριβά στολίδια και τα πιο λαμπερά φωτάκια, αλλά κλειδώνουμε καλά την πόρτα, μήπως και χάσουν τη λάμψη τους αν τα δει και κάποιος άλλος.
Είναι όμως σήμερα, αδελφοί μου, η ευκαιρία μας να βιώσουμε το Θαύμα και να τρυπώσουμε κι εμείς στην εικόνα της Γεννήσεως. Κι ο αγιογράφος θα δεχτεί να μας βάλει στο έργο του αν είμαστε έτοιμοι για τρία πράγματα: 1ον) να τολμήσουμε να βγούμε από το σκοτάδι και την αγνωσία να πορευθούμε προς το Φως και την αλήθεια, 2ον) να υπερβούμε τον ορθολογισμό της υπερηφάνειας και να ανοίξουμε τα μάτια της καρδιάς και της ψυχής, και 3ον) να χάσουμε από τον εαυτό μας, να σμικρυνθεί το εγώ μας για να φιλοξενήσουμε τον Έναν, το Κύριό μας και Θεό μας. Αυτόν που έρχεται στη Γη και προσλαμβάνει όλο τον πόνο του ανθρώπου, παίρνοντας πάνω Του και την αμαρτία του Ηρώδη, και των αφιλόξενων κατοίκων της Βηθλεέμ αλλά και όλων ημών, φτάνοντας μέχρι το Σταυρό και τον Θάνατο και αυτό από αγάπη και μόνον Αγάπη, γιατί ο Θεός Αγάπη εστίν. Αμήν.