«ΤΙΜΟΘΕΟΥ, πορεία ζωής», γράφει ο Κων/νος Θύμης, Θεολόγος-Ιστορικός και Γραμματέας της Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας.
Πέρασαν 20 χρόνια από το πρωινό της 15ης Μαρτίου 2002, όταν έπεσε, σαν κεραυνός εν αιθρία, η είδηση ότι ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Τιμόθεος πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Ήταν 63 χρόνων, σε μία χρονική στιγμή, κατά την οποία έργα που οραματίστηκε και εργάστηκε σκληρά να τα φέρει σε πέρας έπαιρναν υπόσταση.
Είκοσι χρόνια απών σωματικά, αλλά είκοσι χρόνια παρών μέσα από τα έργα και τις παρακαταθήκες του.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Τιμόθεος (κατά κόσμον Ανδρέας Τριβιζάς) γεννήθηκε στον Αγρό της Κέρκυρας το 1939. Το όνομα του πατέρα του ήταν Σπυρίδων και της μητέρας του Ελένης το γένος Νικοκάβουρα. Η μητέρα του καταγόταν από το γένος του Αρχιεπισκόπου Σεβαστιανού Νικοκάβουρα. Είχε δύο κατά σάρκα αδέλφια την Αικατερίνη (Νίνα) και τον Νικόλαο. Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος πολλάκις μνημονεύει τη μητέρα του και της αποδίδει σημαντικό ρόλο στην πορεία της ιερατικής ζωής του και στην όλη εξέλιξή του. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του φοιτά στο Β΄ Γυμνάσιο της Κέρκυρας. Τα χρόνια εκείνα καλλιεργεί την ιερατική του κλήση κοντά στους πατέρες Νικόλαο Κουρτελέση και Ευστάθιο Παγιατάκη. Τα απογεύματα συχνάζει και συμμετέχει ως ψάλτης-αναγνώστης στις ακολουθίες στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος.
Αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, σε ηλικία 23 χρόνων, στις 18.08.1962, έλαβε το Μοναχικό Σχήμα στην Ιερά Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης. Την επομένη 19.08.1962 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Σπάρτης Κυπριανό. Πέντε χρόνια περίπου μετά, στις 15.04.1967, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και έλαβε το οφίκιον του Αρχιμανδρίτου από τον ίδιο ιεράρχη, στον ι. ναό Αγίου Παντελεήμονος Αχαρνών. Ως Διάκονος κατά την περίοδο των πανεπιστημιακών του σπουδών στην Αθήνα, υπηρέτησε στον ι. ναό Αγίας Βαρβάρας Πατησίων και εν συνεχεία στον ι. ναό Αγίου Παντελεήμονος οδού Αχαρνών. Το 1967 έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το δίπλωμα “Proficiency” στην αγγλική γλώσσα. Συνέχισε σπουδές στην Αγγλία. Παρακολούθησε Κοινωνιολογία και Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Sassex και διορίστηκε πρώτος προϊστάμενος της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας του Brighton, όπου διοργάνωσε Ελληνική Κοινότητα και Ελληνικό Σχολείο.
Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε προϊστάμενος της νευραλγικής Κοινότητας του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Ανατολικού Λονδίνου και Διευθυντής του Ελληνικού Σχολείου. Συνέστησε Ελληνικό Σχολείο με έξι
δασκάλους, ενώ παράλληλα διοργάνωσε την Ελληνική Κοινότητα και το Ελληνικό Σχολείο του South – Endon Sea.
Κατά το ίδιο έτος γράφτηκε στο Βασιλικό Κολλέγιο «King’s College» του Λονδίνου. Εκεί, φοίτησε για τρία χρόνια ως μεταπτυχιακός φοιτητής στον τομέα της Δογματικής Θεολογίας, κοντά στον καθηγητή και κορυφαίο δογματολόγο Eric Mascall και έλαβε Master οf Philosophy. Στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε σε θέματα ποιμαντικής ναυτικού στις Η.Π.Α. και τουρισμού στη Ρώμη. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα, ανέλαβε ιερατικώς προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Καρύκη Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δεκαπέντε περίπου έτη (1970-1984). Παραλλήλως εργάστηκε ως Γραμματεύς Συνοδικών Επιτροπών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ακολούθως υπηρέτησε επί πενταετία στο ιδιαίτερο γραφείο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, και επί τριετία ως Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Μετείχε σε πολλές αποστολές και συνέδρια ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε Ορθόδοξα Πατριαρχεία αλλά και σε ετερόδοξες Εκκλησίες.
