Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΞΩΝ
Ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας υπήρξε απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Το 1910 χειροτονήθηκε διάκονος στο Καθολικό αυτής, και στη συνέχεια προσελήφθη διάκονος στην Μητρόπολη Πελαγονίας – Μοναστηρίου. Το Μάρτιο του 1919 διορίστηκε διάκονος της Μητροπόλεως Αθηνών υπό του τότε Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου. Υπήρξε ιδιαίτερα δυναμικός άνθρωπος και ξεχώρισε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την διακονία του, όχι ως στείρα προσκόλληση σε ένα παραδοσιακό παρελθόν, αλλά ως μαρτυρία σύμφωνα με τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού και της εποχής του. Αν για κάτι ξεχώριζε ιδιαιτέρως, αυτό ήταν ο ο ηγετικός του χαρακτήρας, ο ενθουσιασμός, η ψυχή του. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Παγκληρικής Ενώσεως, η οποία αγωνίστηκε για την αναβάθμιση του ιερού κλήρου, με κύριο όμως χαρακτηριστικό της προσπάθειας την συνεργασία με την Ιεραρχία της Εκκλησίας και την διαφύλαξη της ενότητας. Παρά τα οξύτατα πολιτικά πάθη του Εθνικού Διχασμού, αχρωμάτιστος κομματικά και αφατρίαστος, ο Αθηναγόρας παρέμενε πάντοτε ο σεμνός εργάτης της Εκκλησίας. Γι’ αυτό εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε ιδιαίτερα.
Ως εκ τούτου, όταν το 1922 δημιουργήθηκε η ανάγκη εκλογής νέων αρχιερέων, στον κατάλογο των εκλογίμων ανεγράφη εκ των πρώτων ο αρχιδιάκονος Αθηναγόρας. Η εκλογή του τα μέσα Δεκεμβρίου του 1922 ως Μητροπολίτου Κερκύρας υπήρξε ομόθυμη και πανηγυρική. Και η χειροτονία του προσέλαβε τον χαρακτήρα τιμητικής εκδηλώσεως προς τον αγωνιστή και ιδεολόγο αρχιδιάκονο του Μοναστηρίου, τον Μακεδονομάχο κληρικό, τον εργατικό, ακούραστο και αθόρυβο πρωτεργάτη της προσαρμογής του ιερού κλήρου στις ανάγκες της εποχής.
Απαντώντας στις προσφωνήσεις των εκπροσώπων της κερκυραϊκής κοινωνίας κατά την χειροτονία του, ο Αθηναγόρας αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Αξιωθείς να ανέλθω τον Μητροπολιτικόν θρόνον Κερκύρας, όν τόσοι προκάτοχοί μου ελάμπρυναν και εκλέισαν και να αναλάβω την ποιμαντορίαν του ευγενούς Κερκυραϊκού λαού, ούτινος η φιλοξενία, ο πολιτισμός και τόσα άλλα προτερήματα ανάγονται μέχρι της εποχής των Φαιάκων, αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, αλλά και αποφασισμένον, όπως αφιερώσω τας δυνάμεις μου δια το καλόν του θεόθεν εμπιστευθέντος μοι ποιμνίου» .
Για όλα αυτά η Κέρκυρα τον δέχθηκε με ενθουσιασμό τον Φεβρουάριο του 1923 και τον αγάπησε αμέσως. Με την άφιξή του βρήκε πάνω από τρεις χιλιάδες πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, που έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί την περίοδο εκείνη. Η συμβολή και ρόλος του στην ανακούφιση και αποκατάστασή τους ήταν σημαντική. Μεταξύ άλλων συνέστησε με τον τότε δήμαρχο Κερκυραίων Μανιαρίζη Επιτροπή για τη συλλογή βοηθημάτων, η οποία βρήκε την ουσιαστική ανταπόκριση του Κερκυραϊκού λαού. Κατέστη ο καλός άγγελός τους.
Στις 31 Αυγούστου του ίδιου (1923), ο Μουσσολίνι, με αφορμή τη δολοφονία στην Κακαβιά του Ιταλού στρατηγού Tellini και τεσσάρων συνοδών του (επικεφαλής και μέλη επιτροπής χαράξεως των ελληνοαλβανικών συνόρων), βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα για ένα περίπου μήνα. Ο Αθηναγόρας εκδήλωσε και πάλι το μεγαλείο της ψυχής του όπως αρμόζει στον ελληνορθόδοξο Κλήρο μας. Δεν πτοήθηκε προ του όγκου των ξένων. Διαμαρτυρήθηκε για ό,τι θλιβερό συνέβαινε και πήρε πρωτοβουλίες ριψοκίνδυνες για τον ίδιο.
