Μία ἀπό τίς πιό ὡραῖες εἰκόνες τῶν Ψαλμῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι καί αὐτή τοῦ ἐλαφιοῦ (Ψαλμ. 41) πού λαχταρᾶ νά πιεῖ καί νά δροσιστεῖ ἀπό τίς πηγές τῶν ὑδάτων, καθώς μέσα στά σωθικά του νιώθει ἔντονο τόν φλογισμό ἀπό τά μικρά ἑρπετά (τά φιδάκια) τά ὁποῖα ἔχει καταπιεῖ μαζί μέ τό χορτάρι. Τά φίδια ἔχουν δηλητήριο καί πικραίνουν τό στόμα τοῦ ἐλαφιοῦ, ἀλλά καί προκαλοῦν μεγάλη δίψα. Ἔτσι τό ἐλάφι σπεύδει νά πιεῖ νερό, γιά νά ξεπικράνει τό στόμα του καί νά σβήσει τή δίψα του. Ἔτσι καί ὁ ψαλμωδός ἀναφέρεται στήν ψυχή πού ἐπιποθεῖ τόν Θεό, γιατί εἶναι διψασμένη καί νιώθει στήν ὕπαρξη τήν πικρίλα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Ὁ Θεός γίνεται ἡ πηγή, ἀπό ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ συνεχῶς νά λαμβάνει «ὕδωρ ἀθανασίας»!
Ἡ τροφή τοῦ κόσμου
Ἡ Σαμαρείτιδα, στήν περικοπή πού διαβάζουμε τήν πέμπτη Κυριακή μετά τό Πάσχα (Ἰωάν. 4, 5-42), ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά τῆς δώσει ἐκεῖνο τό νερό, τό ὁποῖο ἄν θά τό ἔπινε, δέν θά διψοῦσε ποτέ. Ἡ γυναίκα ἐννοοῦσε τό ὑλικό νερό. Ὅμως, ὁ Χριστός στόν διάλογο μαζί της, ξεκίνησε τή συζήτηση ἀπό τά ὑλικά, γιά νά τήν ὁδηγήσει στή σχέση μέ τόν Θεό. Σάν τό ἐλάφι ἡ Σαμαρείτιδα, ὅπως καί κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη πού ἀναζητεῖ νόημα καί ἀλήθεια στή ζωή της, προσλάμβανε τήν τροφή τοῦ κόσμου, δηλαδή τίς ἰδέες, τά νάματα τῆς θρησκείας, τῆς καταγωγῆς καί τῆς κοινότητας στήν ὁποία ἀνῆκε, τίς πατροπαράδοτες παραδόσεις, ἀλλά καί τή σχέση μέ τούς ἄλλους (πέντε ἄνδρες εἶχε καί ὁ ἕκτος δέν ἦταν νόμιμος σύζυγός της). Προσλάμβανε δηλαδή τό χορτάρι πού τρέφει πρόσκαιρα, ἀλλά μαζί μέ αὐτό καί τά μικρά ἑρπετά. Τήν ἁμαρτία τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Τήν ἐμμονή στή λογική ὅτι, ἐπειδή ὁ θάνατος μᾶς περιμένει, χρειάζεται νά ἀπολαύσουμε τή ζωή μας ὅσο καλύτερα μποροῦμε. Τήν ἐπιλογή νά συζητοῦμε γιά τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ζοῦμε τόν Θεό.
Καί ἔτσι, ἡ Σαμαρείτιδα, ἐνῶ τρεφόταν ἀπό τόν κόσμο, τή θρησκεία του καί τίς ἰδέες του, δέν μποροῦσε νά ξεδιψάσει ἀληθινά. Ἔμενε μόνο στήν ἐπιφανειακή συζήτηση γιά τό ποῦ πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός καί στό μέ ποιούς μποροῦσε ὁ κάθε ἄνθρωπος νά συναναστραφεῖ. Γι’ αὐτό καί τό νερό πού ἔπινε ἦταν ὑλικό. Ἦταν ἰδέες. Δέν ἦταν πρόσωπο. Μόνο ὅμως μέσα ἀπό τήν πηγή τοῦ ὕδατος μπορεῖ τό ἐλάφι νά ξεδιψάσει ἀπό νερό καθαρό. Καί ἡ πηγή τοῦ ὕδατος εἶναι ὁ Θεός πού δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ξαναδημιούργησε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς καί ἡ ἀναζήτηση
Ἀναζήτηση ἐκφράζει ἡ Σαμαρείτιδα. Ἀναζήτηση ἔχει καί ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς. Ἰδίως τῆς δικῆς μας, στήν ὁποία τά φίδια τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ ἔχουν θεριέψει. Στή φιληδονία καί τή φιλαυτία σήμερα ἔχει προστεθεῖ καί ὁ πειρασμός τῆς ἀπελπισίας διότι ἐνῶ «τά εἴχαμε ὅλα καί θέλαμε παραπάνω», τώρα αἰσθανόμαστε ὅτι χάσαμε αὐτά πού εἴχαμε ὑπολογίσει ὅτι ἦταν ἀρκετά γιά τήν αὐτάρκειά μας. Εἶναι ἔντονος ὁ πειρασμός τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ, ὅτι μᾶς ξέχασε ἤ ὅτι δέν ὑπάρχει.
Μόνο πού ἡ λύση δέν εἶναι ἕνας θεός-ἰδέα, ἕνας θεός-συμφέρον, ἕνας θεός πού θά μᾶς κάνει νά βολευτοῦμε. Ἐκεῖνος πού δίνει τό «ἀλλόμενον ὕδωρ εἰς ζωήν αἰώνιον» εἶναι ὁ Χριστός. Καί εἶναι πρόσωπο. Καί τά πρόσωπα δέν τά γνωρίζεις ὡς εἰκόνες, ὡς ἰδέες, ὡς ἐξουσία. Τά γνωρίζεις μόνο ἐάν σχετιστεῖς μαζί τους. Καί ὁ Χριστός εἶναι τό Πρόσωπο πού γίνεται ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή, ἡ πάντων ἀνάστασις. Ἀλλά γιά νά τόν γνωρίσεις, χρειάζεται νά βρεθεῖς στό φρέαρ του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Νά λάβεις τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος καί τῆς ἀναβάπτισης στή σχέση μαζί του μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός αὐτόν, τήν προσευχή, τή λατρεία καί τήν εὐχαριστία, τή μετάνοια. Καί ὅλα αὐτά γίνονται ἀφορμή νά ἐγκαταλείψεις τήν ὑδρία τοῦ κόσμου καί νά ἀνακοινώσεις σέ ὅλους ὅτι «δεῦτε ἴδετε». Νά ξεδιψάσεις μέσα ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό καί νά καλέσεις καί ἄλλους νά ξεδιψάσουν μαζί σου.
Νά ζητήσουμε τόν Χριστό
Πολλοί ἀπό ὅσους εἴμαστε χριστιανοί ἔχουμε τήν ἴδια εἰκόνα γιά τό Θεό μέ ἐκείνους πού τόν ἀπορρίπτουν. Πιστεύουμε στόν Θεό γιά τό συμφέρον μας, γιά τά πατροπαράδοτα, γιά τήν ἰδέα, γιά τήν ἐξουσία. Καί πικραίνει τό στόμα μας καί ἡ ψυχή μας ἀπό τά ἑρπετά τῆς ἁμαρτίας, γιατί δέν ξεδιψοῦμε γνήσια. Ἄς ζητήσουμε λοιπόν τόν Χριστό, γιά νά ξεδιψάσουμε ἀληθινά! Χριστός Ἀνέστη!