Στις 2 Μαΐου 1984 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας το ήθος, την πίστη και τις ικανότητές του, τον εξέλεξε Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο πραγματοποιήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών στις 4 Μαΐου 1984, από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ.
Ο μακαριστός Τιμόθεος υπήρξε μία δυναμική προσωπικότητα, με ευρεία παιδεία και οξεία αντίληψη. Υπήρξε ένας «κοσμοπολίτης» εκκλησιαστικός άνδρας με γνώση της διορθόδοξης και διαχριστιανικής πραγματικότητας, ένας ιεράρχης με οικουμενική θεώρηση της Ορθοδοξίας και ένας ποιμένας «σύγχρονος» που προσπάθησε να δώσει στη Μητρόπολή του νέες δυνατότητες, προοπτικές και ευκαιρίες. Έβλεπε την Εκκλησία με καθαρά θεολογικά κριτήρια, ως «μητέρα», ως το κέντρο της ζωής και των εξελίξεων, που έχει πρωταρχικό ρόλο και λόγο στη ζωή των ανθρώπων της. Μία ζωή που ξεκινάει από τη Θεία Ευχαριστία και εκτίνεται σε μία αδελφοποιημένη Θεανθρώπινη κοινωνία, στην οποία κυριαρχούν πράξεις και έργα φιλανθρωπίας, ευποιίας και αγάπης. Μία θεολογική θεώρηση, που όταν ο κόσμος την κρίνει με τα δικά του κοσμικά κριτήρια -πολιτικά, κομματικά, ιδιοτελή κ.λπ.- δεν μπορεί να την καταλάβει, την παρεξηγεί εύκολα και πολλάκις στέκεται απέναντι στην όποια πρωτοβουλία κινείται προς αυτή την προοπτική. Έτσι και ο μακαριστός Τιμόθεος δεν έμεινε άγευστος μιας τέτοιας κριτικής και στάσης.
Σίγουρα δεν ήταν αλάνθαστος, φυσικό είναι στα πολλά ανοίγματα-έργα που οραματίστηκε και έθεσε σε εφαρμογή, σε συνδυασμό με την αγωνία που τον διακατείχε να τα ολοκληρώσει, να έκανε και λάθη. Είναι όμως βέβαιη η πεποίθηση ότι η διάθεσή του ήταν καλοπροαίρετη. Ο ίδιος πολλάκις έλεγε
ότι όσοι ζουν και δημιουργούν κάνουν και λάθη, μόνο οι νεκροί δεν κάνουν λάθη και ως εκ τούτου μόνο στα κοιμητήρια δεν γίνονται λάθη.
Είχε τα δικά του χαρίσματα και τα δικά του γνωρίσματα. Είχε όμως και τα δικά του κριτήρια, τα οποία εκπήγαζαν μέσα από τις πλούσιες εμπειρίες και τα πολλά βιώματά του. Άνθρωπος με λόγο και έργο. Άνθρωπος δυναμικός και δραστήριος, παράλληλα όμως λιτός και απλός στην προσωπική του ζωή. Άνθρωπος που ήξερε να ζητάει συγγνώμη όχι μόνο από τους συνεργάτες του, αλλά και από ένα μικρό παιδί. Άνθρωπος που ήξερε να τιμάει τους συνεργάτες του, να τους δίνει τη θέση τους και να τους αναδεικνύει.
ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ – ΔΙΑΘΗΚΗ – ΘΑΝΑΤΟΣ
Αν το όραμά του για την Εκκλησία της Κέρκυρας αποτυπώνεται στον ενθρονιστήριο λόγο του, το ήθος και το βάθος του αποκαλύπτεται μέσα από τη ιδιόγραφη διαθήκη του.