Ο τότε Πρωτοσύγκελλός του, Αρχιμ. Χρύσανθος Πολίτης, καταγράφει: Έδειξε τότε ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας ανδρείαν και αυταπάρνησιν απαράμιλλον. Την ημέρα της αφίξεως, κατελθών εις την αποβάθραν του Αγίου Νικολάου των Λουτρών, κάτωθεν της Ιεράς Μητροπόλεως, ενώ οι οβίδες των πυροβόλων ερίπτοντο βροχηδόν εις τας επάλξεις του Παλαιού Φρουρίου, ο Γίγας όχι μόνον σωματικώς αλλά και πνευματικώς, ο επισβλητικός, ο ακούραστος και πεπληρωμένος Αγάπης και Φιλανθρωπίας Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας, επεβιβάσθη λέμβου, ανήλθεν επί του πολεμικσού πλοίου του Ναυάρχου και διεμαρτυρήθη εντόνως δια την άδικον επίθεσιν αυτήν κατά αόπλων οικογενειών και δη προσφύγων, διαμενουσών εν τω Παλαιώ Φρουρίω (πρόσφυγες από την Μικρά Ασία).Μεθ’ ό κατελθών επεμελήθη της περιθάλψεως των ορφανών και λοιπών συγγενών των κατά τον βομβαρδισμόν εκείνων φονευθέντων.
Οι Ιταλοί εν τέλει αναγνώρισαν και αυτοί το θάρρος και την αυταπάρνησή του. Ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος μιλούσε για τον ιεράρχη, για το σθένος του, την υπερηφάνεια του, την ανδρεία του, την ελληνική ψυχή και την βυζαντινή πατριαρχική παράδοση που έφερε.
Εκ των πρώτων μελημάτων του ως Μητροπολίτης ήταν η οργάνωση του Ιερού Κλήρου, προς το οποίο φερόταν ως αδελφός, με ευγένεια και καλοσύνη. Ίδρυσε στην πόλη και στα προάστια ενοριακά κέντρα και δημιούργησε εφημεριακές κατοικίες πλησίον των ιερών ναών για την καλύτερη εξυπηρέτηση των λειτουργικών και ποιμαντικών αναγκών των χριστιανών. Τόνιζε σε ιερατικές συνάξεις που πραγματοποιούσε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Ιερού Κλήρου έναντι της Πολιτείας, της Εκκλησίας και του Ποιμνίου και απέβλεπε σ’ ένα Κλήρο με αξιοπρέπεια και παρρησία.
Ακούραστος περιόδευε τις ενορίες της πόλεως και των χωρίων, ιερουργούσε, κήρυττε και καλλιεργούσε τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη τονίζοντας την ανάγκη να ζουν με τα πρότυπα αυτά οι οικογένειες και να ανατρέφουν με τις αρχές αυτές οι γονείς τα παιδιά τους. Συμβούλευε, εμψύχωνε και παρηγορούσε κάθε ένα που βρισκόταν σε θλίψη, σε ανάγκη ή σε ασθένεια, «έπασχε με τους πάσχοντες και έχαιρε με τους χαίροντες».
Ειδικότερα, μερίμνησε για την μόρφωση του Ι. Κλήρου με την ίδρυση στην Κέρκυρα Ιερατικής Σχολής με Ιεροδιδασκαλείο. Εκεί φοίτησαν πολλοί νέοι που έγιναν κληρικοί και δάσκαλοι. Δυστυχώς όμως έκλεισε λίγο καιρό μετά την αναχώρησή του για την Αμερική.
Μία μαρτυρία ένος εκ των τότε Ιεροσπουδαστών, του μετέπειτα Θεολόγου και Γυμνασιάρχου Κων/νου Φαγογένη, μας ζωντανεύει την παρουσία του: Ως ιεροσπουδαστής μετέβαινον τακτικά εις τα Γραφεία της Ι. Μητροπόλεως μετ’ άλλων συμμαθητών μου και ελάμβανον μέρος εις την διεκπεραίωσιν και αποστολήν του παρά της Ιεράς Μητροπόλεως εκδιδομένου λαμπρού περιοδικού «Άγιος Σπυρίδων». Παρευρίσκετο μεθ’ ημών και ο Αθηναγόρας εκεί. Μου έκαμεν εντύπωσις η γλυκύτης του, η απλότης του, το τετριμμένον ράσον του, το λιτόν φαγητόν του….
Όπου επήγαινεν, εις την πόλιν ή τα χωριά, εγίνετο συναγερμός. Και, όταν ανεχώρει εκ Κερκύρας, το 1930, σύσσωμος Κλήρος και λαός, τον προέπεμψε εις την αποβάθραν. Καθημερινώς κατόπιν οι Κερκυραίοι κατέκλυζον τα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, δια να ζητήσουν την διεύθυνσίν του…
Προχωρημένη για την εποχή του ήταν η πρωτοβουλία που πήρε να εκδόσει Εκκλησιαστικό Περιοδικό, με τίτλο: «ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ». Εκδόθηκε με δαπάνες της Ιεράς Μητροπόλεως και είχε επιστημονικό και θρησκευτικό περιεχόμενο. Κυκλοφόρησε το 1928 για δύο περίπου έτη και έπαυσε την κυκλοφορία του μετά την αναχώρησή του.
