Ιερά Μονή των Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς
Ἡ Ἱερά Μονή Ἁγίων Θεοδώρων ἀποτελεῖ κόσμημα στήν περιφέρεια τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας, κοντά στόν ἀρχαιολογικό χῶρο τῆς Ἀρτέμιδος, στήν περιοχή τῆς Παλαιόπολης, στήν τοποθεσία Στρατιά Γαρίτσας. Ἐκεῖ μόναζαν ἀνέκαθεν γυναῖκες τῶν πιό ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν τῆς Κερκύρας. Τό 1797, ἐπί γαλλικῆς κατοχῆς, μέρος τῶν ἐγκαταστάσεών της χρησιμοποιήθηκε γιά τήν διαμονή τῆς φρουρᾶς.
Ὁ ἀρχιτεκτονικός ρυθμός τοῦ μοναστηριοῦ, πού εἶναι ἀπό τά παλαιότερα τῆς Κερκύρας, ἔχει σαφῶς ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς ἀντίστοιχους ἰταλικούς τύπους. Συνίσταται ἀπό τρεῖς πτέρυγες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ δυτική χρονολογεῖται μετά τά τέλη τοῦ 17ου αἰ., ἡ νότια στίς ἀρχές του 17ου αἰ. καί ἡ ἀνατολική στά τέλη τοῦ 17ου αἰ.
Στό συγκρότημα ἔχουν πραγματοποιηθεῖ κατά καιρούς σοβαρές ἐπισκευές καί ἐπεμβάσεις. Ἡ ἀξιοθαύμαστη μορφή του ἀντιστοιχεῖ στήν περίοδο τοῦ μανιερισμοῦ τοῦ 16ου αἰ. Πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν καί ἱστορικῶν κειμηλίων, τοιχογραφίες, φορητές εἰκόνες, κώδικες καί χειρόγραφα εἶναι θησαυρισμένα ἐδῶ.
Τό Καθολικό χρονολογεῖται πιθανότατα στόν 5ο αἰ. εἶναι τρίκλιτη βασιλική μέ νάρθηκα. Τό ὑλικό πού χρησιμοποιήθηκε στήν τοιχοποιία του προέρχεται σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό παρακείμενο Ἀρτεμίσιο ἀνακατεργασμένο. Ἐμπρός ἀπό τό Ἱερό ὑπάρχει ἐγκάρσιο κλίτος.
Ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τοῦ κεντρικοῦ καί τῶν πλαγίων κλιτῶν του ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τοξοστοιχίας, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ πεσσούς καί ὄχι κίονες, ἀρχιτεκτονικό στοιχεῖο συνηθισμένο σέ περιπτώσεις κερκυραϊκῶν παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν, ὅπως στήν παρακείμενο παλαιοχριστιανική βασιλική τοῦ Ἰοβιανοῦ καί στήν Κασσωπίτρα στήν Κασσιώπη.
Ὁλόκληρη ἡ πεσσοστήριχτη τοξοστοιχία διασώζεται στήν σημερινή ἐξωτερική πλευρά τοῦ βόρειου τοίχου καί ἀποκαλύφθηκε κατά τίς ἐργασίες ἐπισκευῆς τοῦ Ναοῦ τό 1969. Στό ἐσωτερικό οἱ πεσσοστοιχίες διακρίνονται καθαρά τόσο στόν βόρειο ὅσο καί στόν νότιο τοῖχο. Ἡ πρόσβαση στόν νάρθηκα ἀπό τά δυτικά πρός τό κεντρικό κλίτος γινόταν ἀπό μεγάλο ἁψιδωτό ἄνοιγμα, κτισμένο μέ πωρόλιθο, τό ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε πρόσφατα κάτω ἀπό τά ἐπιχρίσματα καί εἶναι ὁρατό στή δυτική πλευρά τοῦ Ναοῦ.