Η ενθρόνισή του έγινε στην Κέρκυρα στις 6 Ιουνίου 1984, Κυριακή των Αγίων Πατέρων. Στον ενθρονιστήριο λόγο του, στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας, μίλησε κατ’ αρχάς θεολογικά για το κύριο έργο της αποστολής του που είναι ο ευαγγελισμός της ειρήνης και τα αγαθά της, ως καρπός του όλου έργου της Εκκλησίας, με αποκορύφωμα την επίτευξη της κοινωνίας Θεού-ανθρώπου-κτίσεως, δηλ. της όντως ζωής. Πόσο επίκαιρη είναι αυτή η προτεραιότητα σήμερα, που ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας –Ουκρανίας, μεταξύ δύο ομοδόξων, δύο αδελφών λαών, δοκιμάζει την ειρήνη, τοπικά αλλά και παγκόσμια.
Μίλησε για το «τρισσόν αξίωμα» του Κυρίου (προφητικό ή διδακτικό, λειτουργικό και βασιλικό) και τη σύνδεσή του με τις ευθύνες του Επισκόπου που συνδέονται στενά με: α) τη διδασκαλία, β) τη θυσία και γ) τη διοίκηση. Έβλεπε το ρόλο του Επισκόπου στην ολότητα της Ορθοδοξίας: «Ο επίσκοπος, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, δεν είναι μόνον ο Επίσκοπος της μίας συγκεκριμένης Επισκοπής, αλλά είναι συγχρόνως και Επίσκοπος της όλης Ορθόδοξης Εκκλησίας… Ο Επίσκοπος είναι για την Εκκλησία τύπος και τόπος Χριστού και το Κέντρο της Ενότητάς της, είναι η έκφραση της τοπικής Εκκλησίας. Οι Πρεσβύτεροι και ο Λαός του Θεού περί τον Επίσκοπον αποτελούν την όλη έκφραση της Εκκλησίας».
Δίνει στο λόγο του ιδιαίτερη έμφαση στην πρόνοια και στις ευλογίες που έλαβε από τον Θεό στην πορεία της ζωής του, όπως και στη συμπαράσταση του Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος. Τους εκφράζει την ευγνωμοσύνη του, όπως και για την ύψιστη ώρα που ζούσε εκείνη τη στιγμή, της ενθρόνισής του ως Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.
Βλέπει την Κέρκυρα ως την πύλη της Ευρώπης και ως Κερκυραίος γνωρίζει τα εκκλησιαστικά και κοινωνικά προβλήματα της Κέρκυρας και υπόσχεται ότι είναι διατεθειμένος να εργαστεί για την επίλυσή τους. Δείχνει το ενδιαφέρον του για τους Παξούς και τα Διαπόντια Νησιά…
Ομιλεί για ειρηνική και αγαπητική συμπόρευση με όλους τους Κερκυραίους, είτε είναι ετερόδοξοι, είτε άλλου θρησκεύματος. Καλεί ιδιαίτερα το ποίμνιό του, τους Ορθόδοξους Κερκυραίους, σε βοήθεια και συνεργασία με πρώτους τους θεολόγους.
Χαιρετίζει με ενθουσιασμό και συγκίνηση την εκπλήρωση του αιωνίου πόθου των Κερκυραίων για την ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου και αναφέρεται στους αγώνες για το σκοπό αυτό των προκατόχων του Μεθοδίου και Πολυκάρπου. Δηλώνει τη στήριξη και συμπαράστασή του και πράγματι μετέχει αδιάκοπα ως μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου από την ίδρυση του (1984) έως το 1997.
Υπόσχεται τη διάσωση και ανάδειξη της εκκλησιαστικής κληρονομιάς, της κερκυραϊκής παράδοσης και ανακοινώνει την επιθυμία του να ιδρύσει Εκκλησιαστικό Μουσείο. Ένα μεγαλόπνοο έργο που αξιώνεται σταδιακά να πραγματοποιήσει με την αποκατάσταση ναών, με τη συντήρηση εικόνων και κειμηλίων και κυρίως με την αποκατάσταση και λειτουργία, δέκα χρόνια μετά, το 1994, του ναού των Αγίων Πατέρων ως Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως.