Έμπρακτα, μεταξύ άλλων, εκδήλωσε τον άγρυπνο ενδιαφέρον του για την φιλανθρωπία, με την ενεργοποίηση μιας παλιάς Εταιρίας, η οποία έφερε τον τίτλο: «Φιλελεήμων Εταιρία Άγιος Σπυρίδων». Της εταιρείας αυτής προήδρευε ο εκάστοτε Μητροπολίτης. Την εποχή που ήρθε στην Κέρκυρα ο Αθηναγόρας είχαν εκλείψει τα μέλη της. Την Εταιρία αυτή ενεργοποίησε με τον διορισμό νέων μελών και την χρησιμοποίησε ως Κεντρικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως, με παραρτήματα τα ενοριακά Φιλόπτωχα ταμεία.
Προκειμένου να δώσει την ευκαιρία και σε νέους της περιφέρειας να σπουδάσουν στην Μέση Εκπαίδευση, μάλιστα σε οικονομικά αδυνάτους, ή ακόμη και από άλλα μέρη της Ελλάδος, ακόμη και από τη γειτονική Βόρειο Ήπειρο, μερίμνησε για την ίδρυση Οικοτροφείου στην πόλη της Κέρκυρας, με την επωνυμία «Κερκυραϊκή Σχολή». Εκεί εκτός από τροφή, στέγη και μέριμνα παρείχε στους σπουδαστές και φροντιστηριακή υποστήριξη. Η Σχολή αυτή κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου οι οικότροφοι να γίνουν ηθικές προσωπικότητες με ακμαίο θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα. Στην Διοικητική Επιτροπή της Σχολής ήταν ο Μητροπολίτης, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και τρία άλλα πρόσωπα που εκλέγονταν απ’ αυτούς.
Σημαντική ήταν η αγωνία του για την τύχη του Ιερού Προσκυνήματος του Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος, όπου ανήκε έως τότε ολοκληρωτικά στην κυριότητα της Οικογένειας Βούλγαρη. Με έρευνα και κινήσεις υπεύθυνες εντόπισε στο Αρχείο Θρησκείας το θέσπισμα της Ιονίου Γερουσίας του 1812, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή. Με βάση αυτό, το 1925 συνέστησε Διοικητική Επιτροπή του Ιερού Ναού του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος αποτελουμένη εκ του Εφημερίου και τριών λαϊκών επιτρόπων εκ των προκρίτων της νήσου. Η ενέργειά του αυτή έτυχε συγχαρητηρίων και ευαρεσκειών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ήταν η απαρχή της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Ι. Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος. Ολοκληρώθηκε 42 χρόνια μετά. Το έτος 1967, ο Ιερός Ναός του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος, περιήλθε οριστικά στην Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας, ως αυθυπόστατο Ν.Π.Δ.Δ. με την μορφή Ιερού Προσκυνήματος.
Τον τελευταίο χρόνο παραμονής του στην Κέρκυρα, στις 22 Μαΐου 1930, ως ευαίσθητος ηπειρώτης, εκπλήρωσε μία μεγάλη επιθυμία του λαού της Πάργας, της οποίας πρωτοστατούσε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Παραμυθίας, Φιλιατών, Γηρομερίου και Πάργας Αθηναγόρας Ελευθερίου. Σε μία λαμπρή τελετή, παρουσία υψηλών αντιπροσώπων των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Ελληνικού Κράτους παραδόθηκαν τα ιερά κειμήλια της Πάργας, τα οποία φυλάσσονταν στην Κέρκυρα από την αποφράδα ημέρα του εκπατρισμού των Παργίων, την Μ. Παρασκευή της 15ης Απριλίου του 1819, όπου περιήλθε στην κυριαρχία του Αλή πασά και οι περισσότεροι Παργινοί κατέφυγαν στην Κέρκυρα.