Ἡ μεγάλη ἡμικυκλική κόγχη τοῦ Ἱεροῦ, ἀπό τίς παλαιότερες τῆς Κερκύρας, χρονολογεῖται κατά τόν 6ο ἤ 7ο αἰ. Σώζεται ἀκέραιη, μέ ἀναβαθμό καί τρίλοβο παράθυρο πού σχηματίζουν λίθινοι ἡμικιονίσκοι, τά ἐπιθήματα τῶν ὁποίων φέρουν ἀνάγλυφη παράσταση σταυροῦ μέ πεπλατυσμένες κεραῖες. Τό παράθυρο εἶχε ἀπό παλαιότερα κλεισθεῖ, ἀφήνοντας δύο μικρά τετράγωνα κακότεχνα ἀνοίγματα στούς πλάγιους λοβούς. Ὁ κεντρικός λοβός ἴσως εἶχε μετατραπεῖ τήν ἴδια ἐποχή σἐ κτιστό ἀρτοφόριο. Κατά τίς πρόσφατες ἐργασίες καθαρισμοῦ διανοίχθηκαν τά ἀνοίγματα καί ἀπελευθερώθηκαν τά λίθινα χωρίσματα, ὥστε νά ἐπανέλθει ἡ ἀρχική διάταξη.
Ἀπό τά δύο πλάγια κλίτη τῆς βασιλικῆς, τό νότιο διατηρεῖται ὥς σήμερα μέ τίς ἐμφανεῖς μεταβυζαντινές ἐπεμβάσεις καί τήν ἀλλαγή πλέον τῆς χρήσης, ἐφ’ ὅσον λειτουργεῖ βοηθητικά ὡς πλάγιος ἐξωνάρθηκας, ἀλλά καί «διάδρομος» ἐπικοινωνίας μέ τόν γυναικωνίτη, πού προστέθηκε σέ μεταγενέστερη ἐποχή στό ναό καί μέ τίς πτέρυγες τῶν κελλιῶν, πού ἑνώνονται ἔτσι ἀπ’ εὐθείας καί ἐσωτερικά μέ τό Καθολικό. Τό βόρειο κλίτος δέν σώθηκε. Ἡ ὕπαρξή του τεκμηριώνεται ἀπό τόν ἐντοπισμό τῶν θεμελίων τῶν τοίχων του κατά τίς ἀνασκαφές.
Ἡ τρίκλιτη βασιλική συρρικνώθηκε σέ μονόκλιτο ναό, ἴσως κατά τά μεταβυζαντινά χρόνια, γεγονός συνηθισμένο τήν ἐποχή αὐτή. Κατά τούς πρώτους μεταβυζαντινούς αἰῶνες, τόν 15ο ἤ τόν 16ο, ἀποτέλεσε τό Καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς, τό ὁποῖο τιμᾶται στό ὄνομα τῶν Ἁγίων Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Λανθασμένα ἐπικράτησε τελευταίως ἡ ὀνομασία της ὡς μονῆς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Ἀποτελεῖ στήν ἐποχή μας τό ἀρχαιότερο ὡς πρός τό Καθολικό, καί γενικότερα, ὡς πρός τήν μορφή, τό πλέον σημαντικό καί χαρακτηριστικό δεῖγμα μοναστηριακῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῆς Κερκύρας. Ἀπό τίς τοιχογραφίες πού ὑπάρχουν στόν ναό ἀξιόλογη εἶναι ἡ παράσταση τῆς Πλατυτέρας στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος στό μέτωπο τῆς κόγχης, καί τοῦ Παντοκράτορος στήν οὐρανία τῆς ὀροφῆς. Το τέμπλο, μεταγενέστερο τοῦ 15ου αἰ., φέρει δύο θαυμάσιες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, ἔργα ἑνός πολύ μεγάλου καλλιτέχνη, τοῦ Ἐμμανουήλ Τζάνε.