Θέλει τη Μητρόπολη Κερκύρας να έχει οικουμενικό ρόλο. Οραματίζεται τη Διορθόδοξη Ακαδημία και θέτει το θεμέλιο λίθο του Συνεδριακού Κέντρου Κέρκυρας. Ομιλεί για συνεδριακό και θρησκευτικό Τουρισμό…
Στον Ποιμαντικό Τομέα: Πρωταρχική του μέριμνα είναι η στήριξη και ανάπτυξη της Ενορίας. Γνωρίζει πολύ καλά ότι μία ζωντανή ενορία είναι το κύτταρο και η έκφραση της όλης Εκκλησίας, έχοντας ως κύριο έργο της: α) την Κοινωνία της Λατρείας και β) την Διακονία του Λόγου. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού οργανώνει επιμορφωτικά σεμινάρια για τον Κλήρο, ομιλίες, εκδηλώσεις, γιορτές κατηχητικών κ.λπ. Κάθε Κυριακή, κάθε γιορτή μικρή ή μεγάλη, σε κάθε ευκαιρία είναι παρών, «οργώνει το γεώργιόν του» ακατάπαυστα και αδιάκοπα.
Για τη νεότητα ζητάει την αναδιοργάνωση και λειτουργία των κατηχητικών σχολείων σε όλες τις ενορίες και μάλιστα ανά βαθμίδες. Ανακαινίζει και λειτουργεί το Πνευματικό Κέντρο (Ακαδημίας 2) και τις Κατασκηνώσεις στην Κασσιώπη, που λειτουργούν υποδειγματικά και περνούν χιλιάδες παιδιά…
Ενδιαφέρεται για τους ανήμπορους συνανθρώπους και για τα «σεβάσμια γηρατειά». Λειτουργεί Σχολείο για παιδιά με Ειδικές Ανάγκες και εγκαινιάζει στις 5 Μαρτίου 2000 το Ίδρυμα Χρονίως Πασχόντων «Η Πλατυτέρα».
Επισκέπτεται συχνά τις ιερές μονές, τελεί τις πανηγύρεις και συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες τους. Χαίρεται με την πρόοδο τους. Προβληματίζεται όταν υπάρχει στασιμότητα. Τον πονάει η αδράνεια, μα περισσότερο θλίβεται όταν προκύπτουν σοβαρά προβλήματα.
Τα δίνει όλα και τα θέλει όλα για την Εκκλησία… «Προσωπικώς (θα πει στον ενθρονιστήριο λόγο του) δεν θέλω απολύτως τίποτε…. Θέλω όμως να με βοηθήσετε όλοι σας να δημιουργήσουμε ένα μεγάλο και ιστορικό έργο, αντάξιο της Κέρκυρας, που θα το χαρείτε σεις και θα ωφεληθούν τα παιδιά μας, οι Νέοι μας».
Το έργο του ποικίλο και πολύπλευρο στα 18 χρόνια, που ποίμανε την Εκκλησία της Κέρκυρας. Απάγκιο του ο Άγιος Σπυρίδων και οι Άγιοι της Κέρκυρας.
Όμως, εκείνο που πολλάκις ανάπαυε την ψυχή του μακαριστού Τιμοθέου -και είναι άγνωστο στους πολλούς- ήταν η σχέση του με πνευματικούς-αγίους ανθρώπους. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα «μέγας Ευεργέτης και πνευματικός του πατήρ» υπήρξε ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Ιεζεκιήλ Καλαϊτζής. Τα χρόνια που ήταν στην Αγγλία είχε πνευματικό τον π. Σωφρόνιο του Essex (νυν Άγιο της Εκκλησίας μας). Μάλιστα την πνευματική αυτή σχέση κράτησε δια βίου, μέχρι την κοίμηση του π. Σωφρονίου. Ο Τιμόθεος απαραιτήτως μία φορά το χρόνο τον επισκεπτόταν στην Αγγλία για να εξομολογηθεί. Τον εκτιμούσε βαθύτατα. Το γραφείο του κοσμούσε η φωτογραφία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι: «ο π. Σωφρόνιος με έμαθε να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και επιεικής με τους άλλους». Όταν εκοιμήθη ο π. Σωφρόνιος, ο Τιμόθεος όντας Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, κάθε χρόνο σχεδόν, επισκεπτόταν το Άγιον Όρος και συμβουλευόταν τον π. Παΐσιο (έτερο σύγχρονο Άγιο της Εκκλησίας μας), άλλους Αγιορείτες πατέρες και τις περισσότερες φορές εξομολογούταν στον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου π. Παρθένιο.