Ένα μικρό απόσπασμα από τον ιστορική ομιλία του Μητροπολίτη Κερκύρας Αθηναγόρα αποτυπώνει την μεγαλειώδη αυτή κίνηση, αλλά παράλληλα καταδεικνύει και το μέγεθος της προσωπικότητος του Μ. Πατριάρχου μας: Κατασυγκινημένος μεταξύ άλλων ανέφερε: «Καὶ ἰδού, ὅσα ἡ Κέρκυρα ἐφύλαξε στοργικῶς ἐπὶ ἔτη ἕνδεκα καὶ ἑκατόν, (ὡς ἐθνική κιβωτός) Σᾶς τὰ ἀποδίδει, Σεβασμιώτατε Δέσποτα καὶ Σεῖς ἀγαπητοί τῆς Πάργας Ἀδελφοί, μὲ χαρὰν καὶ ὑπερηφάνειαν σεμνὴν […]. Δεχθῆτέ τα ὕστερον ἀπὸ ἕνα θερμόν μας ἀσπασμὸν καὶ εὐλαβῆ προσκύνησιν καὶ ἀφίνετε νὰ διαλαλοῦν, ὅτι, ἂν ἔπεσεν ἡ αὐλαία μίας σκηνῆς, τὸ δράμα τῆς ἱστορίας μας δὲν ἔληξεν ἀκόμη καὶ νὰ μᾶς βεβαιοῦν, ὅτι, ἂν τώρα ἐπιστρέφουν τὰ ἱερὰ κειμήλια τῆς Πάργας, αὔριο θὰ ἀποτελειωθῇ ἡ σταματημένη λειτουργία εἰς τὴν Μεγάλην τοῦ Γένους Ἐκκλησίαν».
Αλλά και ως μέλος της Ιεραρχίας της Ελλάδος ο Αθηναγόρας υπήρξε πάντοτε, παρά την νεότητά του, είδος πολυτίμου Νέστορος της Εκκλησίας. Μετριοπαθής, συμβιβαστικός, εναντίον πάσης ακρότητος, επανειλημμένως συμβίβασε διαφορές ως μεσολαβητής, ο οποίος παρά το νεαρόν της ηλικίας του ακουγόταν με πολύ σεβασμό και εισακουγόταν. Μελετηρός, παρακολουθούσε όλα τα ζητήματα, διακρίθηκε για τις γνώσεις του και τις θέσεις του σε συνέδρια όπως τον Ιούλιο του 1930 στο συνέδριο του Λάμπεθ, όπου εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος επάξια. Ο ρόλος και η φήμη του ξεπέρασαν τα τοπικά όρια. Το Οικουμ. Πατριαρχείο, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα, το ήθος και την ικανότητα του Μητροπολίτη Κερκύρας, επέβλεψε προς αυτόν ως τον μόνον ενδεδειγμένο για να συμβιβάσει τους διηρημένους του παροικιακού ελληνισμού, να εξαλείψει την διαίρεση που επέφερε ο Εθνικός Διχασμός, να ενώσει τους ορθοδόξους και να αποκαταστήσει το διασαλευθέν εκ της διαιρέσεως εκκλησιαστικό και εθνικό γόητρο της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής.
Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 12η Αυγούστου του 1930 εξέλεξε Αυτόν παμψηφεί Αρχιεπίσκοπον Αμερικής. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ανεχώρησε από την Κέρκυρα για το νέο του προορισμό συνοδευόμενος από τις ολόθερμες ευχές και την αγάπη του Κερκυραϊκού λαού, που αφενός χαιρόταν για την προαγωγή του αλλά αφετέρου λυπόταν για τον αποχωρισμό.
Στη νέα αυτή πορεία οι προσδοκίες όλων όχι μόνον επαληθεύτηκαν αλλά ξεπεράστηκαν. Έμελλε ο Μακεδονομάχος Αρχιδιάκονος του Μοναστηρίου, ο Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Αθηνών, ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής να γίνει ο Πρωθιεράρχης της Οικουμένης, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄.
Εκ των ολίγων αυτών, μπορούμε να διακρίνουμε ότι πτυχές του μετέπειτα μεγάλου έργου του στο Πατριαρχείο έχουν ως βάση του την εκκλησιαστική του προσπάθεια στην Κέρκυρα. Ας μην ξεχνούμε ότι η σκέψη και το όραμα του ανθρώπου εξελίσσονται μέσα από την προσφορά και την διακονία, την δοκιμή και την δοκιμασία. Ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ένας αληθινός οραματιστής, ο οποίος είχε την τόλμη να προχωρήσει σε μεγάλα ανοίγματα για να αναδειχθεί η οικουμενική διάσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χωρίς να υπολογίσει πολλές φορές αντιρρήσεις και αντιδράσεις, υπήρξε ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή. Ακόμη κι αν κανείς κρατά επιφυλάξεις, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος γράφει την δική του ιστορία, τόσο στον εκκλησιαστικό χώρο όσο και ευρύτερα. Και ο μακαριστός Πατριάρχης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος κατά άνθρωπον. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι και ο Θεός θα δικαιώσει το έργο του και η ψυχή του θα αναπαύεται εν τοις κόλποις Αβραάμ. Γιατί η μέριμνά του για την Ορθοδοξία ήταν το κριτήριο της ζωής και της δράσης του.