Κήρυγμα, Το καλό και το κακό [Κυριακή ΣΤ Λουκά] (20.10.2019)
Με αφορμή το θαύμα της ανάστασης του γιου της χήρας στη Ναΐν, αδελφοί
χριστιανοί, είδαμε ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής και ο συνδημιουργός του
σύμπαντος.
Το θαύμα της σημερινής περικοπής του Ευαγγελίου μάς δίνει την
απόδειξη πως δεν υπάρχει τιποτα που να μπορεί να αντισταθεί στο θέλημα του
Θεού, ούτε αυτές οι δυνάμεις του κακού. Καθώς πλησίαζε ο Χριστός με τους
μαθητές του στην χώρα των Γεργεσηνών, συνάντησαν έναν δαιμονισμένο που
περιφέρονταν γυμνός έξω από την πόλη και για κατοικία του είχε τα μνήματα.
Πολλά χρόνια ταλαιπωρούνταν και συχνά τον έδεναν ακόμα και με αλυσίδες για να
μην κάνει κακό στον εαυτό του και στους άλλους, τις οποίες έσπαζε και έτρεχε στις
ερημιές. Μόλις είδε τον Χριστό άρχισε να φωνάζει: -Τί υπάρχει ανάμεσά μας,
Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. Αυτό το
τελευταίο το είπε γιατί ήδη ο Κύριος είχε διατάξει το δαιμόνιο να εξέλθει. -Πώς σε
λένε; ρώτησε ο Χριστός. -Λεγεώνα, αποκρίθηκε, γιατί πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει
σε αυτόν, και παρακαλούσε τον Κύριο να μην τα στείλει στην άβυσσο αλλά να
επιτρέψει να εισέλθουν σε ένα κοπάδι χοίρων που έβοσκε εκεί κοντά. Έτσι κι έγινε,
και τα δαιμόνια κατέλαβαν τα άτυχα ζωντανά, τα οποία αφηνιασμένα
κατακρημνίστηκαν στην λίμνη και πνίγηκαν, ενώ οι βοσκοί έτρεξαν στην πόλη και
στους αγρούς να διαδώσουν το γεγονός. Βγήκε ο κόσμος και βλέπει τον πρώην
δαιμονισμένο, σωφρονούντα και ιματισμένο, να κάθεται κοντά στα πόδια του
Ιησού, και φοβήθηκαν τόσο πολύ, που ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει. Μπήκε,
λοιπόν ο Ιησούς στο πλοίο για να αναχωρήσει και ο πρώην δαιμονισμένος
παρακαλούσε να πάει μαζί του. Ο Κύριος όμως τον προέτρεψε να επιστρέψει στο
σπίτι του και να διηγείται το θαύμα που έκανε ο Θεός σε αυτόν, όπως και έκανε.
Πώς είναι δυνατόν τα πνεύματα της πονηρίας να ζητούν την άδεια του
Θεού; και πώς γίνεται να υπάρχει το κακό, αφού ο Θεός δημιούργησε τα πάντα
καλά λίαν; Την απάντηση μάς την δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ότι δεν
υπάρχουν δύο αρχές, μία αγαθή και μία πονηρή, από αυτό θα το καταλάβουμε: το
αγαθό και το πονηρό είναι αντίθετα το ένα με το άλλο και δεν μπορούν να
υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο ή και τα δύο μαζί. […] Έπειτα, ποιός είναι αυτός
που καθορίζει το χώρο του καθενός; γιατί δεν μπορούν να συνυπάρξουν και να
συμβιβαστούν από μόνα τους […] Αν λοιπόν κάποιος άλλος όρισε το χώρο του
καθενός, τότε εκείνος είναι ο Θεός. […] Και τότε δεν θα υπάρχουν δύο, αλλά τρεις
αρχές. Είναι επίσης ανάγκη είτε να έχουν ειρήνη αναμεταξύ τους, πράγμα αδύνατο
για το κακό (γιατί η ειρήνη δεν είναι κακό), ή να μάχονται, πράγμα αδύνατο για το
καλό (γιατί αυτό που μάχεται δεν μπορεί να είναι εντελώς αγαθό) […] Επομένως
υπάρχει μία μόνο αρχή αγαθή, και απαλλαγμένη από κάθε κακία.
Αλλά εάν είναι έτσι, από πού προέρχεται το κακό; διότι είναι αδύνατο το κακό να
γεννάται από το αγαθό. Λέμε λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η
στέρηση του αγαθού και η εκτροπή από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν, γιατί
κανένα κακό δεν είναι φυσιολογικό. Και τούτο, επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός, τα
έκανε καλά λίαν. […] Διότι κατά φύση σημαίνει ότι όλα δουλεύουν και υπακούουν
στον Δημιουργό. Όταν όμως εκουσίως κάποιο από τα κτίσματα αυθαδιάσει και
παρακούσει τον δημιουργό του, συνιστά μέσα του την κακία. Γιατί η κακία δεν είναι
κάποια ουσία, ούτε ιδίωμα κάποιας ουσίας, αλλά κάποιο γεγονός (συμβεβηκός),
δηλαδή η εκούσια εκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση, το οποίο είναι η
αμαρτία. Κι από πού λοιπόν προέρχεται η αμαρτία; Είναι εύρημα της αυτεξούσιας
βούλησης του διαβόλου. Δηλαδή ο διάβολος είναι κακός; Όπως δημιουργήθηκε, δεν
ήταν κακός αλλά αγαθός, διότι κτίσθηκε από τον Θεό ως άγγελος λαμπρός και
φωτεινός, αυτεξούσιος ως λογικό ον, και εκουσίως αποσκίρτησε από την κατά
φύσιν αρετή και βρέθηκε στο σκοτάδι της κακίας, εφόσον απομακρύνθηκε από τον
Θεό, που είναι ο μόνος αγαθός και φωτοποιός. Διότι από τον Θεό κάθε αγαθό
αγαθύνεται και όσο απομακρύνεται από τον Θεό κατά την προαίρεσή του, τόσο
βρίσκεται στο κακό»
Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, αδελφοί χριστιανοί. Ανάλογα, δηλαδή,
με την προαίρεσή μας είναι και τα έργα μας, πραγματώνοντας την αρετή ή την
κακία. Το παράδειγμα του δαιμονισμένου και η κατάληξη των χοίρων μάς δείχνουν
ότι η κακία είναι ροπή αυτοκαταστροφική, που οδηγεί στην απώλεια. Κι αν ο Θεός
δεν επεμβαίνει αποτρεπτικά ή τιμωρητικά, αυτό συμβαίνει επειδή είναι
μακρόθυμος και περιμένει την επιστροφή μας στο θέλημά του, δηλαδή την αληθινή
μετάνοια. Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί, ώστε με την χάρη του Θεού να
βαδίζουμε τον δρόμο των εντολών του σε κάθε βήμα της ζωής μας. Αμήν.