Το έργο του μεγάλο, με παρουσία του εντός και εκτός Ελλάδος. Ενδεικτικά σημειώνουμε: Το 1989 με Συνοδική απόφαση ορίστηκε υπεύθυνος των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Ε.Ο.Κ. και εν συνεχεία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμμετείχε ως τακτικό αρχιερατικό μέλος των Συνοδικών Επιτροπών επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και των Σχέσεων Εκκλησίας Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατόπιν δικών του πρωτοβουλιών, το εσπέρας της 10ης Δεκεμβρίου 1984, μετέφερε
στην Κέρκυρα και εναπόθεσε πανηγυρικά στο Ι. Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος την δεξιά χείρα του Αγίου, που μέχρι τότε βρισκόταν επί αιώνες στη Ρώμη στην Ι. Μονή των Ρ/Καθολικών Santa Maria in Valicella. Το έτος 1985 καθιέρωσε την ετήσια λιτανεία του Ιερού Σκηνώματος της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης κατά την Κυριακὴ της Ορθοδοξίας. Τον Ιούλιο του 1986 εξέδωσε τη μηνιαία εκκλησιαστική εφημερίδα «Κερκυραϊκή Αλήθεια». Το έτος 1987 ίδρυσε τη Σχολή Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως «Ο Άγιος Αρσένιος Μητροπολίτης Κερκύρας», η οποία λειτούργησε επίσημα με σχετική απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού (Φ.Ε.Κ. 263 / τ. Βʹ / 25.05.1987). Στις 23 Νοεμβρίου 1995 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, με αφορμή την έκδοση του Λευκώματος Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη στην Κέρκυρα (1994), για το όλο έργο του. Κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής του ζωής, τιμήθηκε: α΄) με τον Ταξιάρχη του Τάγματος Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου, β΄) με τον Σταυρό του Τάγματος του Αγίου Μάρκου Αʹ τάξεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, γ΄) με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Ordo Sancti Constantini Magni, καθώς και με άλλα παράσημα και τιμητικές διακρίσεις.
Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος το έτος 1997 με την υπ’ αριθμ. 63 /10.03.1997 απόφασή του και εν συνεχεία με πράξη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου καθιέρωσε το παράσημο του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος, ως την ανώτατη τιμητική διάκριση που απονέμει η Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων. Τον Οκτώβριο του 1999 εγκαινίασε τον Εκκλησιαστικό Ραδιοφωνικό Σταθμό «Ο Άγιος Σπυρίδων». Το 2000 σύστησε το Επικοινωνιακό και Μορφωτικό Ίδρυμα «Ο Άγιος Σπυρίδων» (Φ.Ε.Κ. 1352 / τ. Β΄ / 2000).
Έχει συγγράψει περί τις τριάντα μελέτες καθώς και άρθρα στην ελληνική και αγγλική γλώσσα.
Εκείνο όμως που θα μπορούσε να αξιολογηθεί ιδιαίτερα είναι η ιδιόγραφη διαθήκη του. Εννέα χρόνια πριν την κοίμησή του, σε ηλικία μόλις 54 χρόνων, το απόγευμα της 15 Αυγούστου 1993, μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, συλλογίζεται και μελετάει «το του θανάτου μυστήριον». Η μνήμη του θανάτου δονεί τον εσωτερικό του κόσμο, τον συνέχει και τον οδηγεί να συντάξει τη διαθήκη του. Το κείμενο αυτό και μόνο αποτυπώνει και δικαιώνει το εκκλησιαστικό φρόνημα του ανδρός, την πίστη του και την εσχατολογική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής και υπάρξεως. Πρέπει να έχει κάποιος μεγαλείο ψυχής, δύναμη ουράνια και βάθος πνευματικό, σε ηλικία μόλις 54 χρόνων, όντας στην πιο δημιουργική του φάση να καθίσει να συντάξει τη διαθήκη του και μάλιστα να αφήνει επιθυμίες με τις οποίες και μετά το θάνατό του να θέλει να ωφελήσει στους συνανθρώπους του.
