Μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὁ Χριστὸς θὰ πορευθεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ. Πρὶν ὅμως ξεκινήσει, θὰ φιλοξενηθεῖ στὴ Βηθανία, στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου (Ἰωάν. 12, 18). Πλῆθος ἀνθρώπων μαζεύτηκε ἐκεῖ γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μαζί του νὰ δεῖ καὶ τὸν Λάζαρο, τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Τὸ θαῦμα προκαλεῖ θόρυβο. Κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ θέλουν νὰ μάθουν λεπτομέρειες. Οἱ πρωταγωνιστὲς τους γίνονται θέαμα γιὰ τοὺς πολλούς. Καὶ ἡ νοοτροπία τοῦ θεάματος θὰ συνεχιστεῖ μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου θὰ μαζευτεῖ πλῆθος κόσμου γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸν ποὺ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὸν θεωροῦσαν ὡς τὸν βασιλιὰ τοῦ Ἰσραήλ.
Οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου. Δὲν προσέγγισαν ὅμως ἀληθινὰ τὸν Χριστό. Δὲν διέγνωσαν τὴν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του ποὺ ἦταν νὰ νικήσει τὸν θάνατο καὶ νὰ φανερώσει τὴν κοινὴ ἀνάσταση. Παρέμειναν προσκολλημένοι στὴν ἐθνική τους ἐπιθυμία νὰ βροῦνε ἕναν Μεσσία ποὺ θὰ τοὺς ἀποκαθιστοῦσε στὴν ἐλευθερία μὲ τὸν λόγο, τὴν ὁρμὴ καὶ τὴν προσωπικότητά του, χωρὶς νὰ πολυκοπιάσουν οἱ ἴδιοι. Σὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος χωρὶς ἀγώνα. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ τὰ βαΐα τῶν φοινίκων, ὅπως ὑποδέχονταν τοὺς βασιλεῖς, ἀλλά γρήγορα τόν σταύρωσαν.
Ἡ ζωή μας ὡς θέαμα
Ἡ ζωή γίνεται θέαμα καί στούς καιρούς μας, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος θεατής. Ἀρέσκεται νὰ παραμένει στὴν κερκίδα. Νὰ παρατηρεῖ τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ λαμβάνει μέρος σ’ αὐτά. Νὰ σχολιάζει, νὰ συζητᾶ, χωρίς νά διακινδυνεύει τήν συμμετοχή του. Ἡ συμμετοχὴ ἀπαιτεῖ ἀπό τόν καθένα νά ἀναλάβει τὴν εὐθύνη, νὰ προβληματιστεῖ καί νά ἀλλάξει τὴ ζωή του. Καί μᾶς ἀρέσει νά παραμένουμε ὅπως εἴμαστε, νά κρίνουμε τούς ἄλλους, νά θαυμάζουμε ἤ νά διασκεδάζουμε μαζί τους, χωρίς ὅμως νά παίρνουμε τήν ἀπόφαση νά παλέψουμε.
Στήν εἰκονικὴ μας πραγματικότητα ἄλλοι ἀποφασίζουν κι ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε παθητικά. Ἄλλοι διασκεδάζουν καὶ αὐτοπροβάλλονται ὡς πρότυπα κι ἐμεῖς περνοῦμε τὸν καιρὸ μας βλέποντάς τους καὶ στηρίζοντάς τους οἰκονομικά, ὡς καταναλωτὲς τοῦ εἰκονικοῦ κόσμου καί τῶν προϊόντων του, χωρὶς νὰ κρίνουμε τί ὠφελεῖ ἀληθινὰ καὶ τί ὄχι. Δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ ἀλλάξει καί γι’ αὐτό δέν ἀπορρίπτουμε ἔμπρακτα ὅ,τι δὲν μᾶς ἀναπαύει.
Ἡ θρησκευτικότητα ὡς θέαμα
Ἰδίως στὴν θρησκευτικὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ παθητικότητα, αὐτὴ ἡ ἐπιλογή του νὰ εἴμαστε θεατές, ἀποτελεῖ σημεῖο τῶν καιρῶν. Ζητοῦμε θαύματα. Ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἀκούσει. Ζητοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι καλοὶ καὶ σωστοί, ἰδίως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ ἔχουμε τὸ καλὸ παράδειγμα. Καταναλώνουμε ὡς παθητικοί ἀκροατές λόγους κηρυγματικούς, ἐπαναπαυόμαστε στήν προτροπή νά εἴμαστε καλοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, νὰ πιστεύουμε, νὰ δείχνουμε καλὴ συμπεριφορά, ἀλλά δέν ἀποφασίζουμε εὔκολα νά κάνουμε τήν πνευματική ζωή πράξη καί σταυρό.
Ἔρχεται ὅμως ἕνας ἄλλος λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα σκληρός, γιὰ νὰ μᾶς προσγειώσει στὴν πραγματικότητα: «δέν ἔρχεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τό νά τήν παρατηρεῖς» (Λουκ. 17, 20), ἀλλὰ «κερδίζεται μέ προσπάθεια καί τήν κατατοῦν αὐτοί πού ἀγωνίζονται» (Ματθ. 11, 12). Δὲν ἔχει νόημα νὰ ζητωκραυγάζουμε γιὰ τὸν Κύριο ποὺ εἰσέρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ κρατᾶμε τὰ βαΐα τῶν φοινίκων ψηλά, ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἀποστολή του καὶ πῶς μποροῦμε νά τόν κάνουμε νά κατοικήσει στήν καρδιά μας. Δὲν ἔχει νόημα νὰ βλέπουμε τὸν ἀναστημένο Λάζαρο, ἂν δὲν ἀγωνιστοῦμε νὰ κάνουμε δική μας τήν ἀνάσταση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὴν ἁπλότητα, τὴν ταπεινότητα, τὴν σκέψη τοῦ Θεοῦ.
Νά ζήσουμε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα
Καθὼς ξεκινᾶ καὶ πάλι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἂς ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὴν πνευματική μας πορεία, ἂν ὄχι καὶ γιὰ τὴν σύνολη ζωή μας, κατὰ πόσον θὰ ἐπιλέξουμε νὰ παραμείνουμε θεατές, καταναλωτές, παθητικοὶ ἀποδέκτες τῶν μηνυμάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, προσκολλημμένοι στά δρώμενα. Εἶναι καιρός νά διαλέξουμε νὰ ριψοκινδυνεύσουμε σχοινοβατώντας ἀνάμεσα στὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπων γιατί ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστό, γιατί θέλουμε νὰ δώσουμε αἷμα καὶ νὰ λάβουμε πνεῦμα, γιατί ζητοῦμε τὴν δική μας ἀνάσταση μετανοίας, ἀγάπης καὶ ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Ἀλλὰ κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ παλέψουμε, τουλάχιστον ἂς συναισθανθοῦμε τὴν ἀδυναμία μας τελωνικὰ καὶ ἂς ζητήσουμε τό ἔλεος τοῦ ἐρχομένου πρός τό ἑκούσιον πάθος Κυρίου μας.