Τό σημερινό ἀποτέλεσμα σέ συνάρτηση μέ τήν ἀρχιτεκτονική του μορφολογία μπορεῖ νά άναχθεῖ στόν 17ο αἰ. Σε μεταγενέστερες ἐποχές ἔγιναν καί ἄλλες ἐπεμβάσεις, σέ μία ἀπό τίς ὁποῖες κατασκευάστηκαν τά δύο ἡμικυκλικά παράθυρα (μετζαλοῦνες), πού συνδυάζονται μέ τό βόρειο θύρωμα καί τήν ἀναμνηστική πλάκα, πού τοποθετήθηκε στό ὑπέρθυρό του, ἔργο τοῦ γνωστοῦ κερκυραίου γλύπτη Ἰωάννη-Βαπτιστῆ Καλοσγούρου (1794-1878), ἡ ὁποία ἀναφέρει καί τό ὄνομα τοῦ ἄγγλου ἁρμοστῆ Μαίτλαντ. Ἡ ἐπέμβαση αὐτή πρέπει νά ἀνήκει στόν 19ο αἰ.
Τό μοναστηριακό συγκρότημα ἔχει τραπεζοειδῆ κάτοψη καί ὀργανώνεται γύρω ἀπό τετράγωνο αἴθριο κεντρικό περίβολο. Τήν βόρεια πλευρά καταλαμβάνει τό Καθολικό καί τό καμπαναριό, τό ὁποῖο θεωρεῖται πολύ ὑψηλό γιά τήν κερκυραϊκή ἀρχιτεκτονική παράδοση. Στίς ἄλλες τρεῖς πλευρές βρίσκονται οἱ πτέρυγες τῶν κελλιῶν καί ἄλλων χώρων τῆς μονῆς. Ἡ ὅλη διάταξη τοῦ αἰθρίου ἀποτελεῖ μία σαφῶς ἐπιτυχημένη καί ἰδιαίτερα εὐχάριστη ἀρχιτεκτονική σύνθεση.
Ἡ δυτική πτέρυγα εἶναι ἡ μόνη τριώροφη τοῦ συγκρότηματος καί βλέπει πρός τόν ἀρχαιολογικό χῶρο τῆς Ἀρτέμιδος. Στεγάζει τό ἀρχονταρίκι, τήν βιβλιοθήκη, τό μαγειρεῖο κι ἕνα προσευχητάρι τῶν μοναζουσῶν μέ ὡραῖο τέμπλο, φιλοτεχνημένο ἀπό τόν Σπῦρο Πιέρη καί, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἰκόνα τῆς Παναγίας Γαλακτοτροφούσας τοῦ Ἐμμανουήλ Τζαφουρνάρη καί τῆς Ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου τοῦ Φιλόθεου Σκούφου. Στό ἰσόγειο ὑπάρχουν δωμάτια πού χρησιμοποιοῦνταν ὡς φυλακές κατά τήν περίοδο τῆς γαλλικῆς κατοχῆς τοῦ νησιοῦ (1797-1800) καί ὥς πρόσφατα διασώζονταν σέ καλή κατάσταση σπαράγματα παραστάσεων καί ἐπιγραφῶν στά γαλλικά, πού ζωγράφιζαν τότε οἱ φυλακισμένοι.
Ἡ νότια πτέρυγα εἶναι ἕνα ἀπό τά πλέον ἀξιόλογα κτίρια μοναστηριακῆς ἀρχιτεκτονικῆς στήν Κέρκυρα ἀλλά καί στόν εὐρύτερο χῶρο τοῦ Ἰονίου Πελάγους. Διώροφη, μέ δύο πυργοειδεῖς κατασκευές στά ἄκρα, κιονοστοιχίες καί καμάρες στό ἰσόγειο καί κελλιά στόν πρῶτο ὄροφο. Καταστράφηκε ἀπό πυρκαϊά τό 1912. Πίσω ἀπό αὐτήν εἶναι οἱ κῆποι τῆς μονῆς καί τέσσερα πηγάδια. Κειμήλια πολύτιμα τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων: Γεωργίου, Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας καί Θέκλας.