Μεταξύ άλλων σημειώνει χαρακτηριστικά:
Ως δωρητής οργάνων σώματος: «Μετά τον θάνατόν μου να με μεταφέρουν αμέσως εις το Νοσοκομείον και μου αφαιρέσουν τα νεφρά και τους οφθαλμούς μου, τα οποία εύχομαι να καταστούν χρήσιμα εις οιονδήποτε πάσχοντα συνάνθρωπόν μου»…
Αξιοσημείωτο τυγχάνει τούτο: Στο όνομα του σε τραπεζικό λογαριασμό διέθετε ένα μικρό χρηματικό ποσό για τις τρέχουσες ανάγκες του. Το 1993 στη διαθήκη του αναφέρεται το ποσό του 1.000.000 δρχ. Αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά «να διατεθεί από τους εκτελεστάς της Διαθήκης μου σε πτωχά ή ορφανά ή απροστάτευτα μικρά παιδιά και από 50.000 δρχ. σε κάθε ανάλογη οικογένεια που κατοικεί εις τα όρια της Μητροπολιτικής μου περιοχής. Αυτό ας είναι σαν ένα μικρό συμβολικό μνημόσυνο εις μνήμη μου». Ομοίως αφήνει και ένα χρηματικό ποσό στην κυρία που θα τον υπηρετεί την περίοδο εκείνη «εις την κουζίνα και την Ιεράν Μητρόπολιν».
Σε ότι αφορά στα λιγοστά περιουσιακά του στοιχεία: Διαχωρίζει την πατρική του περιουσία -σημειώνοντας ότι από αυτήν ως κληρικός ουδέποτε είχε απολαβές- με εκείνη που απόκτησε ως κληρικός. Έτσι, αφήνει τη μικρή πατρική του περιουσία στον Αγρό σε συγγενικά του πρόσωπα και εκείνα που απόκτησε ως κληρικός στην Εκκλησία. «Εγώ προσωπική περιουσία και χρήματα (κατ’ ουσίαν) δεν έχω τίποτε και δεν μου ανήκουν τίποτε και επομένως κανείς κατά σάρκα συγγενής μου δεν έχει να λάβει τίποτε καθόσον ως άγαμος Κληρικός είμαι αφιερωμένος εις την Εκκλησίαν»… «Θερμά παρακαλώ τους κατά σάρκα συγγενείς μου να μη λυπηθούν από τας ανωτέρω ενεργείας μου, γιατί οτιδήποτε έχω ή έχει σχέσιν με το πρόσωπόν μου, έχουν εκκλησιασιαστικόν χαρακτήρα και είναι ιερά αντικείμενα και επομένως ανήκουν εις την Εκκλησίαν».
Σκέφτεται τους συνεργάτες του κληρικούς και λαϊκούς, τον Κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως και τις Μοναστικές αδελφότητες. Προς όλους απευθύνει την ευγνωμοσύνη του, τις ευχαριστίες του για τη συνεργασία και τη συμπόρευση, επικαλείται τις προσευχές τους, τους δίδει την ευχή του και κλείνει την παράγραφο αυτή ως εξής: «ζητώ συγγνώμη από όλους όσους καθ’ οιονδήποτε τρόπον επίκρανα ή ενδεχομένως ηδίκησα αθελά μου εν τη ενασκήσει των καθηκόντων μου. Η διοίκησις έχει ενίοτε δυσκολίας. Πάντως κριτήριόν μου πάντοτε, ήταν η αγάπη μου προς την Εκκλησία μας, προς την Κέρκυρα και τον Λαόν που ο Κύριος με έταξε να διαποιμάνω. Από τα βάθη της πατρικής επισκοπικής μου καρδίας συγχωρώ όσους καθ’ οιανδήποτε τρόπον με εσυκοφάντησαν ή με ηδίκησαν. Ο πατέρας πάντοτε αγαπά τα παιδιά του».
Σκέφτεται το μέλλον της Εκκλησίας του και τον διάδοχό του και προτρέπει: «Θερμά παρακαλώ, όλοι οι Συνεργάται μου Κληρικοί και Λαϊκοί, τους
οποίους ευγνωμονώ για την συμπαράστασί τους εις το ποιμαντικόν μου έργον, να πλαισιώσουν με σεβασμό και αγάπη τον νέον Μητροπολίτην και Διάδοχόν μου και να τον βοηθήσουν. Τούτο θα αποτελεί δι’ εμέ την μεγαλυτέραν χειρορομίαν αγάπης και τιμής εις την μνήμη μου».
Δεν παραλείπει, όμως, να απευθύνει λόγο και προς τον διάδοχό του, ζητώντας του: «να αγαπήσει, να στηρίξει, να συνεχίσει, αλλά και να ξεπεράσει το μικρόν συντελεσθέν έργον, να αγαπήσει τους αγαπημένους μου Ιερείς και τας οικογενείας τους, να αγαπήσει τας Μοναστικάς Αδελφότητας, τον Λαόν αυτόν του Θεού, τα πνευματικά μου αυτά τέκνα που πολύ ηγάπησα και προς όλα, χωρίς εξαίρεση, αφήνω την ευχήν και την αγάπην μου και θα τα σκέπτομαι πάντοτε…»
Είναι γεγονός ότι ο διάδοχός του Μητροπολίτης Νεκτάριος, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι σεβάστηκε πολύ την παράκλησή του. Είκοσι χρόνια ως Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων τιμάει τη μνήμη του, αναγνωρίζει και επαινεί το έργο του και στοιχούμενος στις παρακαταθήκες του συνεχίζει και επαυξάνει ότι του κληροδότησε.
Τελευταία του επιθυμία, ο ενταφιασμός του να γίνει «εις τον Βυζαντινού ρυθμού Ιερόν Ναόν της Αγίας Τριάδος» (του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων «Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ»), εντός του οποίου είχε κατασκευάσει τον τάφον του… και επιπλέον αναφέρει: «επειδή ο Θεός γνωρίζει πόσον εμόχθησα και πόσον ηγάπησα τα Ιδρύματα αυτά, τα οποία αποτελούν έκφρασιν της Ιεραποστολής της Εκκλησίας μας προς όφελος της Εκκλησίας της Κέρκυρας και του Λαού της. Εκφράζω δε την ευχή, αν το Δημοτικόν Συμβούλιον του Δήμου Κερκυραίων κρίνει ωφέλιμον, η οδός η διερχομένη και διασχίζουσα τα Ιδρύματα αυτά (δεδομένης της κοινωνικής σημασίας των Ιδρυμάτων και του γεγονότος ότι με Απόφασή μου προσέφερα δωρεάν εις τον Δήμον τον οικοπεδικόν χώρον δια την διάνοιξιν του δρόμου), ας φέρει το όνομά μου (οδός Μητροπολίτου Τιμοθέου), όχι δια λόγους ματαιοδοξίας αλλά δια να υπενθυμίζει το χρέος του διαδόχου μου Επισκόπου και των μεταγενεστέρων Μητροπολιτών, ότι πρέπει να συμβάλλουν θετικώς και δια των έργων της αγάπης εις την υπηρεσίαν της Κέρκυρας και του Λαού της».
Στο σημείο αυτό εύλογα τίθεται το ερώτημα, μήπως σήμερα το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, υπό την προεδρεία του κ. Δημητρίου Μεταλληνού και με Δήμαρχο την κα Μερόπη-Σπυριδούλα Υδραίου, δύναται να εξετάσει την επιθυμία-ευχή του μακαριστού Τιμοθέου και να την εκπληρώσει-πραγματοποιήσει;
Ο επίλογος της διαθήκης ελπιδοφόρος και ευχετικός: «Και τώρα επαφίεμαι εν ειρήνη εις την αγάπην, την πρόνοιαν και το έλεος του Μεγάλου Πατέρα μας….».
«Αγαπητοί μου, Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα σας εύχομαι «η Ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν να φρουρήση τας καρδίας υμών και τα νοήματα υμών εν Χριστώ Ιησού. Μετ’ ευχών θερμών και πολλής εν Κυρίω αγάπης. Ο Κερκύρας και Παξών Τιμόθεος».
Ο μακαριστός Τιμόθεος αναπαύεται σύμφωνα με την ύστατη επιθυμία του από τις 20 Μαρτίου 2002 στον τάφο που αυτός ετοίμασε στο ναό της Αγίας Τριάδος του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων «Η Πλατυτέρα». Το ήμισυ της επιθυμίας του πραγματοποιήθηκε, ας ευχηθούμε «ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων να εκτιμήσει δεόντως το έργο του, συνολικά και σφαιρικά, και να ικανοποιήσει και το υπόλοιπο ήμισυ της επιθυμίας του, με το να δοθεί το όνομά του μπροστά από το κτήριο των Διοικητικών Υπηρεσιών της Ιεράς Μητροπόλεως και των Ιδρυμάτων στην περιοχή της Πλατυτέρας.
Είη η μνήμη αυτού αιωνία!